Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Ένα νέο Διήγημα από το Χαραλάμπους Βασίλη

ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ VINTAGE & CUSINEΤο δεύτερο γράμμα
                                                                                                                                                              Του Βασίλη Χαραλάμπους
                                                                                        ____________                
 Είχε μια φωνή ο Κωστής άλλο πράγμα.  Και κάθε που ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος, τον έβαζε να τραγουδήσει, νάσου οι ψυθιρισμοί και τα πονηρά γελάκια.  Ο Κωστής όμως, σαν νάταν τενόρος σε καμιά από κείνες τις μεγάλες αίθουσες, μ΄όλη του τη δύναμη γιόμιζε με παραφωνίες την τάξη.  Και σαν να μην έφτανε κι΄ αυτό ήταν κι΄ οι χειρονομίες σωρό, σαν τροχονόμου σε  πολυσύχναστη πλατεία .  Όσο προχωρούσε το τραγούδημα, περίσσεια η δύναμη της φωνής του.  Αδιαφορούσε για το τι λέγαν οι ζωηρότεροι της τάξης.  Φθάνει που ο δάσκαλός του ο κυρ-Γιάννης συνέχιζε να παρακολουθεί  μ΄ εκείνη την περίεργη σοβαρότητά του.
     
Κι΄ όλα τούτα ίσαμε ν΄ αρχινίσουν οι ζωηρότεροι τα αλλιώτικα πειράγματα με τον Αλέξανδρο επικεφαλής.

-Κωστή, πιο δυνατά να σ΄ ακούσει κι΄ ο πατέρας σου στην Αφρική.  Πιο δυνατά Κωστή.
     
Τότε με μιας ο Κωστής σταματούσε, άφηνε το λεπτό του κορμάκι και καθόταν γρήγορα απότομα στο θρανίο κι΄ έμενε αμίλητος μέχρι το τέλος.  Μάταια ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος προσπαθούσε να τον κάνει ν΄ αρχινίσει πάλι.  Ήταν τούτος ο μακρινός καημός του πολύ μεγάλος για το μοναχοπαίδι του Αναστάση του ξενιτεμένου.  Χρόνια τώρα μισεμού ο Αναστάσης κι΄ είχε δεί τον μοναχογυιό του τον Κωστή μονάχα δύο φορές.  Πικρή του μισεμού η απλωσιά για τούτο το παιδί μ΄ εκείνο τον μακρινό καημό.  Έτσι είναι της ξενιτιάς η πίκρα.  Κι΄ ο καημός σε τούτο το σκαλιαρούδι, θαρρείς ποτέ δεν θα συρθεί στην άκρη της λησμονιάς.  Την ξέρει ο Αναστάσης τούτη την πίκρα, μα πιο πολύ ο Κωστής που σαν έρθει το Καλοκαίρι κάνει διακοπές στον αυλόγυρο του σπιτιού του παππού του  στο παραδίπλα σπίτι με τα τόσα λούλουδα που σημαδεύουν το διάβα της Άνοιξης.
     
Κι΄ άκου πράγμα που σκαρφίστηκαν τις προάλες κείνα τα σκολιαρούδια.  Γράψανε ολάκερο γράμμα του κόλλησαν και γραμματόσημα και το ρίξανε στο σπίτι του Κωστή.  Η μάνα του αγράμματη γυναίκα που να καταλάβει .  Ο Κωστής μια στην αυλή του σπιτιού του και μια στον αυλόγυρο του παππού του χοροπηδώντας.

-Θαρθεί ο μπαμπάς.  Θαρθεί ο μπαμπάς.
     
Που να καταλάβει όμως ο καημένος ότι το γράμμα το γράψανε οι προκομμένοι οι συμμαθητάδες του.  Χαρά κι΄ η κυρά- Λένα η μάνα του.  Ολάκερη μέρα ο Κωστής έτρεχε στον αυλόγυρο.  Τούτη η χαρά όμως δεν κράτησε για πολύ γιατί ο Γιαννάκης  ο πιο μικρόσωμος της παρέας ,παιδί ευαίσθητο και μυαλωμένο, το ομολόγησε κρυφά στον Κωστή.  Κείνη τη μέρα λυπήθηκε πολύ ο Κωστής.  Ξέρει πως έχει για μοιράδι τούτο τον μακρινό καημό.  Μήτε να φάει ήθελε μήτε να πιεί.  Είχε όμως μια κρυφή χαρά ότι τουλάχιστον του στάθηκε φίλος ο Γιαννάκης και του είπε την αλήθεια.
     
Την άλλη μέρα ο Κωστής ξεχάστηκε να παίζει μ΄ εκείνα τα ζωηρά παιδιά στο διάλειμμα.  Αναμνήσεις μπαλωμένες με τ΄ ανέμελα παιχνίδια στον αυλόγυρο του σχολείου.  Εκείνη η ανεξικακία του Κωστή άλλο πράγμα.  Δεν πέρασαν λίγες μέρες και νάσου άλλο γράμμα πρωί – πρωί.

-Τούτα τα παιδιά το παράκαναν μονολόγησε η κυρά –Λένα.
    
