Τα θλιμμένα βράχια
Κατά τη
διάρκεια της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας έτυχε να βρεθώ αντιμέτωπος
πολλές φορές με το έγκλημα και τις παράξενες
εκδηλώσεις του. Αναρωτήθηκα επίσης, για τα έντονα συναισθήματα και τις
πράξεις, ορατές ή μη, και για τα θολά κίνητρα των ανθρώπων που εγκλημάτησαν.
Μια ιστορία, που διαδόθηκε μεταξύ των προσφύγων της Θεσσαλίας, μ’ έκανε να
βρεθώ στη Νότια Βουλγαρία το έτος 1951. Είχα αδιασάλευτη πεποίθηση πως αυτό που
ακούγονταν καθημερινά σαν μύθος, δεν ήταν παρά μια αληθινή ιστορία. Έτσι
βρέθηκα να παίρνω συνέντευξη από μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, προσπαθώντας να
ξεκαθαρίσω το τι πραγματικά συνέβηκε τότε.
«Ήταν χρόνια
παράξενα τα χρόνια εκείνα. Έλεγες πως είσαι μέσα στην Ελλάδα, μα ταυτόχρονα έξω
απ’ αυτή τη χώρα την ευλογημένη».
Μιλούσε με θέρμη
η χήρα Παναγιώτα κάθε φορά που κάποιος βρίσκονταν να ξύσει τις μεγάλες πληγές
της. Ανέβαινε την ανηφόρα σκυφτή από τα χρόνια που κουβαλούσε στη ράχη της·
εκατόν δέκα τέσσερα παρακαλώ, είχε γεννηθεί το 1837. Βασανισμένη απ’ τους
καημούς της, πήγαινε να πιει νερό στη βρύση της αυλής της, που ήταν χωμένη κάτω
από βαθύσκιωτα δέντρα. Η ερημιά της την ακολουθούσε μέχρι τα σκαλοπάτια του
σπιτιού της, την ακολουθούσε μέχρι την
κουζίνα του κατωγιού και ίσαμε το καθιστικό, εκεί όπου κάποτε κεντούσε ωραία
σχέδια. Κι ο Δημήτρης, ο άντρας της έπινε τον καφέ του, πάντοτε μετά το φαγητό,
να κάνει παρέα στην κυρά του. Μισοζαλισμένος απ’ τις φωνές των παιδιών που μόνο
σαματά ήξεραν να κάνουν και από γράμματα ίσα-ίσα κάτι κουτσουρεμένα ελληνικά,
μπερδεμένη δημοτική με καθαρεύουσα, με κάποιες λέξεις κωνσταντινουπολίτικες και
λίγα βουλγάρικα.
Η κυρά Παναγιώτα περνούσε ώρες ολόκληρες έξω, στα σκαλοπάτια του σπιτιού
της. Συχνά την έπιανε ο φόβος όταν τραβούσε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα της εισόδου.
Δεν τολμούσε ν’ αφήσει το βλέμμα της να περιηγηθεί πάνω στα έπιπλα, στα κάδρα,
στα κρεβάτια όπου κάποτε κοιμόντουσαν τα παιδιά της· μικρά αγγελούδια που
λαχταρούσαν τον παράδεισο, αλλά τα έπνιξε η οργή του Θεού και κυρίως το μίσος
των ανθρώπων. Δύσμοιρες υπάρξεις που σκορπίσανε τα νιάτα τους σε πολέμους.
Τέτοια άρρωστη και αχόρταγη μνήμη είχαν τα πράγματα του σπιτιού της που την
κύκλωναν, τις έσφιγγαν το λαιμό εκείνες οι παλιές θηλιές της οικογενειακής
ευτυχίας της. Μόλις ένιωθε την ανάσα του άντρα της, το κλάμα των παιδιών της το
έβαζε στα πόδια και έβγαινε έξω στην αυλή τρομαγμένη από τις στοιχειωμένες
σκέψεις τις. Το κουρασμένο βλέμμα της κοιτούσε αδιάφορα τους περαστικούς να
περνούν κάτω, στο δρόμο. Φυλούσε καλά κρυμμένα τα γκρίζα της μαλλιά μέσα σε μια
μαύρη, σκυθρωπή μαντίλα. Ο άνεμος ήταν ακόμη δροσιστικός κι έρχονταν πάντοτε
από τις πολιτείες του βορρά, την Οδησσό, την Κωστάντζα και τη Βάρνα, για να
ταράξει τα όμορφα παράλια της πατρίδας της.
