ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΟΥ (ΨΑΞΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ)

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Λίχνος Κώστας, 2 νέα βιβλία

ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ


Η νουβέλα με τίτλο "Διάστρεμμα" περιστρέφεται γύρω από τη συνάντηση τριών γυναικών, οι οποίες συνδέονται με μακροχρόνια φιλία και επικοινωνούν τακτικά με συναντήσεις που έχουν λάβει ψυχοθεραπευτικό χαρακτήρα. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η τελευταία τους συνάντηση γίνεται το όχημα μέσω του οποίου θα αποτυπωθούν οι ανησυχίες, οι αγωνίες, τα όνειρα και οι επιθυμίες τους, ενώ, παράλληλα, θα έρθουν στην επιφάνεια οι μεταξύ τους προστριβές και οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.
Μέσα από τον μεταξύ τους διάλογο θίγονται ζητήματα σχετικά με το φύλο, τη γυναικεία ταυτότητα και τους κοινωνικούς ρόλους που τη διαμορφώνουν, τον θεσμό της οικογένειας, τη μητρότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική τάξη, τη φύση της τέχνης, και, συνολικότερα, τη σύγχρονη πραγματικότητα, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η σημερινή γυναίκα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Αδιέξοδοι καιροί, συλλογή διηγημάτων




Η συλλογή διηγημάτων τού Κωνσταντίνου Λίχνου με τίτλο «Αδιέξοδοι καιροί» χαρακτηρίζονται από τον στο­χασμό τού συγγραφέα πάνω στο ζήτημα της ανθρώ­πινης ύπαρξης, ως προέκταση των κοινωνικών συνθη­κών. Οι ήρωες των έργων, συνήθως ακροβατούν ανά­μεσα στο περιθώριο του συνόλου και την κοινωνική σύμ­βαση. Οριοθετούν τις δυνατότητές τους για επι­βίωση, σε έναν κόσμο παγερά αδιάφορο ενώπιον της συνεί­δησης, ολοκληρωτικά αφοσιωμένο στο κυνήγι της υλι­κής με­γέ­θυνσης. Μία εποχή με προεκτάσεις στο πα­ρελ­θόν και το εκάστοτε παρόν, δίχως να γνωρίζει σύ­νορα παρά μόνο περιορισμούς, που οδηγούν στην ατομική υπονό­μευση.


Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Βατόπουλος Νίκος, Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα

Η καταγραφή δεν είναι παρά η ζώσα μνήμη. Χωρίς τη ζώσα μνήμη η μικροϊστορία αυθαιρετεί.

Γράφει η Χρύσα Μαστοροδήμου //

 

Νίκος Βατόπουλος «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα», εκδ. Μεταίχμιο

 

Αθήνα της Κατοχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Από τις εφηβικές περιπέτειες στο μεγάλο πεδίο της δημόσιας Ιστορίας.
Ένα από τα σπάνια γραπτά τεκμήρια γραμμένα από παιδί ή έφηβο
στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40. Με αφετηρία το ημερολόγιο που κρατούσε ο πατέρας του στα χρόνια του ’30 και ως το 1944, ο Νίκος Βατόπουλος ξετυλίγει μια διπλή αφήγηση μέσα στον χρόνο και με φόντο την Αθήνα της Κατοχής αλλά και το τοπίο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας εκείνα τα χρόνια. Μαζί με την καθημερινότητα, έρχονται στο φως διαδρομές μέσα στην Αθήνα, τα σχολικά χρόνια στη Λεόντειο Πατησίων, ο συνοικιακός αθλητισμός γύρω από το “Σπόρτιγκ”, τα μπάνια στο Φάληρο, τα ταξίδια με καΐκι ως το Άστρος, η εξερεύνηση του παραμυθένιου τοπίου στις όχθες του Κηφισού. Όλα αυτά συνθέτουν μια διαφορετική εμπειρία της αστικής διαβίωσης και δίνουν τροφή για σκέψη για τις ανάγκες της απλής ζωής, για το δικαίωμα στην ευτυχία, για τη σταδιακή ενηλικίωση μέσα από τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής.
Με την Αθήνα πρωταγωνίστρια, το ημερολόγιο αυτό είναι ένα από τα σπάνια γραπτά τεκμήρια γραμμένα από παιδί ή έφηβο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40. Δίνει το έναυσμα για σύγκριση, μελέτη, αναστοχασμό.

