Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Ποίηση Αντώνη Πυροβολάκη



Μπράιτον
Θες  να  φας  κάτι  στο  δρόμο  να  σε  κρατήσει
Έχει  μαγιονέζα,    ψωμί  του  τοστ,  φρέσκια  ντομάτα.
Έχει και  λίγο  φεγγάρι  στο  ψυγείο.
Στη   Σαντορίνη   εσύ  σκαρφάλωνες   στα  υδάτινα   σκοινιά  που τίναζε  το  πέλαγος  στα  νέφη
κοίτα  μου  έλεγες   δεν  είναι   θάλασσα   είναι   οι  στήλες  από  τα  δάκρυα  των  αδικημένων.
Οι  φόβοι  είναι  τα  παιδιά  ανθρώπων  που  δεν   έζησαν
είναι της  καταιγίδας  οι  λιλιπούτειοι   υποταχτικοί   που   ξεπλένουν    την  αναλγησία   στα  φανάρια.       
  Τι  έκανες  την  καρδιά  μου,  είπαν  ότι  την  είδαν  με  τα  σάπια  φρούτα  στη  λαχαναγορά
μ’  αυτήν   ποδόσφαιρο  έπαιζαν  τα  παιδιά   και  οι  μεγάλοι  χάζευαν  και  κορόιδευαν
Σαν  ήρθε  η  γριά  τσιγγάνα  κι  είπε ,  όποιος  είχε  τούτη  τη  καρδιά
δεν  είναι  πια  άνθρωπος  είναι   ένα   φίδι ,   κάτι  σαν   ίλιγγος  ένα  βαθύ  κενό  νέκρωσε  τον  αέρα
κι  όλοι  το  πρόσωπο   τους   απόστρεψαν   άναυδοι  λες  και  η  κόλαση 
άνοιξε  μια  μικρή  ρωγμή  στην  καθημερινότητα  τους.        
Μια  μαύρη   τρύπα  έφτυνε  ζαριές   σε   ανεμώνες  κοσμικών  ανέμων  κι  έφερνε  συνέχεια   φιδίσια  μάτια. 
Ένα  βραδινό  αεροπλάνο   είναι  αυτό  το  ποίημα
με   τις   λέξεις   του   να  προσεγγίζουν  τον  αεροδιάδρομο   της  λήθης.
Μ’ άρεσε  να  οσμίζομαι  τους  αλατένιους   προπηλακισμούς   των   ανέμων  της  βόρειας  θάλασσας
και  να  τους  στρέφω  και  το  άλλο  μάγουλο  καθισμένος  σε  κάποιο  αμμόλοφο  του  Μπράιτον,
μ’  άρεσε  το  χρυσαφί  σου  ψάθινο  καπέλο  και  το  λευκό  σου  φόρεμα  από  ακατέργαστο  μετάξι
Κάτι  έκανε  το  χρώμα  των  ματιών  σου  στων  ρολογιών  τους  δείκτες.
Οι  γέροι  έλεγαν  μύθους   για  παιδιά  που  γίνονταν  τις  νύχτες   στους  αμμόλοφους  κομμάτια.
Ύστερα  άρχισαν  τα  δελφίνια  να  βγαίνουν  στα  ρηχά  και  να  πεθαίνουν.
Θυμάμαι  να  μπαίνεις  στο  τρένο  και  να  κλαις  μ’  αναφιλητά  μέσα  στην  αγκαλιά  μου.
Το    όνειρο  ήσουν  μιας  ζωής    ξενυχτισμένης. 


