Έλαβα το νέο βιβλίο της Μαρίας Θεοφιλάκου Ανώνυμα. Ιδιαίτερη γραφή, με ευαισθησία, κοινωνικό προβληματισμό και μια διάθεση για ενδοσκόπηση, η ποίηση της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σε παρασέρνει στη διάθεση της για αλήθεια και όνειρο.
Δύσκολες ανατολές
Ανασαίνουμε νύχτα
ελεύθεροι, γιατί είναι μοναξιά
σε κάθε μας τυφλό βήμα,
τρεκλίζον
Κλείνουν τα θέατρα
Θεριεύουν οι σκιές
Οι αλήθειες αλαλάζουν στα βουνά
και πεινασμένες κατεβαίνουν προς την πόλη
Ανασαίνουμε νύχτα
Σφικτά ταμπουρωμένα σώματα
μα είμαστε πιο πάνω από τις σάρκες·
κείνες δεν είναι παρά μια αφορμή
Τα αγρίμια ας κοπιάσουν,
μας γνωρίζουν
Στα πόδια μας εμπρός
θε να κουρνιάσουν
Ελεύθεροι, γιατ’ είναι μοναξιά
από τη διαλεχτή
που αρνείται τις κρυψώνες
και σκίζει των αυλών τα δηλητηριασμένα ρόδα,
έτσι εισπνέουμε τη νύχτα
πηκτή στο λάρυγγα
στο χνώτο όμως ρημάδι
και βγάζουμε το πρώτο φως
Η Πόρτα
Με το πρώτο σκοτάδι που θα πέσει
θα ονειρευτώ μια πόρτα δίχως τοίχους
κι απ’ όπου θέλω εγώ θα την περάσω
ενώ ένα μάτι αγριεμένο θα κοιτάζει
Ξύλο γδαρμένο,
το χρώμα σε σημεία ξεφτισμένο,
θε να βαστά αυτή τους δρόμους όλους
και πίσω της κι εμπρός της
Καιρό άμα σηκώσει
πάνω της το κορμί μου θα γαντζώσω
τόσο που σα μαρμάρινο να μοιάζει
να μη γνωρίζω αν έφτασα ή αν αρχίζω
Με το πρώτο σκοτάδι που θα πέσει
και πριν οι τοίχοι να υψωθούν προλάβουν
θα ονειρευτώ μια πόρτα μες στο δρόμο
που αλλιώς θα 'πρεπε μόνη να αλλάξω
Σελήνη
Τις Κυριακές μου εδώ και το ταλάντεμα διστάζει
εμπρός στην παγερή μαχαίρα της σελήνης
Κόσμος με βήματα ελαφρά διαβαίνει,
μα είν’ ένα πέλαγο κουτσό, δίχως ακτή, που μένει
Να ’ναι το φως του απόβραδου
κάποιο σημείο ζοφερό που μ’ αποδοκιμάζει
Ή κάποια ωδή στην αμεροληψία του
για τα έργα μου, που διόλου δεν το μέλλουν
Νύχτες ασπρόμαυρες ζυγώνουν στα σκαλιά μου
Κι εγώ σαν τρίξει φονικά ο σύρτης
θα ξέρω πριν τις δω στο ημίφως
αδέρφια ότι είν’ των πλουμιστών φαιδρών
Πως ό,τι ήταν έρχεται και ό,τι είναι μισεύει
Όπως αργόσυρτα σημαίνουν οι καμπάνες
Στην χάση του έναστρου και των ανθρώπων
Στο γιόμα εδώ του ετερόφωτου
Μοιράστηκα μαζί σου μια σιωπή
που 'χε ακουμπήσει στα χείλη του γκρεμού
σ’ ένα άδροσο λίκνο
προτού να γεννηθούν οι λόγοι,
ούτε σωστά ούτε παράδοξα,
σα μια φυγή να μας περίμενε εκεί
Ξέχωρα και τους δυο,
χαμένους
Κι όμως μαζί
Εσύ δεν τρόμαξες εμπρός στ’ άγνωρο βλέμμα,
και δε φοβήθηκα βουβά να σε κοιτάξω
σα μια φυγή να μας περίμενε εκεί
πιο κάτω όπου βουλιάζανε τα στερεότυπά τους
λέξεις, αβρότητες
οι τόσες στριγκλιχτές μιλιές
που αρθρώνονται κι ορθώνεται
η μαύρη τρύπα της ψυχής
Εγώ κι εσύ σιωπήσαμε
όπως σηκώνει άγκυρες το πλοίο που σαλπάρει
όπως ψυχραίνονται οι ταξιδευτές
το χάραμα που αρχινούν το όργωμα των τόπων
Κατά πώς να 'ταν φυσικό ανάμεσά μας
Μοιράστηκα μαζί σου τη σιωπή
που 'χε περάσει από φεγγάρια ποθητά,
χείλια απόρθητα,
κι έφερνε γνώση κι ιστορίες μύριες,
μια υποψία συμβατού
και μια ντροπή των όσων κουβαλούσε
Κι όμως δεν έφυγε κανείς
Είναι που πήγαμε βουβοί προς τη φυγή μας,
εγώ κι εσύ,
και δεν καλύψαμε τα μάτια,
γι’ αυτό μπορώ και περπατώ γοργά τον κόσμο όλο,
μ’ ένα τριαντάφυλλο κλειστό,
με μια πατρίδα
Βικτώρια
Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι.
Μαρία Θεοφιλάκου (σύντομο βιογραφικό)
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983.
Σπούδασε Μάρκετινγκ και Επιχειρησιακή Έρευνα στην ΑΣΟΕΕ. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Οικονομική επιστήμη, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 2010 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δωδώνη η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο "ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.