Tου Βασίλη Χαραλάμπους
Εφέτος έχουν μαζευτεί και τανάπαλιν στον ελιόμυλο του χωριού ν΄ αλέσουν τις ελιές. Οι παρεξηγήσεις δεν έλειψαν ούτε και φέτος.
- Δεν βλέπεις Γιώργη ότι είναι η σειρά μου τώρα;
- Άκου να σου πω Παναγή, ψες που βρήκα τον Σάββα το λαδάρη στο καφενείο μου είπε να περάσω στις πέντε για ν΄ αλέσω.
- Μα δεν βλέπεις ότι κρατάμε ο καθένας τη σειρά του;
Ο κυρ Σάββας ο ιδιοκτήτης του ελιόμυλου, ένας γεροντάκος , ογδόντα περίπου χρονών, ο λαδάρης του χωριού, αφήνει τη δουλειά του και παρεμβαίνει στη φιλονικία. Ο Γιώργης φαινόταν αρκετά θυμωμένος, μάλιστα στην συζήτηση επάνω είχε σπρώξει τον Παναγή.
- Σταματείστε επιτέλους. Κάθε χρόνο τα ίδια. Ετούτες οι προστριβές ποτέ δεν μας λείπουν.
- Για πες μας κυρ Σάββα. Δεν τα είπαμε ψες στο καφενείο;
- Ναι τα είπαμε.. Όμως εδώ στο μύλο είναι δύσκολο να κρατήσει κανείς τη σειρά του. Εδώ όποιος έρθει πρώτος θ΄ αλέσει.
- Τώρα τ΄ αλλάζεις κυρ Σάββα. Θα με αφήσεις ν΄ αλέσω τις ελιές ή θα φύγω.
- Φύγε Γιώργη. Μας απειλείς κιόλας;
Μάταια προσπάθησε ο κυρ Σάββας να μεταπείσει τον Γιώργη να μείνει. Βιαστικά φόρτωσε τα σακιά με τις ελιές στο ζώο κι΄ έφυγε. Όταν κατόπιν επέστρεψε στο σπιτικό του η γυναίκα του έμεινε έκπληκτη.
- Τι έγινε Γιώργη; Άλεσες κιόλας;
- Άφησε με γυναίκα και μου φαίνεται ότι εφέτος δεν θα φάμε λάδι.
Κάθισε να ξαποστάσει και διηγήθηκε στη γυναίκα του, την Ελπίδα τι έγινε. Η κυρά Ελπίδα σαν άκουσε τι έγινε κατακόκκινη από τη στενοχώρια της.
- Γιώργη, ξέρεις τι έκανες;
- Ναι ξέρω, πως δεν ξέρω.
- Γιώργη θυμάσαι πέρυσι τι πάθαμε με τις ελιές, που τις μισές τις έφαγε ο δάκος και δεν είχαμε καλή σοδειά;
- Ευτυχώς εφέτος είχαμε καλοχρονιά. Όμως το λάδι που βγάλαμε πέρυσι είχε αρκέσει για όλο το χρόνο.
- Δόξα σοι ο Θεός. Όμως δεν ρώτησες πως συνέβηκε τούτο.
- Αν θυμάμαι καλά, μου είπες πως μας δώσανε κι΄ από το μύλο λάδι όταν πήγες ν΄ αλέσεις τις ελιές.
- Μα πως δεν ρώτησες. Μας έδωσαν Γιώργη δυο ντατμιζάνες κι΄ από το μύλο λάδι όταν πήγα ν΄ αλέσω τις ελιές
- Καλά τούτο το θυμάμαι. Όμως τι σημασία έχει;
- Πως έγινε τούτο δεν ρώτησες. Τις ντατμιζάνες με το λάδι μας τις έδωσε ο Παναγής για νάχουν λάδι τα παιδιά μας με τη συμφωνία να μη πω τίποτε.
- Τι έγινε;
- Αυτό που άκουσες Γιώργη.
- Ο…ο… Πανα…γής;
- Ναι ο Παναγής.
- Παναγία μου, τι έκανα στον άνθρωπο. Φαίνεται θα μείνω κλειστός στο σπίτι μια βδομάδα από τη ντροπή μου.
- Δεν χρειάζεται Γιώργη. Σήκω επάνω να πάεις στον μύλο.
- Δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα.
- Γιώργη, τώρα θα δείξεις την ανθρωπιά σου. Να πάεις και να ζητήσεις συγνώμη.
Ο Γιώργης έμεινε για λίγο σκεφτικός πηγαίνοντας αμήχανα πάνω κάτω κι΄ ύστερα φόρωσε και πάλι τι γαϊδούρι και κίνησε για το ελιόμυλο του Σάββα. Ώσπου να πάει μονολογούσε από τη σύγχυσή του. Για μια στιγμή μεσοστρατίς κοντοστάθηκε για λίγο, κάτι μονολόγησε και κίνησε πάλι για τον ελιόμυλο.
Σαν έφτασε τελικά στον ελιόμυλο , φορτώθηκε στον ώμο τα σακιά με τις ελιές μπήκε σιωπηλός έχοντας σκυφτό το κεφάλι. Ο κυρ Σάββας έδειχνε ανήσυχος σαν είδε το Γιώργη να κατευθύνεται προς τον Παναγή. Σε τούτο το συναπάντημα έγινε σιωπή στον μύλο κι΄ έμεινε αμίλητος να κοιτάζει τον Παναγή. Κάτι μουρμούρισε κι΄ έδωσαν τα χέρια και κάθισαν στο πίσω μέρος του ελιόμυλου. Ανάσανε κι΄ ο κυρ Σάββας ο λαδάρης σαν τους είδε , κι΄ έφερε ρακί να πιούν. Όσο για τις ελιές, έμειναν τελευταίοι απ΄ όλους ν΄ αλέσουν ώσπου έκλεισε κι΄ ο ελιόμυλος κι΄ αλέστηκε με τις ελιές κι΄ η παρεξήγηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.