Κείνη την «παραπανήσια αγάπη»
- Αυτό το παιδί αλλιώτικο έγινε Στάθη.
- Να φεύγει μόλις αρχινίσουν οι διαφημίσεις στα παιδικά προγράμματα;
- Μα γιατί να φεύγει;
- Είναι ν’ απορείς Δέσπω.
- Μονάχα παιχνίδια διαφημίζουν, τίποτα άλλο.
- Ακριβώς.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Να, που μονάχα παιχνίδια διαφημίζουν.
- Δεν σε καταλαβαίνω Στάθη.
- Περίεργο μου φαίνεται Δέσπω, για τούτο συλλογιέμαι…
- Δηλαδή;
- Μήπως η ευαίσθητη ψυχή του άλλα συλλογίστηκε;
- Τι;
- Να, ξέρω; Λες αιτία νά’ναι τα φτωχοπαίδια που τόσες φορές αναρωτήθηκε γιατί να διαφημίζουν τόσα παιχνίδια; «Δεν λυπούνται τα φτωχοπαίδια έλεγε και ξανάλεγε».
- Λες; Δεν αποκλείεται.
Μπήκε ο γυιός τους ο Πετράκης εκείνη την ώρα κι αλλάξαν κουβέντα. Ο γυιός τους ο Πετράκης, είναι παιδί αλλιώτικο και μ’ ευαίσθητη καρδιά. Τό’χε καημό να μπορούσε να μοιραστεί έστω και λίγα παιχνίδια με τα φτωχοπαίδια της γειτονιάς. Έλα όμως που η μάνα του η κυρά Δέσπω, πού’μαθε «παραπανήσια» να τον αγαπά, μετρούσε κι αναμετρούσε τα πάμπολλα παιχνίδια στην κασέλα του Πετράκη, μήπως τούτος ο «θησαυρός», όχι της κυρά Δέσπως, μα της γειτονιάς ο «θησαυρός», δώσει κανένα ακριβό παιχνίδι, στα τόσα της γειτονιάς φτωχοπαίδια. Κι αυτό το «παραπανήσια» την αγάπη πού’παμε για την κυρά Δέσπω, μην κανείς θαρρήσει την περίσσια αγάπη, μα την παραπανήσια της καρδιάς τη φτώχια, που αιτία γίνηκε, μητριά να γενεί για της γειτονιάς τα φτωχοπαίδια. Κι ο Πετράκης τούτο το καλοήξερε, κάθε που κρυφοκοιτάζοντας έβλεπε λυπημένος τη μητέρα του ν’ αναμετρά τα πάμπολλα του παιχνίδια. Σιγά σιγά με τούτες τις διαφημίσεις διόλου τηλεόραση δεν έβλεπε.
«Αχ αυτό το παιδί, τι να κάνεις μ’αυτό το παιδί». Κι η κυρά Δέσπω, μέρες τώρα έβλεπε τον Πετράκη να στρογγυλοκάθεται και ν’ ακούει ιστορίες από τον παππού τον Μέμνωνα. Αχόρταγα άκουε και παραύστερα αδιάκοπα ρωτούσε. «Τι να λέει τόσες ώρες με τον παππού τον Μέμνωνα;» αναρωτιόταν κι η κυρά Δέσπω. Σε καμιά δυο βδομάδες, ο Πετράκης αναζητούσε στην αποθήκη του παππού διάφορα, ξύλα, καρφάκια κουτάκια μικρά και πώματα από αναψυκτικά.
- Μα τι μαστορεύεις εκεί Πετράκη;
- Κάτι φτιάχνω μαμά.
Κι όταν τέλειωνε το διάβασμα αρχινούσε τα μαστορέματα. «Μα καλά δεν θα τελειώσει τίποτα αυτό το παιδί;» αναρωτιόταν η κυρά Δέσπω. Που νά’ξερε όμως η κυρα Δέσπω, ότι ο Πετράκης έφτιαχνε διάφορα παιχνίδια από ξύλο, σβούρες, αυτοκινητάκια, εκσκαφείς, φορτηγάκια και τά’κρυβε στου παππού τη μικρή αποθήκη. «Αυτό το παιδί ολοένα μαστορεύει και τίποτα δεν φτιάχνει» έλεγε και ξανάλεγε η κυρά Δέσπω.
Όπου νά’ναι, έρχονται Χριστούγεννα σε δυο μέρες κι η κυρά Δέσπω με τη αγάπη την «παραπανήσια», τα καλύτερα παιχνίδια θέλει ν’ αγοράσει στον κανακάρη της. Κι ανήμερα των Χριστουγέννων ο Πετράκης, βρήκε σιμά στο κρεββάτι του σαν ξύπνησε παιχνίδια διάφορα. Από ευγένεια τ’ άνοιξε, σαν βγήκε από την εκκλησία κι ύστερα χώθηκε στη αποθήκη του παππού.
- Πετράκη μην αργήσεις, θα φάμε σε λίγο, ακούστηκε η φωνή της κυρά Δέσπως.
Τ’ απόγευμα επιτέλους έμαθε η κυρά Δέσπω κι ο Στάθης, τι μαστόρευε ο κανακάρης τους, σαν είδαν τον γυιό τους να παίζει με της γειτονιάς τα φτωχοπαίδια με τα τόσα ξύλινα παιχνίδια, τα μαστορέματά του. Για τα μικρότερα παιδιά που μαζεύτηκαν στου παππού τον αυλόγυρο είχε φτιάξει αλογάκια και βόδια με μικρές κολοκύθες. «Αχ αυτό το παιδί» αναστέναξε η κυρά Δέσπω με την «παραπανήσια» αγάπη, κρυφοκοιτάζοντας από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ναι σίγουρα η κυρά Δέσπω, ξέχασε να κεράσει τα φτωχοπαίδια, από τα τόσα σοκολατάκια πού’χε στη μεγάλη πιατέλλα στο σαλόνι, δεν ξέχασε όμως να μοιράσει τα πάμπολλα παιχνίδια του Πετράκη στης γειτονιάς τα φτωχοπαίδια. Και γίνηκε κείνο των Χριστουγέννων τ’ αποδείλινο, στόρημα αλλιώτικο για την αγάπη την περίσσια πού’ναι της καρδιάς η αρχοντιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.