(Από την έκδοση)

 

Το νέο πόνημα του Ν. Βατόπουλου «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα, 1934-1944» αποτελεί, με αφορμή το ημερολόγιο του πατέρα του, ένα βιβλίο που καταφέρνει μέσα σε λίγες σελίδες να αποτυπώσει μια ολόκληρη εποχή.

Η άμεση ενασχόληση του συγγραφέα με τη λειτουργία του γραψίματος ως βίωμα έχει ως αποτέλεσμα να απολαμβάνουμε ένα δοκίμιο περί γραφής και όχι μόνο.

Ο πατέρας, ως μυθιστορηματικός ήρωας, χρησιμοποιείται επιδέξια από το συγγραφέα ως το όχημα για να αποτυπώσει τις σκέψεις του για τη γραφή ως δημόσιο λόγο, να μας φέρει εικόνες και βιώματα μιας άλλης εποχής και μια άλλης Αθηνάς, όχι όμως ως  μια νοσταλγική θέαση του παρελθόντος αλλά ως καταγραφή, ως ιστορικό στοιχείο. Αυτή η συνειδητοποίηση της σύνδεσης λογοτεχνίας με τη δημόσια ιστορία γίνεται όλο και περισσότερο συνειδητή τον τελευταίο καιρό. Η λογοτεχνία καλύπτει ιστορικά κενά αλλά πολλές φορές  καταγράφει και ουσιαστικά – επιστημονικά και τεκμηριωμένα, πλευρές της ιστορίας που διαφορετικά δε θα είχαν σωθεί. Η λογοτεχνία ως συνδετικός κρίκος με την ιστορία πρέπει εν τέλει να ιδωθεί με περισσότερη σοβαρότητα και θεωρώ ότι είναι ένα κομμάτι που προσφέρεται για έρευνα. Ένα τέτοιο βιβλίο σύνδεσης λογοτεχνίας και δημόσιας ιστορίας αποτελεί αναμφισβήτητα το βιβλίο του κου Βατόπουλου.

«Υπάρχουν οι καταγραφές. Όσο πιο λίγοι θυμούνται τόσο ο χρόνος θα γίνεται άπιαστος, σα να ήταν έτσι από πάντα ή σα να μη συνέβη ποτέ. Κενό. Όσο εκλείπει η ζώσα μνήμη, η μικροϊστορία αυθαιρετεί. Κάποιοι κατέγραφαν (και καταγράφουν) την καθημερινότητα τους, αλλά είναι ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί αποχαιρετούν τον κόσμο αφήνοντας ελάχιστα τεκμήρια» θα μας πει χαρακτηριστικά σε έναν από τους αρκετούς εύστοχους ορισμούς της γραφής που παραθέτει.

Συνάμα η  ανάγκη κάθε εποχής ορίζεται από το συγγραφέα «ως αρχέγονη δύναμη και μοχλός της ιστορίας».

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας το ημερολόγιο του πατέρα του ως αρχέτυπο, βρίσκει την ευκαιρία να αποτυπώσει και να καταγράψει ένα πλήθος λεπτομερειών που αφορούν στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, πολιτιστικά στοιχεία της κατοχής και μετά, αθλητικά σωματεία, σχολεία, γειτονιές, φιλίες, καθημερινά βιώματα που συνθέτουν τον ανθρώπινο βίο και δη μέσα σε μια δύσκολη εποχή με ένα λόγο άμεσο, λιτό, ουσιαστικό και μεστό, κατεξοχήν στοιχείο ενός έμπειρου και εμπνευσμένου λογοτέχνη.

