ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΟΥ (ΨΑΞΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ)

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ποίηση Αντώνη Πυροβολάκη



Οδοφράγματα

Ύστερα  ήρθε μια  νύχτα  αγαπητικιά θανάτου.
Χρώματα   ξεχειλίσανε  οι  αορτές  στα καλαμάκια  των  κοκτέιλ,
μα  ο φόβος  έπαιρνε  έξω από  τα  επείγοντα τις  μαργαρίτες  και τους  γόους  αγκαζέ
και  με βρισιές  ξεφτίλιζε  τ’ αστέρια.

Εσύ  κοιμόσουν στις  σκιές  του κήπου   με  τις μέρες  τις  αρετής και  της  κακίας
έπλενες  τα πιάτα,  γυάλιζες  τα  ασημικά, βούρτσιζες  το  άλογο σου
και  χάριζες των  ματιών  σου τις  βροχές  στις γέννες  των  ουράνιων τόξων.

Έξω  απ’  το  παράθυρο κοίταζα  στο  αμπέλι με τους  κατακρεουργημένους  ουρανούς
 των σταφυλιών  τις  ρώγες να  ροδίζουνε  από ντροπή.
Μην  πας εκεί  που  ξεφυλλίζει τους  αιώνες  το ολόγιομο  φεγγάρι,  ψιθύριζαν οι  άνοιξες.
Εκεί  υπάρχει μόνο  το  θεριό  της τρέλας  κι  οι αμούστακοι  λυγμοί.
Ήταν  Διονυσιακό το  απομεσήμερο  στο νότο,
εφτά  απόπειρες λήθης  πριν,
με  των σωμάτων  την  κλαγγή
και  των ορυμαγδό  των  κόσμων πάνω   απ’ το αθώο  νερό,
που  είχε κλέψει  από συμπόνια  το αλάτι  από  τα δάκρυα,  θάλασσα  για να  ειπωθεί   απότον  πόνο.

Βρώμικο  ηλιόφως σ’  είπαμε  καλοκαίρι,
μα  ήσουν μόνο  ένα  άρρωστο απαύγασμα  μες  απ’ τις  γρίλιες  του χειμώνα,
ένας  σημαδεμένος άσσος  στα  μοιράσματα του  χάους.
Ύστερα  ήρθε μία  νύχτα  αγαπητικιά στιλέτων.

Κι  εμείς, αμνοί  και  λέοντες, αντάρτες  ενός  λυκόφωτος που  φθίνει,
ξεδιψασμένοι  από   τα   ύδατα των   καταφατικών  κελαρυσμών    στων ερωτηματικών  το  φρέαρ 
υψώσαμε  τα οδοφράγματα  μας,  της σοφίτας  τα  σπασμένα παιδικά  παιχνίδια  μας,
γδάραμε τα  τομάρια μας
και  τα πουλήσαμε  πανάκριβα  στα σκλαβοπάζαρα  του  κόσμου.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.