 Μάταια προσπαθούσε ο Κωστής να τον αφήσει η μάνα του να διαβάσει το γράμμα.

-Δώσε μου το και υπόσχομαι ότι δεν θα στενοχωρηθώ.
-Δεν πειράζει ,Κωστή μου.  Είδες τι πάθαμε τις προάλλες.
-Τούτη τη φορά θα είναι αλλιώς τα πράγματα, παρακαλούσε ο Κωστής.
     
Μια έτσι, μια αλλιώς, τα κατάφερε ο Κωστής και του΄ δωσε το γράμμα η μάνα του.  Στην αρχή ψυθιριστά και κατόπιν μεγαλοφώνως.
-  ...αποφάσισα να επιστρέψω για πάντα.
     
Εδώ το σταμάτησε απότομα η μάνα του.

-Είδες το ίδιο γράμμα σχεδόν.
-Το ξέρω μάνα .Τώρα μάθαμε το μάθημά μας.
    Και συνέχισε μεγαλοφώνως ο Κωστής.

-…στις δεκατέσσερις του μηνός.
     
Σ΄ αυτό το σημείο ο Κωστής έριξε μια γρήγορη ματιά στο γράμμα, το δίπλωσε προσεκτικά και το΄ βαλε στην τσέπη του.
-  Άντε τώρα να πας στη αλάνα, να παίξεις κι΄ εσύ λίγο με τ΄ άλλα παιδιά .

Ο Κωστής στην αρχή περπάτησε ίσαμε την πόρτα λίγο σκεφτικός κι΄ ύστερα έφυγε τρέχοντας.  Τούτο όμως το γράμμα φαίνεται πως το μισοπίστεψε γι΄ αυτό το΄ χε συνέχεια στην τσέπη του και δεν το αποχωριζόταν ποτέ του.  Κάθε λίγο και λιγάκι το κρυφοκοίταζε κι΄ ύστερα το ξανάβαζε στη θέση του.  Μάλιστα μετρούσε και τις μέρες π΄απόμειναν.  Το τραγουδάκι πούφτιαξε και το τραγουδούσε μ΄ εκείνη τη φάλτσα φωνή του έλεγε πολλά.
                                  "Θυμήθηκα στην ξενιτιά
                                    του χωριού μου την ιτιά
                                    σίγουρα θαρθώ μια μέρα
                                    κι΄αυτή θάναι η Δευτέρα
                                    στις δεκατέσσερις του μήνα
                                     καραβάκι μου καλό ξεκίνα "
     
Τ΄ άκουγε κι΄ κυρά –Λένα και μάτωνε η καρδιά της.  Κι΄ είναι να διαπορείς με της κυρά –Λένας την παντοχή μα και την άλλη σιωπή που ζωγραφεί τούτος ο καημός της.  Πλαστογραφεί θαρρείς την Άνοιξη για τον χειμώνα πού΄ ρχεται με μόνο θυμητάρι κείνο το ταξιδομάντηλο π΄ ανέμιζε κατ΄αντίκρυ στον πονέντε, στο μουράγιο με τις βαρκαδιές γιομάτες καημό.

Δεν άργησαν όμως να ρθούνε κι΄ οι δεκατέσσερις του μήνα.  Το φαγητό περισσό σήμερα.  Λες να το είχε ετοιμάσει γιατί ίσως λίγο να πίστεψε από τούτο το γράμμα;  Το σίγουρο είναι πως δεν έδειχνε και πολύ αδιάφορη.  Κατά βάθος γνώριζε πως θα ματάρθει από της ξενιτιάς τα στενορύμια.  Κάθε τόσο κοίταζε από το παράθυρο, όμως η αυλόπορτα εξακολουθούσε νά΄ ναι ερμητικά κλειστή.

-  Ημέρα τούτη γαληνεμό δεν έχει. Το νύχτωμα θα μας  βρεί και πάλι με τούτη την παντοχή, μονολόγησε η κυρά-Λένα.

Σαν άρχισε όμως παραύστερα να σουρουπώνει , σουρούπωσαν κι΄ οι καρδιές στο φτωχικό της κυρά-Λένας.  Έπαψε κι΄ο Κωστής το τραγούδημά του.
     
Κι΄όμως κτυπά κάποιος επίμονα την πόρτα στη σιγαλιά της νύκτας. Ο Κωστής κι΄ η κυρά –Λένα  αλληλοκοιτάκτηκαν .

–  Άσε Κωστή μου θα ανοίξω εγώ, είπε σχεδόν ψιθυριστά η κυρά –Λένα και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει την πόρτα.
     
Ποιος ήταν, τι έγινε ,το μαρτυρούσε του Κωστή το τραγούδημα όλο το βράδυ.  Κι΄ οι ιστορίες σωρό από τον πατέρα που ήρθε από την ξενιτιά.  Το γράμμα όμως εκείνο δε το πέταξε ποτέ.  Κι ο Κωστής συνέχισε κείνο το πρωτυτερινό τραγούδημά του πού΄γινε αντιπροίκι της επιστροφής. "Θυμήθηκα στην ξενιτιά…"

Δεν υπάρχουν σχόλια: