Κάντε κλικ στο παλαιότερες αναρτήσεις για να δείτε όλα τα δημοσιευμένα ποιήματα του ποιητή.
Ο Γιώργος Νικολόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο Λονδίνο, ζει και εργάζεται στην Αθήνα, εκτός από τα καλοκαίρια που συνήθως βρίσκεται στη Γαύδο. Ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με την ποίηση, το διήγημα, το μυθιστόρημα, το παιδικό βιβλίο και σχετικά πρόσφατα, από το 2002, με το θέατρο. Μόλις στα τέλη του 2007 αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τη δουλειά του και οι «Γυάλινες βάρκες» αποτελούν την πρώτη ποιητική του συλλογή στην οποία περιλαμβάνονται ποιήματα γραμμένα τα τελευταία 30 χρόνια. Η συλλογή χωρίζεται σε πέντε ενότητες όπου επιχειρείται μια σχετική ομαδοποίηση των ποιημάτων του.
Ένα βιβλίο-διαδρομή ανάμεσα σε πόλεις (Βερολίνο, Βιέννη, Εκατερίνενμπουργκ, Λονδίνο), πρόσωπα υπαρκτά ή μη (ο Βολόντια, ο Γκρίσα, ο βασιλιάς Γκρισάρ ο Β’, ο βασιλιάς Κλο, ο ποιητής από τις «Μέρες του 1933»), εικόνες που γράφονται πάνω σε ήχους (τα παράθυρα τρίζουν), συναισθήματα (είμαστε σκιές στο σκοτάδι./ Ίσως γι’ αυτό φοβόμαστε το φως, μεταφορές (τώρα ταξιδεύεις πέρα από τη νύχτα/ πέρα από τις αναμνήσεις/ πέρα από τα όνειρα// πέρα από τα σύνορα, ή: και ο άνεμος που όλο γυρίζει και κλαίει), αντιθέσεις (Τίποτα δε χάνεται για πάντα./ Χάνεται για πάντα…, Μάχες κερδισμένες, μάχες χαμένες: η ιστορία γράφεται με αίμα), και συνεκδοχές που επιτείνουν την ποιητικότητα των στίχων του: Η πόλη που δεν κοιμάται/ Η νύχτα που ονειρεύτηκες.
Συχνές οι επαναλήψεις λέξεων, φράσεων, ήχων, εικόνων που πολλές φορές λειτουργούν φαινομενικά εις βάρος του ποίηματος: τα νερά της λίμνης αντιφεγγίζουν./ Τα νερά της λίμνης λαμπυρίζουν τη νύχτα./ Τα νερά της λίμνης καθρεφτίζουν αναμνήσεις…/ Τα νερά της λίμνης κλείνουν για πάντα…, ή: Είμαι ένα μαύρο άλογο (…)// Είμαι ένα νυσταγμένο λιοντάρι (…)// Είμαι μια γυναίκα που κοιμάται (…)// Είμαι η σκιά σου (…)// Είμαι το μάτι που τα βλέπει όλα(…)// Είμαι ο μαύρος καβαλάρης, ή: Διαδρομές πάνω στο χάρτη./ Διαδρομές μέσα στο χρόνο./ Αναζητώντας αυτούς που έφυγαν/ Αναζητώντας αυτούς που χάθηκαν./ Αναζητώντας τα χαμένα χρόνια…Μέσω όμως των συνειδητών αντιποιητικών και υπονομευτικών επαναλήψεων επιχειρείται να μεταφερθεί η ένταση, να απογυμνωθεί η τέχνη, αλλά και να αποφορτιστούν συναισθήματα, γιατί για τον Νικολόπουλο η ποίηση παραμένει αυστηρά προσωπική του υπόθεση. Ένα ύφος ειρωνικό, σαρκαστικό και ποιητικά αποδομητικό που αμφιταλαντεύεται μεταξύ τραγικού και παιγνιώδους, καυστικού και αμήχανου, σαφούς και απρόβλεπτου, όπου τα αυτονόητα αποκτούν τη δική τους μοναδικότητα και ποιητική υπόσταση. Κάνανε τη νύχτα μέρα./ Τα πολυβόλα./ Στο Εκατερίνενμπουργκ./ Στο αναθεματισμένο Εκατερίνενμπουργκ... (από το ποίημα «Άγνωστος στρατιώτης»), πρόκειται για την πόλη των Ουραλίων που ιδρύθηκε από τη μεγάλη Αικατερίνη και σηματοδοτήθηκε από τη δολοφονία του Τσάρου Νικόλαου και της οικογένειάς του μετά τη ρωσική επανάσταση. Και αλλού: Ο γερό-Δήμος πέθανε, ο γέρο-Δήμος πάει,/ δε θα ξαναπεινάσει πια και δε θα ξαναφάει. Ας διαβαστεί σε αντιστοιχία με την «Πίκρα του γυρισμού»: Ίσως η πίκρα/ Ίσως να ήταν η πίκρα/ Ίσως, πάλι, μόνο, η πίκρα.
