‘’Τι δουλειά κάνεις ;’’
‘’Πουλάω.......παίρνω τα ΚΤΕΛ και μια βαλίτσα
πάντα υπάρχει κάποιο ανοιχτό ξενοδοχείο
μένω, μετά μαζεύω παραγγελίες
φεύγω’’
Σ΄ένα καταπράσινο δάσος
υπήρχε μια όμορφη αλεπού,
πολυ μικρή για μεζές
πολύ-πολύ μικρή για να μη
χορταίνει
εύκολα.
Όταν ξέμενε
επιτάχυνε το βήμα
έφτανε στις παρυφές της πόλης
όρμαγε στα σκουπίδια
επέστρεφε.
‘’Όλοι θέλουν
ένα τηλέφωνο, μια διεύθυνση
υποψήφιων νεκρών.
Άλλοι για όργανα,
άλλοι για καμιά γρήγορη αρπαχτή στη διαθήκη
άλλοι-οι πιο πολλοί
να ξελαμπικάρουν:
μια ζητούμενη
ευθανασία
ένας φόνος χωρίς άλλοθι
κόστος
φλυαρίες’’
Η αλεπού δεν είναι πονηρό ζώο
Θα την έλεγες
Ευπροσάρμοστη
Ολιγαρκή
Κυρίως χωρίς φαντασία
και όνειρα
γι΄αυτό και η ουρά της φουντωτή
εντυπωσιακή
περισσότερο από ολόκληρο το ζώο
σα να λέει
‘’από μένα θυμηθείτε
μόνο τη φυγή μου’’
ΑΙΩΝΑΣ
Ακέφαλα κορίτσια
εσυ χωρις φίλους
λάθος απαντήσεις
κύκλοι παντού.
Τηρουμένων των αναλογιών
ονoμάστε
το
Πρώτη
Μοναδική
Παρουσία
ΠΑΖΛ
Στη λεωφόρο σταυρώνουν ένα αγόρι,
μπροστά στη μάνα του
Κατέβηκαν και πήραν
τα εργαλεία απ΄ τη καρότσα.
Το δέντρο πνιγμένο
στο απέραντο μπετόν,
τα πλακάκια ιδρωμένα.
Κατέβασαν τσεκούρι
μιαν αξίνα, φτυάρι, το ψαλίδι του κουρέματος.
Πρώτα βέβαια του πήραν αίμα
-Επιβεβαίωση.
‘’Πονάω’’ φώναζε το αφτί
το χέρι ψιλοχάιδευε το πεζοδρόμιο χωρίς τα δάχτυλα
‘’καθήκια’’ είπε το δόντι,
‘’όχι μπροστά της’’ , αυτό, από το δεξί του μάτι.
Τα γένια προσπαθούσαν
να παρηγορήσουν τη γριά,
αλλά εκείνη δεν έβλεπε
τίποτε.
Ούτε μάλλον ήταν εκεί.
Είχε πάει
ντάλα μεσημέρι
κατ΄ ευθείαν στο μνήμα του.
Τα δοκάρια
Η βασιλεία
είναι του παιδιού......
Όμορφο να ζεις ανάμεσά τους
μέσα στη σοφία τους
με τις εκπλήξεις τους.
‘’Τυχαιότητα’’
Με τον όγκο που δίνουν
στην επιβίωσή μας.
Κι αν έρθουν και άλλες
απόλυτες απογοητεύσεις,
ένας άστεγος
κι ένας με πρισμένη κοιλιά
θα βγάλουν τη γλώσσα
στις εμπειρίες,
θα χλευάσουν τις παροιμίες,
μέσα στο λόφο της κοπριάς
θα βαφτούν και θα φλερτάρουν.
Σκέτα
ΕΨΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΕ ΕΙΔΑ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Φωνή και ούτι
Αμαν !
Βγήκε κι αυτή η ανάσα...
μνήμες την έπνιγαν
πείσματα τη σπρώχναν,
ουλές την ομορφαίναν.
Έρωτες πόνου,
κρυφοί σαν
την ελπίδα
άγριοι
όπως κάθε σαρκοφάγου,
που συνήθως
πεινά.
Αμαν !
Κι απ΄εδώ και κάτω
δάκρυα βγαίνουν
Χασούρες
λάθη
γλύκα υγρή,
γι΄αυτό
‘’κοίτα με
κι από τη μέση
και χάμω’’
Τσιφτετέλι,
επιτάφειος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.