Πιστολιά

Η  μουσική  τρόχιζε   τους   λυγμούς  της   στη    λίμα
μιας  σιγαλιάς  άπονης  σαν   χειρουργικό  νυστέρι  που  σώπαινε   διατομές
χρηματισμένες  κτηνωδίες  μαζί  με  συνετούς  στραγγαλισμούς   εγχόρδων
κουρνιασμένων  αραχνιών  στις  χοάνες  των  ηχείων,
να  κλαίνε  της  νυχτιάς  τα  πλειστόκαινα  δοξάρια  με  βιολιά  καθάρματα
  τους  λυγμούς   των  γιασεμιών,
να   υποκλέπτει  η  άνοιξη  με  μίας   αύρας  το  καρμπόν   τις  μαύρες  τελείες  από  τις  πασχαλίτσες
μαζί  με  ένα  έρεβος  που  τις  μετρούσε  σαν  να  ήταν  κέρματα  ψιθυρίζοντας
πάλι  στα  ζάρια  πόνταρες  με  το  χάος ,  του  τάφου  σου   τη  σκοτεινιά.
Δεν  ήταν  η  συνεύρεση  του  βουρκωμένου  ουρανού  με  το  χυδαίο  χώμα
που   γέννησε  τις  λασπουριές   με  τα  ντοκουμέντα  των  κατεστραμμένων  λουστρινιών ,
ήταν  τα  δάκρυα  ενός   λερωμένου  ήλιου  που  αρμένιζε  τις  σκούνες  του  φθινοπώρου
κάτω  απ’  τα  πλατάνια  ενός  γάργαρου  διηνεκούς,
φτιάχνοντας   από  πηλό  και  τη   φωτιά  ηφαίστειων  σωμάτων,   τις   μάσκες   βρώμικων  χαδιών
το  ανέγγιχτο  να  ωρύεται   σε  αχανή   σεληνιακά  τοπία.
Εδώ  τελειώνουν  τ’ αστροφώτιστα  κενά.
Εδώ  το  άπειρο  ρίχνει  στα  μαγκάλια  των  αστεριών  τις  ανακοπές  των  αναπνοών .
Εδώ  τ’  απομεσήμερα   τραβούν  απ’  τα  μαλλιά  τα  δειλινά
για  να  μακραίνουν  των  κορμιών  μας  οι  αυλικοί  της  νύχτας.
Αθώος  εκ  προμελέτης  είπαν  οι  αμέθυστοι ,
πείραξε  τη  μυρμηγκοφωλιά  γιατί  ήθελε  να  νιώσει  τον  πανικό  της   λεπτομέρειας.
Μια  σφαίρα  σε  αφέγγαρο  σκοτάδι  είναι  η  ζωή  σου.
Το  κοκκινάδι  ενός  τριαντάφυλλου  κυλά  στις  φλέβες   μου.
Αδημονώ.
Συνάντησε  με. 