«Τα μικρά σπίτια της Αθήνας άφηναν συχνά τα σώματα ανικανοποίητα.  Υπήρχε πάντοτε η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή. Και η επιθυμία αυτή ήταν έντονη και στη διάρκεια της Κατοχής, όταν το κύριο ερώτημα ήταν ως πότε θα τραβήξει αυτός ο πόλεμος. Οι ανάγκες της ζωής όριζαν πάντα και ένα τρόπο θέασης του κόσμου».

Με τη χαρισματική του πένα θα φωτίσει το κοινωνικό γίγνεσθαι και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αθήνας και των αθηναϊκών συνοικιών μέσα από τις σχεδόν απτές καταγραφές του ημερολογίου αλλά και φωτογραφίες, παραστάσεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, ονομαστικές φιλίες.

Η γειτονιά, ως χώρος έκφρασης, ως αυλαία της παιδικής ανάγκης για ελευθερία δεσπόζει στις σελίδες του. Μέσα από θαμπές φωτογραφίες ξεχύνονται οι παιδικές μνήμες και φέρνουν στο προσκήνιο μια Αθήνα σε δύσκολες συγκυρίες αλλά συνάμα και βαθιά ανθρώπινη σε συνδυασμό με ένα ανόθευτο φυσικό τοπίο.

Η διαδρομή στο χτες θα καταλήξει για το συγγραφέα στην Αθήνα του σήμερα. Η αντιδιαστολή αναπόφευκτη. Η ελευθερία των παιδιών που κυριαρχούσε στην Αθήνα της κατοχής αντιπαραβάλλεται με τη σιωπή των σύγχρονων παιδικών χαρών. Η σύγχρονη εικονοποιία της παντελής έλλειψης του φυσικού τοπίου τον  θλίβει και τον θυμώνει. Στο τέλος της αφήγησης στέκεται η ιδανική Αθήνα που οραματίζεται ο ίδιος αλλά και η πλειοψηφία των πολιτών της. Για τον συγγραφέα η Αθήνα έχει γίνει μια εσωστρεφής πόλη που απουσιάζουν οι παιδικές φωνές και δε διστάζει να φανερώσει την επιθυμία του να επανέρθει στην πόλη το φυσικό στοιχείο που έχει εκλείψει από την υπερβολική (και ενίοτε άχαρη) πύκνωση των οικοδομημάτων.

Η Αθήνα εμφανίζεται σε αυτό το γοητευτικό αφήγημα ως μήτρα αφηγήσεων. Ο συγγραφέας μέσα από αυτή τη γοητευτική προσέγγιση του παρελθόντος και την αναπόφευκτη αναμέτρηση με το παρόν μας προσφέρει μια ουσιαστική παρακαταθήκη εικόνων και εμπειριών  και φυσικά τροφή για περαιτέρω έρευνα και σκέψη, αυτό που εν τέλει καθιστά ένα βιβλίο πραγματικά ξεχωριστό.

 

Νίκος Βατόπουλος

 

Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Από το 1988 εργάζεται στην εφημερίδα Η Καθημερινή ως δημοσιογράφος, στο πολιτιστικό τμήμα. Έχει ειδικευτεί στην ιστορία της Αθήνας και σε θέματα αστικού πολιτισμού. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η φωτογραφική καταγραφή της Ελλάδας, η ιστορία των αστικών κέντρων, η αρχιτεκτονική του 19ου και του 20ού αιώνα, η ιστορία των εντύπων και οι διαδρομές των σκαπανέων της φωτογραφίας. Ειδική ερευνητική ενότητα αποτελεί η μη καταγεγραμμένη μικροϊστορία και η «ανεπίσημη» πόλη. Έχει λάβει μέρος σε εικαστικές εκθέσεις ως φωτογράφος και έχει διοργανώσει το πρότζεκτ «Η Αθήνα της δεκαετίας του ‘60» (Ελληνοαμερικανική Ενωση, 2014).Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: «Φωτογραφικόν Πρακτορείον ”Δ. Α. Χαρισιάδης”» (Μουσείο Μπενάκη, 2009), «Γιώργος Ζογγολόπουλος» (Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, 2016) και «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» (Πατάκης, 2016). Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του: Περπατώντας στην ΑθήναΜικροί δρόμοι της ΑθήναςΌπου και να ταξιδέψω, όπως και η αγγλική έκδοση Walking in Athens.