«Αν ψάξεις σ’ ολόκληρο το χωριό, ζήτημα είναι αν θα βρεις τριάντα
Έλληνες» είπε η χήρα Παναγιώτα και συμπλήρωσε: «Ζουν στα σπίτια τους σαν
φαντάσματα, δυστυχισμένοι. Σκέφτονται πως εδώ ήταν η δική τους καρποφόρα γη, η
μυρωμένη και άγια που τη μάδησε το μίσος του πολέμου και του εθνικισμού».
Τα διηγούνταν με τόσο μεγάλο παράπονο που έτρεμε από τη συγκίνηση· τα
φυλλοκάρδια της χτυπούσαν ασταμάτητα. Ένιωθες όμως, πως θα ’ταν ένα σύντομο
ξέσπασμα, γιατί η γυναίκα φαίνονταν πως είχε ζυμώσει την ψυχή της με υπομονή,
πως μες στα ζαρωμένα χέρια της σκιρτούσε όλος ο παλιός κόσμος. Τα μάτια της
ήταν θολά, ποτισμένα με την ομίχλη της
καθημερινότητάς της και τα χείλια της ξεφλουδισμένα από την έλλειψη ανθρώπινης
ζεστασιάς.
«Μιχαλάκη μου, θα σου πω όλη την ιστορία, γιατί βλέπω πως είσαι έντιμο,
καλό παλικάρι και σέβεσαι τις ρίζες σου».
Παρατήρησα πως κρατούσε σταθερά το ποτήρι, χωρίς να τρέμει το χέρι της
την ώρα που έπινε νερό.
«Άιντε, στην υγειά σου παιδί μου και είθε να γυρίσεις στην πατρίδα σου
με το καλό!».
Σε λίγο ανέβηκε τρέχοντας στο ανώι του σπιτιού της και ήρθε κρατώντας
στα χέρια της μερικές φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ. Κάθισε πάλι δίπλα μου και
άρχισε να μου δείχνει πότε κάποιο χαμένο πρόσωπο, πότε κάποιο τοπίο και έλεγε:
«Να πως ήταν τότε και να πως είναι τώρα!». Το παρελθόν της μ’ αυτό τον τρόπο
ξαναζούσε κι ένιωθες ότι εκείνη έπαιρνε μια πρόσκαιρη ικανοποίηση. Ίσως δεν
μπορούσε να κρύψει και κάποια ματαιοδοξία που ο Θεός της έγραψε να ζει πάνω από
εκατό χρόνια. Σε αντιστάθμισμα, πίστευε, πως της δόθηκε ένα τεράστιο φορτίο·
βαρύς και ασήκωτος πόνος, πολλές λύπες και λιγοστές χαρές. Όποτε η γηραιά κυρία
γυρνούσε στις ρίζες του λαού της, ο πόνος λιγόστευε, και τότε αναθάρρηζε.
Σταμάτησε σε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία, μ’ έναν επιβλητικό τρούλο· την
εκκλησία της Παναγίας και αναστέναξε βαθιά, δάκρυσε μαυροφορούσα Παναγία η ίδια
που τα παιδιά της σκόρπισε ο χάρος σε τόσους πολέμους και πρόσφερε θυσία η
πατρίδα για χάρη της ελευθερίας.
«Θα σου προσφέρω λίγο μεζεδάκι. Στις περιοχές αυτές συνηθίζεται η
ασλανίνα**. Θα σου φέρω και κρασί παλιό. Είχαμε δικά μας αμπέλια και ήμασταν
νοικοκύρηδες, άνθρωποι με τα όλα μας. Τα καλλιεργούσαμε στην περιοχή του
Παλιόκαστρου».