Ρουβίκωνας

Μια  νεροποντή  δακρύων    πότιζε  με   απόνερα  βλεμμάτων  το  αγιόκλημα ,
το   παρατσούκλι,  που  είχαν  δώσει  στο  ηλιόφως  οι  θεοί,
τι  κι  αν  στην  κληρωτίδα  του  μεσονυχτίου  κέρδιζε  πάντα  η  Έλενα  Μαρία
με  το  μαύρο  δικτυωτό   καλτσόν   και  τη  γόβα  στιλέτο
τη  μολυβιά  στο  μάτι  και  τη  Σαχάρα  στη  καρδιά
με  καμηλιέρηδες   αλήτες  και  αμούστακα  παιδιά  της  νύχτας  σαμιαμίδια.
Οι  δαχτυλιές  μας  τελούν   υπό  περιορισμό  μέσα  στα  βιβλία,
με  τη  βραχνάδα  από τη  στρατιά  των  μερμηγκιών  συμφώνων  και  φωνηέντων
το  τρίκλισμα   των  στίχων να  μηρυκάζει  τη  διολίσθηση
μίας   προαναγγελθείσας  κακοτεχνίας   που   έτυχε   να    μετατραπεί   σ’  ένα  κακούργημα  αισθητικής .
Αθώος   είπε  ο  χρόνος,  κι  εμείς  χαρούμενοι  γδυθήκαμε  τα  όνειρα μας  στα  νερά   του  φεγγαριού.  
Κανείς   όμως  δεν  μας  είπε  τίποτα
Ούτε  οι  σταυροί  κι  οι  μαρμαρένιες   πλάκες.
Ούτε  οι  καθρέφτες  μίλησαν,  ούτε  τα  νεφελώματα  του  αχανούς
Ψεύτες  διάττοντες  αστέρες  είχαν  σπόνσορες  αστροφεγγιές
Οι  χορηγοί  σε  μια  σικέ  διαφήμιση  εφηύραν   τις  ευχές  της  πτώσης
.Μια  ερημιά  μου  έκανε  προξενιά  με  τ’  αστροφώτιστο  διηνεκές,
εγώ  καίγομαι  εδώ  κάτω  ενώ  τ’  άστρα  εκεί  ψηλά,  υπάρχει  ασυμφωνία  χαρακτήρων,  της   απάντησα.
Αυτό  δεν  ήτανε  ζωή  ήταν  μία  λήθη  που  έκανε  κονσομασιόν
σ’  ένα  μπαράκι  που  συχνάζανε    φονιάδες,
είπαν  μετά  οι  ώρες ,  του  χρόνου  οι  παραδουλεύτρες
που  ξεσκονίζανε   τις  θύμισες  από  τα  μαονένια  ρίγη  μιας  σιγαλιάς  που  φόραγε   ένα  σιγαστήρα.  
Μια  όξινη  βροχή   αποκαθήλωσε  τις  σάρκες  από  τα  οστά  μου,
ο  σκελετός   μου  τώρα  μ’  ένα  ανεμοπλάνο  αιωρείται  πάνω  από  τον  αχανή  Ειρηνικό
κι  αυτό  είναι  η  κόλαση.
Ναι  έχω  περάσει   το  Ρουβίκωνα.
Στα  κενοτάφια  της  καθημερινότητας   μνήμες   που  προμηθεύτηκα  με  ειδικές  συνταγές
δαγκώνουνε   φαιές  ουσίες  και  ψυχοτρόπα  γέλια,  προκάτ  ζωές  που  δεν  μπορούν  να  κλάψουν.       
  Αυτή  η  βραδιά  ήταν  μία  του  δρόμου  που  δε  ζήτησε  λεφτά.
Τα  πόδια θα  σου  πλύνω  μου  ψιθύρισε  αν  μετά  δίπλα  μου  κάτσεις  και  μου  πεις  τι  είναι  η  ζωή.
Είναι  μια  πόρνη  σα  και  σένα,  της  απάντησα.

Όχι ,  εκεί  παρέμεινες

Στα  χείλη  ενός  λυκαυγούς  το  βάμμα  ιωδίου.
Ζωές  κουρέλια  στα  αυγινά  τραγούδια   του  σιρόκου.
Ένα   μαχαίρι  να  κομματιάζει   ουρλιαχτά, ειδωλόθυτα  του  τίποτα  , να  τρως   το  μεσημέρια.
Ο  ήλιος  μούγκριζε  φωτιά   στο  πουθενά  κι  αυτό  αιμορραγούσε  ροδαλές  πραγματικότητες
σαν  τα  ανθάκια  της  μπιγκόνιας ,
τα  πρωτόλεια  φιλιά  του  πλάστη   σ’  ένα    αρχιπέλαγος
  με  ρέοντα   νησιά , φυλακισμένο  σε  μία  κλεψύδρα ,  που  έκλαιγε   από   χαρά  τα  περασμένα.
Άραγε  ξέφυγες  ποτέ  απ’  το  παλάτι  που  νήστευαν  τα  λιοντάρια;
Όχι ,  εκεί  παρέμεινες, ένα  υπάκουο  ερωτηματικό, ένα  σκυλί  δαρμένο  που  μονάχα  αποδέχεται,  δεν  υποθέτει
Κάποιοι  σε  είδαν   να  δαμάζεις  τα  διαμάντια  στις  κραυγές  της  χαραυγής ,
κάποιοι  σε  είδαν  να  ταΐζεις  με  ζαλάδες  τα  είδωλα  σου  σε  παραμορφωτικούς  καθρέφτες
κι  ενώ   ένα  κτήνος  πνίγονταν  στο  απύθμενο  της  σκοτεινιάς  σου
τα  ερπετά  και  οι  αστερισμοί  έκαναν   απεργία
μια   οχτάωρη   αποχή  απ’  το  στιλπνό    σμάλτο  μιας  νύχτας  μολυσμένης  με  αγάπη.
Άραγε  ξέφυγες  ποτέ  απ’  το  παλάτι   με  τα  σφάγια  των  κύκνων;
Όχι ,  εκεί  παρέμεινες   να  ακονίζεις  τα   δρεπάνια    στους  μηνίσκους  της  σελήνης ,
ν’  αλλάζεις  πάνες    σ’  έμβρυα  ξεγεννημένων   λησμονιών     
Ξεσκόνιζες  απ’  τις  γωνιές  του  πατώματος  τα  χνούδια  απ’ τα  αποφόρια  προηγούμενων  βημάτων
Έβαζες    φραγή  στις  Κυριακάτικες  καμπάνες.
Όχι,   εκεί  παρέμεινές  στης  τρέλας  το  παλάτι
να  κοιτάς   τους   ανιχνευτές  ψυχών  στην   οροφή   των   δωματίων
να  κλαίνε  σιγαλιά  και  ματωμένα  τριαντάφυλλα.