 

Μπλιούμη Αγλαϊα, Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη Ασυάνακτα

Το πεπρωμένο της Ρωμιοσύνης είναι η διασπορά της

Γράφει η Χρύσα Μαστοροδήμου //

 

Αγλαΐα Μπλιούμη «Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα», εκδ. Κέδρος

 

«Ο συγγραφέας ψάχνει αργά αργά την κατάλληλη βελονιά να κεντήσει το αφήγημα της ζωής τους, αυτολεξεί, μα με πυξίδα και χωρίς χάρτη

Κάπως έτσι η συγγραφέας, η Αγλαΐα Μπλιούμη, ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη βελονιά  κεντώντας το πρώτο της μυθιστόρημα, έρχεται να μας ταξιδέψει με αφορμή τη ζωή του Παντελή και της Κατερίνας στη βροχερή Στουτγάρδη και συγκεκριμένα στο Λούντβιγκσμπουργκ, ένα από τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Το μυθιστόρημα ανήκει στη μεταναστευτική λογοτεχνία και αφορά στη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών. Είναι ένα μυθιστόρημα για την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης, τις ελληνογερμανικές σχέσεις αλλά και την κοινή ευρωπαϊκή μνήμη. Η αφετηρία της είναι αυτοβιογραφική συνειδητά όπως έχει πει η ίδια και ξεκίνησε από την ανάγκη της να καλύψει ένα κενό στη μεταναστευτική λογοτεχνία και κυρίως να φανερώσει στο ελληνικό κοινό πλευρές της ελληνικής μετανάστευσης που δεν είναι τόσο γνωστές σε όλους. Μιλάει λοιπόν για αυτομυθοπλασία.

Με τον ιδιαίτερο τίτλο «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» η συγγραφέας με μια σχεδόν ποιητική και συνειρμική γραφή αναμοχλεύει τις μνήμες του παρελθόντος συντροφιά με μια φθαρμένη βαλίτσα για να ταξιδέψει στο χώρο και το χρόνο και να προσγειωθεί στο σήμερα.

Ο Frye είχε πει πως η λογοτεχνία δεν συνιστά γραμμική αλληλουχία αλλά προκύπτει από τη δυναμική ανασύνθεση του πολιτισμικού παρελθόντος μέσα από τη διαπλοκή συμβόλων, μύθων και αρχετύπων κάτι που το παρατηρούμε ενδελεχώς στο μυθιστόρημα της Μπλιούμη.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου της είναι ο Παντελής, ο οποίος φεύγει από την Κύπρο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ταξιδεύει σαν τουρίστας στη Στουτγάρδη όπου θα προσληφθεί στο εργοστάσιο της Bosch, θα γνωρίσει, θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί την Κατερίνα, μία από τις εκατοντάδες Ελληνίδες μετανάστριες που έχουν κατακλύσει την πόλη στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αφού η μετανάστευση κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν γυναικεία υπόθεση.

Η μικρή Αγλαΐα ή Agi θα γεννηθεί τη δεκαετία του ‘70 και θα  και θα βιώσει όπως όλα τα παιδιά των μεταναστών πανταχόθεν ένα αρνητικό κλίμα στο σχολείο από συμμαθητές και δασκάλους.

Συνταξιδιώτης της μικρής, ο Αστυάνακτας, που στα Ομηρικά Έπη ονομαζόταν Αστυάναξ και ήταν το παιδί της Ανδρομάχης και του Έκτορα, ένα παιδί που μεγάλωνε σε πολεμικό περιβάλλον χωρίς να το έχει επιλέξει. Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η επιλογή του συγκεκριμένου ήρωα καθώς η μικρή ηρωίδα θα συνδιαλέγεται μαζί του σαν να είναι υπαρκτό πρόσωπο θέλοντας ενδεχομένως  να δείξει ότι και η ίδια βιώνει ανάμεσα σε δύο πατρίδες και διακατέχεται από αντικρουόμενα συναισθήματα.

Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας έντεχνα πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες, κάνοντας αριστοτεχνική χρήση της εναλλαγής παρόντος και παρελθόντος κατορθώνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το λογοτεχνικό εύρημα του Αστυάνακτα που εμφανίζεται σε κάθε δυσκολία της μικρής Agi και την παίρνει μακριά με τη μορφή ενός γύπα:

«…Μετά, στην ώρα του μαθήματος, καβαλίκευε το γύπα. Σ’ εκείνη τη στέπα, που έφτανε με το γύπα βουτώντας μέσα στα σύννεφα, συναντούσε τα παιδιά του διαλείμματος.»

Μέσω έντονα φορτισμένων συναισθημάτων με βάση την προσωπική αφήγηση της μικρής πρωταγωνίστριας παρατηρούμε συλλογικά τον αγώνα των Ελλήνων μεταναστών για επιβίωση αλλά και την προσπάθεια να βρουν μια ταυτότητα στη νέα τους πατρίδα. Αν καταφέρνουν τελικά να βρουν αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Παράλληλα θίγονται και πολλά άλλα ζητήματα όπως αυτό της διγλωσσίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα μεταναστόπουλο προκειμένου να ορθοποδήσει και να βρει το χώρο του. Μέσα από αυτή την παλινδρόμηση  τονίζεται η προσπάθεια συμφιλίωσης του ατόμου με τις δύο χώρες που κουβαλάει και εν τέλει έρχεται σε πρώτο πλάνο η μακριά πορεία του ατόμου προς την αυτοσυνειδησία.

«Όπως οι μετανάστες, έτσι και οι μεταφράσεις δεν έχουν σύνορα».

«γιατί η μιγκρασιόν είναι ταξίδι με πολλές επιστροφές. Έτσι και το αλαφάβητο είναι μετανάστης που ταξιδεύει, επιστρέφει και φέρνει δώρα. Το «Υ» έχει τις ρίζες του βαθιά στη γη και στο χείλος τη διχάλα, ώστε να σκορπίζει το μάννα του ουρανού στα πέρατα της γης.»

Για πολλά χρόνια η μεταναστευτική ιστορία παρέμενε στα αζήτητα και κάθε προσπάθεια αφήγησης αυτής προέρχεται κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία ενώ η επίσημη ιστορία μοιάζει να αγνοεί συστηματικά αυτό το μεγάλο κομμάτι ιστορίας που αποτελεί η ελληνική μετανάστευση και φυσικά όχι τυχαία.

Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας συχνά μέσα στην αφήγηση της τον ποιητικό λόγο του Καβάφη προσδιορίζει την ποιητικότητα του γραπτού της ενώ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, η μυθοπλασία και οι ιστορικές αναφορές καθιστούν τη γραφή της από το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα ξεχωριστή.

Η Μπλιούμη μας παρασέρνει με την άμεση και λιτή γραφή της σε ένα γοητευτικό λογοτεχνικό ταξίδι που ωστόσο δίνει τροφή για προβληματισμό, σκέψη και έρευνα. Είναι από τα βιβλία που κατορθώνουν να εκφράσουν μια ολόκληρη γενιά και εποχή και φυσικά συγκινεί γιατί θίγει εκείνες τις αναμόχλευτες πληγές που κουβαλάει κάθε ξενιτεμένος. Η μετανάστευση δεν είναι επιλογή, είναι επιβολή όταν γίνεται για λόγους επιβίωσης και αξιοπρέπειας και δυστυχώς συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο  με τη διαρκή αφαίμαξη  από τη χώρα των νέων και ταλαντούχων ανθρώπων το λεγόμενο brain drain για αυτό και το μυθιστόρημα παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.

 

Αγλαΐα Μπουλιούμη

 

Βιογραφικό

Η Αγλαΐα Μπλιούμη γεννήθηκε στη Γερμανία από Έλληνες μετανάστες γονείς. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε με «άριστα».