Η γυναίκα πηγαινοέρχονταν ακούραστη. Είχε ξυπνήσει μέσα της ξαφνικά η
αφοσιωμένη μάνα, η μάνα που λαχταρούσε να φροντίσει τα παιδιά της και το χάδι
της τα προστάτευε, τα έθρεφε περισσότερο απ’ την ίδια την τροφή τους. Γι’ αυτή
φαίνονταν πως δεν ήμουν ξένος πια, δεν ήμουν ένας άγνωστος επισκέπτης που ήρθε
να πάρει κάποιες πληροφορίες, για να ολοκληρώσει μια έρευνα που αφορούσε ένα
παλιό, μυστηριώδη έγκλημα που διαπράχθηκε το 1900. Με το πέρασμα της ώρας
δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια οικειότητα και έλεγα στον εαυτό μου πως αυτή η
πληγωμένη μάνα έπρεπε να νιώσει ξανά χρήσιμη, πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό της.
«Άφησέ την Μιχάλη να αισθανθεί τα νιάτα της, τότε που το χωριό έσφυζε
από κίνηση και τα βλαστάρια της έτρεχαν όλη την ημέρα στις αλάνες και στους
δρόμους. Γυρνούσαν βρόμικα, με γδαρμένα πόδια, αλλά εκείνη ήταν πάντα κοντά
τους για να τα καθαρίσει, ν’ απολυμάνει την πληγή και να τα καθησυχάσει με το
συμπονετικό βλέμμα της και τα ενθαρρυντικά λόγια της».
Ήρθε όμως, η στιγμή να σταματήσει σε μια άλλη φωτογραφία. Νόμιζες πως
μέτραγε τα λόγια της, πριν σχολιάσει κάτι σχετικό, πριν της ξεφύγει κάτι που
ύστερα δε θα μπορούσε να διορθώσει. Το χέρι άρχισε να τρέμει τώρα και ύστερα
ακούστηκε μια φωνή που έβγαινε απ’ τα χείλια της τόσο σιγανή, σαν ψίθυρος: «Ο
άντρας μου» είπε. Τα κατσαρά του μαλλιά, το λεπτό μουστάκι και τα στρόγγυλα
μεγάλα γυαλιά έκαναν αντίθεση με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο και τις φαρδιές του
πλάτες. Ο ορθωμένος γιακάς και το παπιγιόν έδιναν την εικόνα ενός διανοούμενου.
Τον περιστοίχιζαν παρόμοιες φυσιογνωμίες, σε νεαρή ηλικία, που η κυρά-Παναγιώτα
εξήγησε πως ήταν οι τελειόφοιτοι της διδασκαλικής σχολής.
«Εκείνη την εποχή τελείωνε τις σπουδές του και είχαμε ήδη το Νίκο και
τον Περικλή. Αργότερα βέβαια, τα παιδιά έμειναν ορφανά απ’ την πλευρά του
πατέρα τους».
«Μα, πώς ακριβώς έγινε κυρά-Παναγιώτα;» τη ρώτησα.
«Ο Δημήτρης κάποια μέρα εξαφανίστηκε και τον ψάχναμε πολύ καιρό, δε
βρίσκαμε πουθενά τα ίχνη του. Ώσπου μια μέρα χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού ο
χωροφύλακας και ο παπάς και είπαν: «δόξα σοι ο Θεός, βρέθηκε τελικά ο άντρας
σου κυρά-Παναγιώτα στ’ ανοιχτά του λιμανιού, δεν είναι όμως… ζωντανός. Να γίνει
η κηδεία όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για ν’ αναπαυτεί η ψυχή του κακομοίρη».