Η  ομορφιά  της   πάχνης


Στέρεψαν  πια τα  δάκρυα,  απόμεινα  ένα  ξερόχορτο που έχει  κολλήσει  στα  μαλλιά
κάποιου  ανθρώπου  που  κρατά  στον  ώμο  του    το  χάος  ενός  δίκαννου  θανάτου   
το  υστερόγραφο  μιας  ματωμένης  πτώσης ,
η  ιστορία  αγάπης  μεταξύ  ενός  φτεροκοπήματος  και μιας  σκανδάλης.
Στέρεψαν πια  τα  δάκρυα ,  μονάχα  το  σονέτο  μιας   βροχής  από  θειάφι
 σαν  τότε  που  γυρίσαμε  άναυδοι  το  κεφάλι και  βρεθήκαμε  δυο  στήλες  άλατος
   έξω  από τα  τείχη,  τα  Γόμορρα  για  πάντα  να  κοιτάμε,   με  των  παλλακίδων τους  κελαρυστούς  λυγμούς
και  της  Εσθήρ  το  αναφιλητό ,  καθώς   στο  μπόγο  με   τα  ρούχα
έχωνε  τη  φτερούγα  ενός  τσαλακωμένου  άγγελου  πριν  φύγει  για το  δέλτα  του  Ευφράτη
απ' όπου  ξεκινούσαν  τα  ποντοπόρα  για  του   παραδείσου  τα  αστέρια.
Σ'  ένα  παγκάκι  κάθομαι  πλάι  στην  ακροθαλασσιά  των  ιδεών
ξεσπάνε  πάνω  μου  τα  κύματα  των  λέξεων,  σφουγγάρι  είναι  το  κορμί  μου,
σα  φτάσω  σπίτι  θα  στραγγιστώ  σε  μια  λευκή  σελίδα,
πάλι  το  πάτωμα  γέμισες  με  ξύδι  και  χολή , νερά  και  ποιήματα,  η  μάνα  μου  θα  μου   γκρινιάζει.
Όχι  δεν  είμαι  εγώ  αυτός  που  έβρεξε  τα  χείλη  του  Θεού.
Στέρεψαν  πια  τα  δάκρυα,  όλα  έχουν ξεπουληθεί  σε  μάγιστρους  και  τσαρλατάνους
κι   η  μοίρα  κοριτσάκι  με κουρελιασμένα  ρούχα  στη   βροχή  να τριγυρνά τις  νύχτες
και να  δείχνει  με  το   δάχτυλο  στους  κεραυνούς  ποιο  σπίτι   να  χτυπήσουν.
Στην  ερημιά  απ' όπου  ξεκίνησες  πηγαίνεις   κι  αν  είναι  κάτι  που αστράφτει 
 σε  αυτό  το καρναβάλι  των πλανταγμάτων  και  των  ζοφερών  σκιών 
είναι  του   δρόμου  η  μαρμαρυγή,  της  διαδρομής  η  εξαίσια  πλεκτάνη,
που  αφήνει  άφωνο  το  φως  να  λάμπει  σιωπηλά  μέχρι  το  τέρμα
που  όλα  γίνονται  ηλιόσκονη  κι  αρμύρα
κι  η   ομορφιά  μιας   φιλντισένιας  πάχνης  που  κατακάθεται  στο  χώμα  τις  αιμάτινες   αυγές. 

Αντώνης Πυροβολάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: