Ουράνια τόξα σ΄ έρημα δωμάτια, χρόνια πολύχρωμα κραγιόνια,
κι εγώ ο γητευτής μίας χαμένης γλώσσας, ο ουραγός μιας άηχης κραυγής
μίας άδετης με τις φωνητικές χορδές μου ικεσίας προς τις οιμωγές του χάους.
Σα χοηφόρος νικημένος Αρταξέρξης, σαν ένας ρίψασπις θεός
χάρισα τα κλειδιά της βασιλείας στα χαλάζια και σκαρφάλωσα στις φεγγαράδες.
Και ζω από τότε έρωτες πισθάγκωνα δεμένους με τις ουρές από τα πεφταστέρια.
Με παραλογισμούς, υποτελείς μιας χωμάτινης κοπέλας που τη λένε μοναξιά.
Μ' ερειπωμένα μπλουζ , υπόκωφα φαντάσματα μιας συγχορδίας από μία πεθαμένη μπάντα.
Με τις προκάτ μου εξεγέρσεις,
φευγιά , με ρημαγμένες σκέψεις και ριπές χελιδονιών.
Με το κλεμμένο αστραφτερό τοπάζι της χαράς, που αιχμαλωτίζει ηλιαχτίδες
στις ακρογιαλιές του παραδείσου.
Συμβόλαιο μ' ένα φονιά είναι η γλύκα του φωτός τα δειλινά.
Το ξέρω πως ορμήνεψες τη νύχτα να επικηρύξει με μια λήθη τα γραφτά μου.
Άρον άρον σταυρώνομαι
και ο Πιλάτος μοναχός, ακόμα περιμένει με μετέωρα βρεγμένα χέρια,
το χνουδάτο αγιάζι του Νοέμβρη.
Μια Μελισσάνθη ψάχνει στα συρτάρια, του χειμώνα τα φιλιά.
Μα βρίσκει μόνο λέξεις, πάνω σε χαρτιά και σε φτερά χλωροφορμισμένων πεταλούδων,
που εκλιπαρούν
τις τρίλιες των μικρών παιδιών για να τις απαγγείλουν.
Ο θάνατος μου μ' έχει ξεγραμμένο,
καθώς πονάει από τα ραμφίσματα των προσευχών,
τις αγναντεύω σαν αγριοπούλια να φτεροκοπούν στο πουθενά.
Ήταν ξέρεις κι εκείνο το κορίτσι, τ' όνειρο μίας ζωής ξενυχτισμένης
Με τις ραγισματιές των αστραπών στην πορσελάνη της νυχτιάς, επισυνάπτω.
Σιωπές που περιμένουν στις καταπακτές κλειστών στομάτων να πεθάνουν.
Σκοτάδια κεντημένα μ' ηλιοφώτιστες κλωστές.
Κι όμως ράγιζε τις καρδιές, να το θυμάσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.