Διαδρομές πάνω στο χάρτη.
Διαδρομές μέσα στο χρόνο.
Αναζητώντας αυτούς που έφυγαν.
Αναζητώντας αυτούς που χάθηκαν.
Αναζητώντας τα χαμένα χρόνια.
Τίποτα δε χάνεται για πάντα.
Χάνεται για πάντα…
Είμαστε σκιές στο σκοτάδι.
Ίσως γι’ αυτό φοβόμαστε το φως...
ΜΟΝΟΣ (Στην Πόλη Που Ποτέ Δεν Κοιμάται)
Φωνάζεις
μα η φωνή σου δεν ακούγεται
Ψάχνεις στον καθρέφτη
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει
Κλειστά μάτια, κλειστές φτερούγες, κλειστά παράθυρα, κλειστός ουρανός
Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται
Φωνάζεις, πάλι
μα η φωνή σου δεν ακούγεται
Ψάχνεις στον καθρέφτη
ένα πρόσωπο που να σου μοιάζει
ΕΙΣ ΤΟ ΟΡΟΣ ΑΡΑΡΑΤ ΕΚΑΘΗΣΑ...
Κάτω απ’ την πέτρα δε μπορούσα να σε θυμηθώ
πάνω απ’ την πέτρα μαγεμένος σε αντίκρυσα
μέσα στην πέτρα ήταν το βλέμμα μου θολό
έξω απ’ την πέτρα ήπια και ξεδίψασα.
Η πέτρα σ’ έφαγε, η πέτρα σε τυλίγει
μικρέ, καημένε, κοντοπίθαρε Γεδεών.
ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΠΙΚΟΥΣ
Ήχος της βροχής
Κάτω από τα φύλλα
Μπανανόφυλλα
Καρύδες πέφτουν
Φοβού τις μαϊμούδες
Δώρα φέρουσες
ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ
Ξαπλωμένοι στην άμμο, πλάι στο ποτάμι
Κάτω από τη γέφυρα
Τότε που έγινες γυναίκα
Η φεγγαρόλουστη νύχτα σου έκαιγε τα χείλη
Μακριά, ένας σκύλος αλυχτούσε
Το φεγγάρι λάμπει σαν ήλιος στον ουρανό
Κάτι περπατάει μέσα στις καλαμιές
ναι, η νύχτα μας αγγίζει
ναι, το ποτάμι μας ενώνει
Το φεγγάρι ψιθυρίζει:
«Δεν υπάρχει τέλος και αρχή
Όλα είναι ένας κύκλος
Όλα είναι μια γέφυρα
Μια γέφυρα ανάμεσα στον ουρανό και στη γη
Μια γέφυρα ανάμεσα στη νύχτα και τη μέρα
Μια γέφυρα ανάμεσά μας»
Μέχρι να τελειώσει η νύχτα...
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Σήκωνες το κεφάλι και κοίταγες την αστροσκέπαστη νύχτα
μεταξένια μαγική νύχτα, στολισμένη με μυριάδες λαμπυρισμούς
πυγολαμπίδες του ουρανού, στολίδια στο στερέωμα, μάτια του αιθέρα, κουκίδες μέσα στο σκοτάδι
και φώναζες: «ουράνια σκόνη, ουράνια λιβάδια, ουράνια πλάσματα, κάποια μέρα, κάποια μέρα κι’ εγώ θα σας συναντήσω
στον κόσμο των άστρων δεν υπάρχει σκοτάδι
οι σκιές καθρεφτίζονται μέσα στην κοσμική φλόγα
ένα μαγικό κάτοπτρο – συνειδησιακό τηλεσκόπιο – φωτεινό μονοπάτι – θα με φέρει κοντά σας»
όταν κάποια μέρα κατάλαβες ότι τα αστέρια σε κοιτάζουν
ανοίγουν τρύπες μέσα στη μνήμη σου
αστερόσκονη σε σκεπάζει σαν αόρατος μανδύας
ήθελα να φωνάξω «μείνε εδώ, σε θέλω, σε χρειάζομαι, τα αστέρια δεν σε χρειάζονται, τα αστέρια δεν σε χρειάζονται όπως εγώ!» αλλά δεν τόλμησα, όχι δεν τόλμησα
τώρα ταξιδεύεις πέρα από τη νύχτα
πέρα από τις αναμνήσεις
πέρα από τα όνειρα
πέρα από τα σύνορα
πέρα από τα τελευταία σύνορα
προσπαθείς να κατακτήσεις τον κόσμο των άστρων
ένα τόσο μακρινό ταξίδι
και εγώ εδώ να περιμένω, ποιος ξέρει τι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.