Pindos1.jpg (16 KB)ΤΟ ΤΑΜΑ

Σκούρο το χώμα και ογρό κι απάνω του χαλίκια
άσπρου σπασμένου μάρμαρου που γράφουν τ’ όνομα σου
κι ένας σταυρός που σάπισε παρέκει πεταμένος!...

Κρατώ στο χέρι θυμιατό σπασμένο κεραμίδι
που καίει πάνω του ο καημός λιβάνι μυρωδάτο
κι ως σου μιλώ  ένα λυγμός συνθλίβει τη καρδιά μου! 

Θωρείς με; Μήπως αγρικάς το βρούχο της καρδιάς μου;
Μπας και τα μύρα του Μαγιού είναι η ανασαιμιά σου
που φέρνει ανατρίχιασμα  και ρίγος στο κορμί μου;

Γύρω σιωπή και μοναξιά κι ίσκιοι από κυπαρίσσια
σέρνονται και ανατριχιάς στο θρόισμα που κάνουν,
στ’ ανέμου τ’ αχαμνό φιλί, τα μπλε σγουρά τους φύλλα!...
 
Κλείνω το γόνυ, προσκυνώ το μουχλιασμένο χώμα,
που μάλαξε το σώμα σου κι όσμισε τη δροσιά σου
τότες που σε αποθέσαμε μέσα του να κοιμάσαι

σκεπάζοντας σου το κορμί με χλαίνη ματωμένη 
οι τρεις σου φίλοι που οι δυο αλάργεψαν, μισέψαν,
αφήνοντας με μοναχό το τάμα μου να κάνω
                                                                
κάθε Μαγιού δέκα επτά, σε τούτο  δω το χώμα
της Πίνδου που βλασταίνουνε  αφάνες κι αγριάδες
ν’ αφήνω τριαντάφυλλο  κόκκινο του αιμάτου     
                                                    
 σαν   κείνο τ’ ανοιχτό βαθύ σημάδι της πληγής σου
 χνάρι,  που πάνω πάτησε ο χάρος που σε πήρε
πολέμου λάφυρο ακριβό για τη γλυκιά πατρίδα!...