Βλέμμα στατικό γεμάτο έκπληξη
στα χνάρια της ανατολής.
Βλέμμα ανήσυχο στη θέα της έρημης γειτονιάς.
Η φωνή του μανάβη πρωινό άνοιξης
και το αγιάζι της νύχτας καθισμένο στο γιασεμί.
Ακόμα και το απαλό φτερούγισμα του σπουργίτη
ανάμεσα στα χρωματιστά γεράνια τσιμπολογώντας,
προδιαθέτει το καλημέρισμα.
Βλέμμα ατάραχο δημιουργία εντύπωσης
στην εναλλαγή των χρωμάτων ζωηρόχρωμης υφής.
Όταν τα παράθυρα ανοίγουν λούζεται ο διάδρομος
ακόμα κι αν οι πίνακες διαχέουν στο πρώτο φως
το γαλήνιο της θάλασσας, έτσι ώστε τα έπιπλα
να συμμετέχουν στην πανδαισία της γιορτής των θνητών.
Βλέμμα παρακλητικό στο υπέρτατο ον,
να μη χαθεί το φως των ελπίδων.
Ο ήλιος έγειρε όλα πια βαραίνουν
και σε μια αποστροφή το βλέμμα,
δεν έχει πλέον να κρατήσει τίποτα.
ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Περπατώ πολύ συχνά , μόνος,
απορροφημένος στις σκέψεις μου.
Όλα γύρω μου γυρίζουν κινηματογραφικά.
Το τέλος του δρόμου ξαφνικά σα να έγινε αρχή,
παρατώντας μισοτελειωμένες τις σκέψεις μου.
Αθόρυβα το σούρουπο ξετυλίγεται ,
αφήνοντας της νύχτας τα πέπλα να περιμένουν,
καμαρώνοντας για τη δύναμη της στιγμής.
Καθώς στο ημίφως , το τέλειωμα της μέρας,
μια απρόβλεπτη , ξεχασμένη ηλιαχτίδα, ξεστράτισε
και πάγωσε το χρόνο.
Της απρόσμενης αυτής εξέλιξης
ένας παράξενος ιστός αναδιπλώθηκε
κι η δύση κοντοστάθηκε,
το δειλινό έλουσε
κι το αιχμαλώτισε.
Τέτοια συνταραχτικά συμβάντα,
Παραμένουν αναξιοποίητα
Καθώς η μοναξιά αιωρείται.
ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ
Στη στροφή κοιτάζω το βλέμμα σου.
Πήγαινε κι ερχόταν και μας κοίταζε
πότε ριγμένο καταγής ,πότε απόμακρο.
Ένα βλέμμα ατσάλινο , αιωρούμενο
στη δροσιά του πρωινού πάνω στο άνθος.
Ένα αλλόκοτο βότσαλο, που μιλούσε
σε γνώριμα μονοπάτια της ψυχής μας.
Το βλέμμα σου δεν έμοιαζε με τ’ άλλα.
Περνούσε αργά ανάμεσα στα γεγονότα,
που μας άνοιγαν δρόμο για τα θέλω μας.
Να σημάνει πως το τέλος είναι κοντά
και δεν αρκεί να φύγουμε αβίαστα.
Όσο κι αν παλεύουμε να ορθοποδήσουμε
κι αν γαντζωνόμαστε σφικτά σε άλλα χέρια
κι αν ενώνουμε τη θέρμη μας, με τη θέρμη
του υπέρτατου όντος
κι αν σβήσανε όλα γύρω μας,
μένει μόνο η βαθιά πεποίθηση να ομονοήσουμε
μέσα στην κοσμοχαλασιά.
ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Το λευκό του κύματος γήινος αντικατοπτρισμός
αντανακλά το ταξίδι της προέλευσης.
Το λευκό του κύματος ψιθυρίζει στο αυτί σου,
το δικό σου ήχο
αυτόν που θέλεις ν’ ακούσεις
απόκοσμη δική σου μουσική,
αυτή που σε συνόδευε στη ζωή.
Ίσως ξαναζήσεις τέτοιες στιγμές αν το ορίζεις
αν θεατής παρακολουθείς την αδιαφορία γύρω σου,
που σου θυμίζει διακριτικά
το ταξίδι της προέλευσης.
Στην πολυκύμαντη ζωή , αναζήτησες πολλά.
Εκείνα που σε γέμιζαν στο ταξίδι
νεκρούς σφυγμούς και ζωντανούς ήχους.
Βίωσες την ανεμοζάλη στην κοσμοχαλασιά
και το ανεμόδαρτο των αδικημένων
το ψαλίδισμα της ορμής των νέων .
Εμπειρίες μοναδικές που σε συνεπαίρνουν
επειδή ήθελες να ζεις τη στιγμή ως το μεδούλι.
Μπορεί τότε να συναντήσεις τις χαμένες ευκαιρίες,
την αναθάρρηση στο ξέσπασμα της νιότης.
Τη ζωή να σου γνέφει κάθε φορά στου κύκλου τα γυρίσματα.
Περιμένεις ανταπόδοση για ό,τι ταξίδεψες
εμπειρίες, γνώση, αναζήτηση,
το λευκό του κύματος.
ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Κεραμοσκεπή τριγωνική
δέντρα με υψωμένα χέρια,
των πιστών τα χέρια
σε καλούν σε προσευχή.
Γερμένη κουρτίνα
ίχνη φωτός στο μισοσκόταδο,
σφύριγμα αγέρα, στο στενό
σιγαλιά απόλυτη απλώνεται.
Στη γέφυρα γυροσκοπική πυξίδα
άυπνη, δείχνει το βορρά
ακτές μαύρες ,αφιλόξενες
χάρτες απλωμένοι, νεκροί.
Ο φάρος που αναβοσβήνει
ταξίδι στη νύχτα, όνειρο άπιαστο
τ’ αστέρια που ξαγρυπνούν,
μάτια σφαλιστά.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Εποχή της ενδοσκόπησης
της χαλαρής μνήμης
της μακρινής συνάντησης
Εγκλωβισμένος στο δωμάτιο του μυαλού
το πραγματικό μέσα σου αναμοχλεύεις
αυτό που μένει κρυφό στο χάιδεμα του ήλιου
Ανταριασμένες στιγμές σημαδεμένες
και μια ηλιαχτίδα φως στο κενό
παρόρμηση και ξέσπασμα
αυτό που προσδιορίζει το αύριό σου
Σε πολιορκούν χαμένες στιγμές
ο ήλιος στάθηκε στο δειλινό
και πνιγμένες ιαχές δέντρων
ΕΣΚΥΨΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα
το απόβραδο στα σοκάκια της γειτονιάς
τη στιγμή που η βροχή έγλειφε το πεζοδρόμιο,
σα νυχτερίδα που λούστηκε στο ημίφως.
Τώρα ανοίγω το βήμα μου στην καθημερινότητα
περιδιαβαίνω τη θύμηση στην άλλη διάσταση περνώ ,
τη διάσταση που αναθαρρεί.
Το υπέρτατο ον
που ακολουθεί την πορεία των γεγονότων
άηχο, χωρίς παρισταμένους.
Μοναχικός καβαλάρης αμφιταλαντευόμενος
στις γωνιές της νύχτας
και στην ηλιαχτίδα που χαράζει.
Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
Φτώχεια, εγκατάλειψη, ορφάνια,
αναγέννηση ,ψυχική ομορφιά.
Κι η ποίηση ακουμπά τον ουρανό
με γήινα πόδια.
Aμφιταλαντεύεται στη νύχτα που φεύγει
και στο χάραμα που ορθώνεται.
Έσκυψα στην ψυχή μου με μουντό ουρανό κι άρωμα.
Η ΣΙΓΑΛΙΑ
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, αφουγκράσου
τι γίνεται στο ξέφωτο . Είναι η στιγμή που
στους δρόμους ακούγεται μια ιδιότυπη μουρμούρα
αυτών που επιστρέφουν κι ο έρωτας καραδοκεί.