Ένας ναύτης παρατήρησε απ’ το κατάστρωμα ενός καραβιού -μου είπαν- ένα
άγνωστο αντικείμενο να επιπλέει στη θάλασσα. Ήταν ένα επικίνδυνο σημείο, όπου
εκεί υπάρχουν πάρα πολλοί ύφαλοι. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους υφάλους έπρεπε να
περάσουν τα καράβια για να μπορέσουν να πλησιάσουν την ακτή. Όταν κατάλαβαν πως
ήταν άνθρωπος, κατέβασαν μια βάρκα και μάζεψαν το σώμα του κύριου Δημήτρη. Τα
κύματα τον είχαν οδηγήσει πάνω στα βράχια -συμπέραναν οι ειδικοί- γιατί είχε
πληγές στο σώμα του παντού. Όλοι πίστεψαν πως ο θάνατός του επήλθε από πνιγμό.
Άλλοι υποστηρίζανε πως ήταν αυτοκτονία που είχε σχεδιάσει να κάνει ο
δάσκαλος. Λέγανε πως έχασε τα μυαλά του από τότε που σκοτώθηκαν τα δυο παιδιά
του στην περίφημη εξέγερση του Ολύμπου το 1878, στις ακτές του Λιτοχώρου.
Μερικοί βασίστηκαν σε κάποιο γνωστό περιστατικό: Είχε έρθει μια έκτακτη
ειδοποίηση από το υπουργείο παιδείας να εγκαταλείψει ο άντρας μου τη θέση του
στο σχολείο, διότι με «την τελευταία κυβερνητική απόφαση παύει να υφίσταται σ’
ολόκληρη τη Βουλγαρική επικράτεια η διδασκαλεία της Ελληνικής γλώσσας και ως εκ
τούτου πρέπει να εγκαταλείψετε την Ανατολική Ρωμυλία λίαν συντόμως». Ο δάσκαλος
όμως δεν το έβαζε κάτω και απάντησε: «Δε θα παύσω να διδάσκω την ελληνική
γλώσσα, με την οποία ο Θεός με ευλόγησε να έχω ως μητρική γλώσσα, ακόμη και αν
μου κόψετε το κεφάλι!». Αυτή του η ευσυνειδησία και η μεγάλη του αγάπη για τη
μόρφωση των παιδιών ήταν το μεγαλύτερο φορτίο της οικογενειακής μας ζωής.
«Να ξέρετε, έλεγε στους μαθητές του, πως εγώ έδωσα στην πατρίδα τα δυο
παιδιά μου. Τα αφιέρωσα στο βωμό της θυσίας, της αρετής και των ιδανικών».
Τους περιέγραφε αναλυτικά το χρυσό αιώνα του Περικλή, τα κατορθώματα του
Μέγα Αλέξανδρου, αλλά και τα μαρτύρια των αγίων της εκκλησίας μας, οι οποίοι
έμεναν αμετακίνητοι στην πίστη τους μπροστά στους αρνητές της. Τελικά ήρθε ο
Γενικός Επιθεωρητής μαζί με το Νομάρχη και τον τράβηξαν με το ζόρι μακριά απ’
τις σχολικές αίθουσες. Έκλαιγε, ήταν ένα ερείπιο ψυχής που αναγκάζονταν ν’
αφήσει τις αγαπημένες του έδρες και τα θρανία λόγω της μανίας των εθνικιστών.
Όταν άρχισαν οι διώξεις των Ελλήνων μάζεψε όσα παιδιά είχαν τη φλόγα της
μάθησης και τα δίδασκε μυστικά στην αποθήκη του σπιτιού μας».
Ξαφνικά η κυρά-Παναγιώτα άρχισε να νιώθει ανυπόφορη οργή· το βλέμμα της
αγρίεψε και έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές. Συνέχισε το μονόλογο της:
«Ορισμένες φορές, παρά τη θέλησή μας ένα σκοτεινό πέπλο τυλίγει τον άνθρωπο,
τρυπώνει μες στην ψυχή του, μολύνει το μυαλό του και άγρια ένστικτα βγαίνουν
στην επιφάνεια. Τότε το μίσος καταπίνει σαν θηρίο ό,τι βρει μπροστά του. Όλοι
πίστευαν πως ήμουν μια γυναίκα καταδεχτική και ήσυχη, η οποία συμπονούσε τον
άντρα της και τον είχε στο πλευρό της πάντοτε ευτυχισμένη. Δεν ήμουν ποτέ έτσι
όπως έλεγαν· ήταν ένας μύθος με τον οποίο με περιέβαλλε η μικρή μας κοινωνία».
