Δεν έχω σήμερα ησυχία, κατεβάζω απ' τη βιβλιοθήκη τα παλιά βιβλία, τ’ ανοίγω στις τσακισμένες τους σελίδες. Μοιάζουν με ακρωτηριασμένα σώματα, που κρύψανε του έρωτα την αρτιμέλεια.
Είχανε τότε κάτι να μου πουν. Τ’ άφησα εκεί, να αποστάζουν εγκατάλειψη, στη μαύρη υπογράμμιση του μολυβιού. Για να γυρίζω πίσω, όταν θα πέφτει κρύο χιόνι στα ξεχασμένα ημερολόγια.
Τα ξεσκονίζω, τα φυλλομετρώ, ποτέ δεν μπόρεσα την απουσία των σχισμένων τους σελίδων ν’ αποκαταστήσω. Και τα κρατώ παράξενα και τρυφερά στα χέρια μου, καμιά αγκαλιά δεν κρύβει τόση ξενιτιά.
Κρυφός καημός η μυρωδιά απ' το χαρτί, μες στα παλιά βιβλία. Είναι το πικραμένο σώμα τους, οι ηδονές του νου που μαραθήκανε. Όπως κι εμείς.
Όπως και η μυρουδιά στο σώμα της γυναίκας, που κάποτε παράφορα αγαπήσαμε.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ
ΣΧΟΛΑΡΧΕΙΟ
Στην Πανωραία
Άνοιγε μυστικά, σχεδόν αθόρυβα,
την πόρτα του σχολείου,
και στο συντακτικό του ονείρου μας
κρεμούσε φωνήεντα περηφάνιας.
Την είχαμε συνηθίσει,
ο δάσκαλος έκανε τα στραβά μάτια,
οι πιο καλοί της δείχναμε
τους μεγάλους βαθμούς
και τα παράσημα.
Μα εκείνη
προσπερνούσε αδιάφορη τις αυταπάτες
μέσα στα χαμηλά μας σύννεφα.
Έπιανε το τελευταίο θρανίο
και σιγόκλαιγε,
σβήνοντας με τα δάκρυα,
όλα τα λάθη που είχαμε κάνει μες στη μέρα.
Δημήτρης Φαφούτης
«ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.