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, φεύγει ο χρόνος.
Σκοτεινές βιαστικές φιγούρες διασχίζουν το δρόμο
και των ερώτων οι πόθοι υποκλίνονται
μπρος στις προκλήσεις του άγνωστου.
Όταν χαθεί η σιγαλιά της νύχτας, είναι ξημέρωμα.
Ό,τι έχει γίνει δεν αντέχεται στην πρώτη ηλιαχτίδα
κι ούτε στα ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών.
Το καρτέρεμα να είναι πολύ. Μόλις βεβαιωθείς
πως οι γωνιές του έρωτα άδειασαν, πως οι απόκοσμες
μουσικές έσβησαν στο κατόπι της νύχτας,
ρίξε άπλετο φως διακριτικά κι αγνάντεψε
το ξύπνημα του ορίζοντα , φως μοναδικό
και το βουητό της βροχής που κοντοζυγώνει.
Έτσι αναπάντεχα οι ήχοι σε προδιαθέτουν
πως κάτι γρήγορο περνά και χάνεται στο ημίφως
ένας ληστής , που τρέχει στο πεζοδρόμιο,
ένας μεθυσμένος , που τρικλίζει τα βήματά του,
ένα ασθενοφόρο, που μεταφέρει τον τραυματία,
μείνε ακόμα, μην κλείσεις το άπλετο φως.
Ό,τι πέρασε από μπροστά σου ανήκει στη φαντασία.
Είναι το σκοτεινό κομμάτι της μεγάλης νύχτας ,
δοσμένο αλληγορικά, παρανομία, έρωτας, καθήκον.
Που μέρος να κρυφτεί αποζητά τούτη τη στιγμή.
Αποδέξου την ιδιομορφία αυτή της νύχτας,
με σημείο αναφοράς το μέσα σου,
κι αγκάλιασε το σκοτεινό κομμάτι.
Έπειτα σβήσε πάλι το άπλετο φως αθόρυβα,
πριν ο ήλιος ρίξει τις δικές του ακτίνες.
ΖΩΗ ΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΗ
Ξεχωρίζω τον τόπο και τη στιγμή
συντροφιά με πρόσωπα,
συντροφιά με επιθυμίες
και με θάλασσες σε ήρεμους κυματισμούς.
Κι εσύ διαγράφεις με τη θωριά σου,
το περίγραμμα που ζωντανεύει τα πρόσωπα
και τα χαρακτηριστικά
και τα συναισθήματά τους.
Μια ανάσα φωτός
είναι η δύναμη της θέλησής σου.
Με την ορμή και τη διάθεση
και το στόμφο της έκφρασης της ζωής.
Μιας ζωής που ορειβατεί
άλλοτε στα ανώγια κι άλλοτε στα κατώγια,
αφήνοντας ίχνη σε εξωτερικές διαδρομές
που σου κρατώ το χέρι.
ΤΟ ΧΑΔΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Όπως αντικρίζεις τη θάλασσα
αυτή αναθαρρεί,
κι η πνοή σου, ανάσα
δροσιάς είναι.
Και τότε το μέσα σου
ξεχύνεται σ’ αυτά
που κάποτε έζησες,
κι οι μνήμες που αναπόλησες
σε συντροφεύουν,
σε ηρεμία λυτρωτική
από τα βάσανα να σου
εμφυτεύουν.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Αχιλλέας Φιστουρής γεννήθηκε στην Καλλιμασιά της Χίου. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Π.Α.Μ. , στο Π.Τ.Δ.Ε. Αθηνών και δίδαξε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Ορίζει την ποίηση στη ζωή του, με τον ίδιο τρόπο που ανταμώνει τη θάλασσά του,όπως απλόχερα τού χαρίζεται κάθε πρωί από το ανοιχτό του παράθυρο. Ως τον μόνο ελεύθερο ορίζοντα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδεύουν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν άφοβα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Αποθαλασσία» το 2019. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα: apothalassia.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.