Η ηλικιωμένη
γυναίκα σε μια στιγμή έσπρωξε τις πόρτες της ψυχής της τόσο απρόσμενα, με
πρωτόγνωρο θάρρος. Πάφλαζαν τα συναισθήματά της σαν τα βίαια κύματα και δεν
μπορούσε να κρατήσει πια ένα μεγάλο μυστικό. Ζητούσε διέξοδο, ν’ ανοιχτεί μακριά απ’ τον κρυφό της πόνο, να εξομολογηθεί
τις αμαρτίες της σε κάποιον άλλον και φώναξε: «Ο βράχος, ο βράχος». Αναρωτήθηκα
για ποιον συγκεκριμένα βράχο μιλούσε, μιας και όλες οι παραλίες του χωριού ήταν
βραχώδεις. Εκείνη συνέχισε και οι ρυτίδες της έμοιαζαν στο πρόσωπό της σαν τις
μεγάλες ριγωτές δίπλες της θάλασσας.
«Ήμουν κακιά γυναίκα, παιδί μου. Πολύ κακιά. Ποτέ δε μου αρκούσε κάτι.
Ήθελα κάτι παραπάνω ακόμη και γκρίνιαζα συνεχώς. Έτσι θα συμπεράνεις πως ο
άντρας μου μια ανήσυχη, αγριεμένη νύχτα δεν άντεξε και πήγε να πηδήξει από εκεί
για ν’ απαλλαχτεί από τη βασανιστική παρουσία μου. Μπορείς να πεις πως τον
γκρέμισε από ψηλά ένας από τους παθιασμένους Βούλγαρους εθνικιστές που
εχθρεύονταν τα όνειρα και την πρόοδο του Ελληνισμού. Ούτε ο πόνος των χαμένων
παιδιών του ήταν τόσο βαθύς ώστε να θέσει τέρμα στη ζωή του, γιατί πίστευε πως
ήταν ήρωες και περηφανεύονταν γι’ αυτό ακριβώς. Μα δεν ήταν κανείς και τίποτα
απ’ όλα αυτά που ανέφερα πιο πριν».
«Ποιο χέρι τον έσπρωξε απ’ το βράχο κυρά-Παναγιώτα; Ποιος ήταν ο φονιάς
του άντρα σας;» είπα ασυναίσθητα, με αγωνία.
Εκείνη δεν απάντησε απευθείας στην ερώτηση και συνέχισε τη διήγηση:
«Η υπόθεση απασχόλησε για μερικά χρόνια το χωριό και ήταν καθημερινό
θέμα στις συζητήσεις στα σπίτια και στα καφενεία, χωρίς να μπορεί να δοθεί το
παραμικρό φως στη σκοτεινή αυτή ιστορία. Μόνο εικασίες υπήρξαν για ορισμένα
άτομα που κάποτε είχαν καβγαδίσει μαζί του. Έτσι κατέληξαν πως «ο μορφωμένος
και καλοσυνάτος δάσκαλος, που αγαπούσε τους μαθητές του σαν τα ίδια τα παιδιά
του, επέλεξε συνειδητά να απολέσει τη ζωή του, αν και ήταν πολύ ένθεος». Όλοι
τότε ησύχασαν και ξέχασαν το δάσκαλο. Ήρθαν και οι φλόγες σαν τους δράκοντες να
μας πνίξουν και έγιναν στάχτη τα σχολεία και τα σπίτια μας. Ήμουν τυχερή που το
σπίτι μας ήταν απ’ τα λίγα που σώθηκαν μέσα στο γενικό χαλασμό.
