Ο Ρωμαίος αιμορραγεί
Σε ρημαγμένες αετοφωλιές, σε ανθρώπινες καρδιές σπασμένες,
κουρνιάζω τα γλυκά αναισθητικά χινόπωρα.
Ανόητη μου Ιουλιέτα, σαν σβήσουν σε τούτη την Γεσθημανή οι
προδοσίες κι οι πυρσοί,
του ηλιόφωτος οι Φαρισαίοι, τα πυρφόρα πεφταστέρια , αρχινούν
ένα χορό θανάτου.
Στα ξεροβόρια παραδίδω τα κλειδιά της βασιλείας.
Φυσίγγιο είναι η αγάπη μας μικρό μου αηδόνι,
οπλίζει τα ρεβόλβερ των χιονένιων κρίνων,
για να εκπυρσοκροτούν αρώματα στις σερπαντίνες της βροχής.
Στις ενδοχώρες, πέρα από τα υψίπεδα με τα αφρισμένα ρυάκια
των ονείρων,
οι αλγόριθμοι της φρίκης θα επιλύσουν το μαθηματικό παράδοξο
ενός χαμού,
τα πώς και τα γιατί, το επέκεινα ανάλαφρων χωμάτων.
Ένας αλήτης Οδυσσέας κάποτε με ρώτησε
γιατί ποτέ τα καρφιά δεν επιστρέφουν τα χτυπήματα.
Ύστερα σάλπαρε με το καραβίσιο σώμα σου στο τίποτα.
Στον άδειο κήπο του μυαλού σου τώρα τριγυρνούν οι υποτακτικοί
της Κίρκης.
Πάλι θα περιπλανηθώ με το διαστημόπλοιο των λέξεων στο χάος.
Γλυκέ μου πλάστη να σε συναντήσω θέλω, να χαϊδέψω τα χρυσά
μαλλιά σου.
Μετά εδώ να έρθεις να παίξεις το αέναο κρυφτό σου με της
γειτονιάς μου τα παιδιά.
Με χειροπέδες σ' έδεσα με την πανσέληνο.
Με την αλυσιδίτσα της ζωής μου πέρασα στο γυμνό λαιμό σου ένα
ουράνιο τόξο.
Μη με κοιτάς με το αλεξικέραυνο σου βλέμμα, σε φοβάμαι.
Εμένα οι έρωτες μου είναι ραγισμένοι ουρανοί.
Τώρα όμως ας σιωπήσουμε για λίγο, άλλο δεν μπορώ.
Απόψε ο Ρωμαίος αιμορραγεί.
Απόψε πέφτουνε οι μάσκες
.
Σε ρημαγμένες αετοφωλιές, σε ανθρώπινες καρδιές σπασμένες,
κουρνιάζω τα γλυκά αναισθητικά χινόπωρα.
Ανόητη μου Ιουλιέτα, σαν σβήσουν σε τούτη την Γεσθημανή οι
προδοσίες κι οι πυρσοί,
του ηλιόφωτος οι Φαρισαίοι, τα πυρφόρα πεφταστέρια , αρχινούν
ένα χορό θανάτου.
Στα ξεροβόρια παραδίδω τα κλειδιά της βασιλείας.
Φυσίγγιο είναι η αγάπη μας μικρό μου αηδόνι,
οπλίζει τα ρεβόλβερ των χιονένιων κρίνων,
για να εκπυρσοκροτούν αρώματα στις σερπαντίνες της βροχής.
Στις ενδοχώρες, πέρα από τα υψίπεδα με τα αφρισμένα ρυάκια
των ονείρων,
οι αλγόριθμοι της φρίκης θα επιλύσουν το μαθηματικό παράδοξο
ενός χαμού,
τα πώς και τα γιατί, το επέκεινα ανάλαφρων χωμάτων.
Ένας αλήτης Οδυσσέας κάποτε με ρώτησε
γιατί ποτέ τα καρφιά δεν επιστρέφουν τα χτυπήματα.
Ύστερα σάλπαρε με το καραβίσιο σώμα σου στο τίποτα.
Στον άδειο κήπο του μυαλού σου τώρα τριγυρνούν οι υποτακτικοί
της Κίρκης.
Πάλι θα περιπλανηθώ με το διαστημόπλοιο των λέξεων στο χάος.
Γλυκέ μου πλάστη να σε συναντήσω θέλω, να χαϊδέψω τα χρυσά
μαλλιά σου.
Μετά εδώ να έρθεις να παίξεις το αέναο κρυφτό σου με της
γειτονιάς μου τα παιδιά.
Με χειροπέδες σ' έδεσα με την πανσέληνο.
Με την αλυσιδίτσα της ζωής μου πέρασα στο γυμνό λαιμό σου ένα
ουράνιο τόξο.
Μη με κοιτάς με το αλεξικέραυνο σου βλέμμα, σε φοβάμαι.
Εμένα οι έρωτες μου είναι ραγισμένοι ουρανοί.
Τώρα όμως ας σιωπήσουμε για λίγο, άλλο δεν μπορώ.
Απόψε ο Ρωμαίος αιμορραγεί.
Απόψε πέφτουνε οι μάσκες
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.