ΧΑΙ ΚΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
σκότωσαν την εικόνα
παλιάς αγάπης.
Κίτρινο φύλλο
στον άνεμο του χρόνου
πετάμε μαζί.
Κυματοξόρκι
με τα δεμένα στοιχειά
μέσα σου σβήνεις.
Πικρή ζωή
ίσκιοι ίσκιοι χάνονται
στ’ απόβραδο.
Χαμογελάμε
πεθαίνοντας στα στήθη
που θηλάσαμε.
Ονειρεύομαι
στη σκοτεινή νύχτα
ψάχνω τη χαρά.
Έπεσε μέσα
ο ουρανός απόψε
στο ποτήρι μου.
Φεγγαρόδειπνο
κι η μυστική θλίψη
ψάχνει ελπίδα.
θέλεις δύο
αθάνατη μοναξιά
για να πεθάνεις.
Ήρθα και φεύγω
όμορφες μέρες θλίψης
που θα ξαναβρώ.
ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΕΝ ΤΡΟΠΗ
Απ’ της αρχαίας Σουμερίας τα νερά
του Φομαλχώ του Αντάρη τα αστρόφωτα
Σάρων και Νήρων Σώσων τη σειρά
από τα κόκκινα του Ταύρου απόφωτα
του Ποσειδώνα τις ομίχλες τις πυκνές
Ιαπετού Τιτάνα τα ενθυμήματα
του Άρη τις μοσχίδες τις οκνές
τ’ απόβραδα στην Αφροδίτη βήματα
στα Κρόνια τα γένη τα χρυσά
στα σμαραγδένια Διικά αστραποκοπήματα
στου Ερμή τα σύνολα ορχηστρικώς τα μουσικά
σε γης παλιροφέγγαρα ατοπήματα
κι απ ’τις ρομφαίες μέσα της ψυχής
με αγωνίας την κραυγή στο στόμα
χαμένο άστρο μιας ανάκυκλης αόρατης αυγής.
Εγώ... ο άνθρωπος... πορεύομαι ακόμα…
ΜΕΡΕΣ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Τώρα στα λευκογέρατα εκείνες τις βραδιές
πεθύμησα στην όμορφη μάγισσα Μυτιλήνη
με το κρασί για γιατρικό στης μνήμης τις πληγές
και την αστροκαθρέφτιστη της θάλασσας γαλήνη.
Τ’ αγνάντεμα πεθύμησα στην Ιωνία πέρα
και το τρεμοπαιχνίδισμα απ’ του Αϊβαλιού τα φώτα
της βάρκας την κυματιστή στο πέλαο τη μέρα
και μια παλιά ερωτική μες το τραντζίστορ νότα.
Το αεροπλάνο που ’φευγε αντίθετα απ’ το πλοίο
παλιά αγάπη να περνά στη νέφελη σελήνη
να προσκυνά ευλαβικά άγρυπνο οπλίτη βίο
σε κάποιας θλίψης μακρινής να χάνεται τη δίνη.
Την ομορφιά πεθύμησα βραδιάς τρικυμισμένης
που πάντρευε ο άνεμος το κύμα με το χιόνι
κι οι νηριήδες έστρωναν κρεβάτι ειμαρμένης
με μοναξό κατάλευκο και απαλό σεντόνι.
Τον άνεμο που φύσαγε σε αναριούς πευκώνες
κι έφερνε κόσμους μυστικούς στο άρμα του δεμένους
τους επισκέπτες μες το νου Μυτιλινιούς αιώνες
στις χωραφιές των σαπφικών ποιητόστοιχων ζεμένους.
Το ιλαρό λιομάζωμα σε Θεοφίλου κάδρα
παλιό ένα άδειο αρχοντικό θάνατος που’χε κλείσει
ευλογημένη εσπερινή του Ιουλίου αύρα
σ’ ένα λειψό από σοβά παλιό ένα ξωκλήσι.
Το ιχνήλατο στην αμμουδιά απ’ τ’ άρβυλο το βήμα
του φλοίσβου το μουρμουρητό του βράχου το σιγόντο
μιας τράτας διαβατάρικης τη θορυβώδη ρίμα
που δίχτυζε σαρδελικά μπρος στον οικείο πόντο.
Πεθύμησα και μακρινά να βλέπω να διαβαίνουν
τα φορτηγά του ωκεανού καράβια ποντοπόρα
σε αφρισμένους δίαυλους ν΄ανεβοκατεβαίνουν
στη μεταμεσονύχτια να χάνονται την ώρα
κι άλλα να παν κα το βορά κατά το νότο άλλα
με τον εξάντα να μετράν τα μήκη και τα πλάτη
και πάνω θε να χύνεται γαλάξιο το γάλα
μες το αρμυρό το σκόταδο στης πλώρης το αλάτι.
Πόσες ακόμα μάγισσα όμορφη Μυτιλήνη
μου ’χεις αφήσει στην ψυχή μνημονικές εικόνες
που ένα Ωριόνιο τις κουβαλάει δελφίνι
στης στρατευμένης νιότης μου τους ιερούς ανθώνες.
B.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.