Το κακό, που εδώ και μισό αιώνα με κυνηγάει αλύπητα, έγινε τη μέρα του
δεκαπενταύγουστου. Οι καμπάνες της Παναγιάς χτυπούσαν ασταμάτητα. Το μίσος
βάθαινε μες στην ψυχή μου ολοένα και περισσότερο. Έβγαζε ρίζες σ’ όλο μου το
κορμί και πονούσα αφόρητα. Ψήλωνε το δέντρο της δυστυχίας μου και έβγαζε
δηλητηριώδεις καρπούς: το ψέμα και την υποκρισία. Συναισθήματα συγκρούονταν
μεταξύ τους και ήθελαν το ένα να καταπιεί το άλλο. Πήγαινα να τρελαθώ. Έβλεπα
τη στιγμή της γέννας, εκείνη την ιερή στιγμή που έφερνα στον κόσμο τα παιδιά
μου και ένιωθα την απόλυτη ευτυχία. Πως ήμουν και πως κατάντησα! Η στοργική
μάνα έβλεπε να μεγαλώνουν εκείνα με ασφάλεια, χωρίς να τα λείπει τίποτα. Ήμουν
συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι τους και τους έδινα ελπίδα, δύναμη και υπομονή. Στο
κλάμα τους έβρισκα πάντα την κατάλληλη φράση. Ηρεμούσαν και με κοιτούσαν βαθιά
στα μάτια, λες και μέσα εκεί ήταν κλεισμένος όλος ο κόσμος τους. Κι εκείνος ο
δήθεν ευαίσθητος, ο εκλεπτυσμένος άνθρωπος που δεν κοιλοπόνεσε ποτέ του για να
τα φέρει στον κόσμο, τα έστειλε κοτζάμ παλικάρια στον πόλεμο, μέσα στο
ανοιγμένο στόμα του λύκου! Πώς να χαρεί η μάνα από τότε, στερημένη απ’ τη
συντροφιά των παιδιών της; Πόσο μπορεί
ν’ αντισταθεί στη θλίψη, όταν το βλέμμα της καίγεται πάνω στο ανυπεράσπιστο και
αθώο βλέμμα των παιδιών της; Μια σφαίρα καρφωμένη στο στήθος ή στο κεφάλι και η
ματωμένη χλαίνη, ήταν ο μόνιμος καθημερινός εφιάλτης… Η ανάσα σβήνει και κλέβει
τη ζωή από τα νιάτα και το πένθιμο τραγούδι ακούγεται στον ουρανό. Ίσως να
πρόλαβαν να ψιθυρίσουν τη λέξη: «μάνα», να φωνάξουν δυνατά: «Γιατί;», με
παράπονο. Γιατί εσύ που μου έδωσες ζωή, εσύ που με γέννησες, δεν μπόρεσες να με
κρατήσεις δίπλα σου, μόνο φρόντισες να με στείλεις στον πόλεμο, μ’ ένα ντουφέκι στον
ώμο; Για την πατρίδα έλεγες κι εσύ και ο πατέρας. Για την πατρίδα αξίζει να
χάνεις τη ζωή σου! Τελικά έμεινες μόνη σου μέσα στους έρημους τοίχους και τα
ταβάνια κι όταν ακούς κάποιον περαστικό να μιλάει στο δρόμο, τότε σου φαίνεται
πως αναγνωρίζεις τη φωνή του Νίκου και του Περικλή, που δήθεν σώθηκαν και
γύρισαν πάλι σε σένα. Ξέρεις πολύ καλά πως έχουν πεθάνει· αυτή είναι η μοναδική
αλήθεια.
Ζούσα μες στις αυταπάτες, με τη φαντασία μου, αλλά η ελπίδα κάποτε
έσβησε. Και τότε ανάσαινα μες στις στοιχειωμένες μνήμες. Έστρωνα το κρεβάτι των
παιδιών λες και επρόκειτο να γυρίσουν από το σχολείο τους, να ξαπλώσουν και να
ξεκουραστούν. Έπλενα τα ρούχα τους και τ’ άπλωνα στον ήλιο να στεγνώσουν.
Μαγείρευα για τέσσερα άτομα, όπως παλιά, και έστρωνα το τραπέζι μ’ όλα τα καλά
σερβίτσια των γιορτών. Τις νύχτες στριφογυρνούσα κι ο ύπνος ερχόταν τόσο
σπάνια, αλλά και αν έρχονταν κάποιες φορές, ήταν μολυσμένος απ’ τα πάθη μου, που
γεννούσαν περισσότερα ακόμη πάθη· τεράστιες λερναίες ύδρες. Γυρνούσα προς το
μέρος του άντρα μου και παρατηρούσα το πρόσωπό του, τη φιλήσυχη φυσιογνωμία
του. Αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν να κοιμάται έτσι απαθέστατα, ενώ έστειλε
και τα δύο παιδιά του στον πόλεμο, στον ίδιο το θάνατο. Ήταν δήμιος χωρίς να το
γνωρίζει! Και ικανοποιούνταν με τις δικαιολογίες πως η πατρίδα αναγνωρίζει
τέτοιες θυσίες. Εκείνος δεν κατάφερε τίποτα με τη θυσία των παιδιών μας. Η
Ανατολική Ρωμυλία χάθηκε αργότερα και η μάνα ταλαιπωρούνταν από μία μνήμη
σαρκοβόρα, δεν έβρισκε γαλήνη πουθενά.
Μου έρχονταν πολλές φορές μέσα απ’ το βουητό του μίσους μου για εκείνον,
να ορμίσω πάνω του μ’ όλη μου τη δύναμη, τυλίγοντας θανάσιμα τα χέρια μου γύρω
απ’ το λαιμό του. Ή σκεφτόμουν να πιέσω το μαξιλάρι μου πάνω στο πρόσωπό του
μέχρι να του κοπεί η ανάσα ή να πιάσω γερά ένα τσαπί και να του ανοίξω το
κεφάλι στη μέση και να γελάω ευτυχισμένη, πνιγμένη στο αίμα του. Τα πράγματα
όμως ήταν πολύ απλά, περισσότερο απλά απ’ ότι πίστευα. Κάθε Κυριακή, αργά το
απόγευμα συνήθιζε να πηγαίνει στην παραλία του Παλιού Λουτρού, να κάθεται ψηλά
πάνω σ’ ένα βράχο και να θαυμάζει το ηλιοβασίλεμα, παρατηρώντας τα άγρια κύματα
να γλύφουν χαμηλά την επιφάνεια των «θλιμμένων βράχων». Ήταν θλιμμένα τα
βράχια, απ’ όπου εκεί πάνω πολλοί θυσίασαν τη ζωή τους για χάρη ενός έρωτα που
δεν έβρισκε ανταπόκριση ή μιας ζωής αφόρητης χωρίς το λαμπερό ήλιο της ελπίδας.
Δεν ήταν δύσκολο να κρυφτώ σε κάποιο κοντινό σημείο και να βρω την κατάλληλη
στιγμή να ορμίσω σ’ εκείνη την ερημιά και να τον σπρώξω ύπουλα πίσω από την
πλάτη του. Τον έβλεπα που έπεφτε με ορμή προς τα κάτω, σαν ένα φύλλο που ο
αέρας οδηγούσε στο κενό. Έκανε να σηκώσει τα μάτια του, έστω μια μικρή κίνηση
του κεφαλιού, αλλά το μετάνιωσε. Μάλλον δεν ήθελε να δει το χέρι αυτού που τον
έσπρωξε στο θάνατο, γιατί είχε καταλάβει από καιρό τι δυστυχία είχε σπείρει
γύρω μου. Ίσως, γιατί εκείνο που μετρούσε τα τελευταία κρίσιμα δευτερόλεπτα
ήταν να δει το γαλανό τοπίο, τα ριγωτά κύματα και τα διερχόμενα καράβια του
Εύξεινου Πόντου και ν’ αποτυπώσει αυτή την ασύγκριτη ομορφιά του τόπου του».
Η κυρά-Παναγιώτα, αφού σταμάτησε να μιλάει, ξέσπασε σε βροντερά κλάματα.
Είχε ξεχειλίσει το ποτάμι της ψυχής της και την έπνιγε. Την ωθούσε σε μια
αληθινή εξομολόγηση σε μένα, τον ξένο, που δεν περίμενα ν’ ακούσω τόσο τρομερές
και φοβερές διηγήσεις. Καθόταν εδώ, σ’ αυτά τα σκαλοπάτια, γκρεμισμένη απ’ την
απόγνωση, ντροπιασμένη, χωρίς να σηκώνει τα μάτια της να με κοιτάξει. Μέγαιρα
και φόνισσα έκρυβε το κρίμα της περίπου μισό αιώνα. Μέσα απ’ την ψυχή της
ξεπηδούσε το μοχθηρό θηρίο της εκδίκησης. Η κακούργα είχε σκοτώσει τον άντρα της! Είχε εξαφανιστεί πια η
φυσιογνωμία της συμπαθητικής και υπομονετικής μάνας, που καρδιοχτυπάει για τα
παιδιά και τον άντρα της. Με διαφορετικά συναισθήματα, άρχισα να οπισθοχωρώ
τρομαγμένος κι εκεί μπροστά, στα σκαλοπάτια του σπιτιού της έχασα το θάρρος μου
και αναρωτήθηκα:
«Τι μπορούν να κρύβουν άραγε οι άνθρωποι μες στην ψυχή τους;».
Πριν από την εξομολόγηση δε θα μπορούσες να υποπτευθείς κάτι τέτοιο για
τη μαυροφορεμένη γυναίκα. Πολύ δύσκολο να ξεδιαλύνεις το μίτο των συναισθημάτων
της. Σκεφτόσουν και δεν ήξερες αν πρέπει να τη σιχαθείς ή να τη λυπηθείς. Πώς
ήταν δυνατόν να συγκρατεί τα δάκρυά της τις νύχτες που ησύχαζε όλο το χωριό;
Πώς και δεν έφταναν οι εναγώνιες κραυγές της μέχρι το μοναστήρι του Αγίου
Γεωργίου; Ήταν εξαιρετικά απίθανο να συμπεριφερθεί παρόμοια με την
κυρά-Παναγιώτα μια Ελληνίδα μάνα, που είχε συνηθίσει να οπλίζεται συνεχώς με
αντοχή και αυταπάρνηση, σαν τη Σπαρτιάτισσα που έστελνε περήφανη το γιο της στη
μάχη και θεωρούσε τιμή της εκείνος να πεθάνει για κάποιο ανώτερο σκοπό. Όμως,
πήρα το κουράγιο και της κράτησα το χέρι, της σκούπισα το ιδρωμένο μέτωπο,
ξεφεύγοντας από τις ανώφελες σκέψεις μου. Μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλια της
ακούστηκε ένας ψίθυρος σαν το σφύριγμα του ανέμου, σαν φλοίσβος που έγλειφε τα
«θλιμμένα βράχια»:
«Τον αγαπούσα μ’ όλη μου την καρδιά!».
Τότε χτύπησε η καμπάνα της Παναγιάς· αυτής της μεγαλόπρεπης εκκλησίας
που είχε καταστραφεί στο παρελθόν και είχαν ανατινάξει τον τρούλο της οι
Βούλγαροι. Τον διέκρινα καθαρά, χαρμόσυνος, ασταμάτητος γέμιζε την ατμόσφαιρα
με ήχους αλλοτινούς. Η κυρά-Παναγιώτα χαμογέλασε, ξαλαφρωμένη απ’ το έγκλημα
που ομολόγησε, φώναξε: «Σαν τότε, σαν πάντα…».
** Το λαρδί, το παστό ή καπνιστό χοιρινό λίπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.