Συνέχισε τις σπουδές της στη Γερμανική Φιλολογία και τη Συγκριτική Γραμματολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έκανε και τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την σύγχρονη ελληνική και γερμανική μεταναστευτική λογοτεχνία. Αναγορεύτηκε διδάκτορας Γερμανικής Φιλολογίας του Ελεύθερου Παν/μιου του Βερολίνου με βαθμό «άριστα με έπαινο».

Συνέχισε με υποτροφία του γερμανικού πανεπιστημίου τη μεταδιδακτορική της έρευνα με αντικείμενο τη λογοτεχνία των Γερμανών μεταναστών στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα δίδασκε στο ίδιο πανεπιστήμιο μαθήματα σχετικά με τη μεταναστευτική λογοτεχνία και τις διαπολιτισμικές σχέσεις. Σπούδασε με τη βοήθεια διαφόρων υποτροφιών, όπως του ΙΚΥ, της DAAD του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, της Daimler Benz, του κληροδοτήματος ADAMAS.

Στην Ελλάδα δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια, όπως το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το διατμηματικό μεταπτυχιακό του ΑΠΘ «Σημειωτική, επικοινωνία, πολιτισμός», ενώ σήμερα είναι μόνιμη επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν μεταξύ άλλων στη διαπολιτισμική και μεταναστευτική λογοτεχνία, στη σύγχρονη μεταναστευτική λογοτεχνία, στις ελληνογερμανικές σχέσεις, στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, στην γερμανική φιλελληνική λογοτεχνία κατά το 1821, τη διδακτική της λογοτεχνίας και της δημιουργικής γραφής.

Έχει συμμετάσχει σε διεθνή και παγκόσμια συνέδρια, ενώ πρόσφατα συνδιοργάνωσε διεθνές συνέδριο με θέμα τον Φαλμεράιερ στο Νότιο Τιρόλο της Βόρειας Ιταλίας. Έχει πολλές μελέτες σε διεθνή περιοδικά και συλλογικούς τόμους, ενώ αριθμεί αρκετές ξένες και ελληνικές μονογραφίες. Η τελευταία της μονογραφία μελετά το έργο της Χέρτα Μύλλερ που έχει λάβει το 2009 το Νόμπελ λογοτεχνίας και βρίσκεται υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press.

Το «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα», Κέδρος 2022, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Αντώνης Μπαλασόπουλος, Νέα κυκλοφορία

Αντώνης Μπαλασόπουλος: Το βιβλίο των χεριών
«Το χέρι μιλά, ακόμα και χωρίς στόμα. Μιλά διαρκώς. Και λέει ιστορίες. Λέει όλη την ιστορία του ανθρώπου. Γιατί η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία των χεριών του και του τι έμαθαν να κάνουν. Οι κινήσεις τους είναι μνήμες του είδους, αποθηκευμένες στους τένοντες, στα νεύρα, στις φάλαγγες. Γι’ αυτό, τα χέρια γεννιούνται ήδη γερασμένα, με τρεις βασικές ρυτίδες χαραγμένες στις παλάμες τους. Είναι πιο αρχαία απ’ αυτόν ή αυτή που τα φέρει: θυμούνται ήδη την καταγωγή του είδους σε μια πλαστική ικανότητα που απαντάται μόνο στους άμεσους προγόνους και συγγενείς του, στα Πρωτεύοντα θηλαστικά.
Και το χέρι γράφει, όχι μόνο γιατί συσσωρεύει μια μνήμη πέρα απ’ τον εαυτό, αλλά και γιατί είναι το ίδιο γραμμένο, με γραμμές της ζωής, με όρη, με γεωγραφίες ατομικές και μ’ άγνωστα πεπρωμένα, με τη σφραγίδα του μοναδικού στο δακτυλικό αποτύπωμα.
Το χέρι οριοθετεί το ανθρώπινο. Με επισφάλεια, γιατί το χέρι οριοθετεί επίσης και το μη ανθρώπινο, και το απάνθρωπο, που είναι βέβαια μια δυνατότητα του ανθρώπου.
Το Βιβλίο των χεριών είναι το βιβλίο του ανθρώπου, του ανθρώπου που τον φτιάχνουν τα χέρια του, του ανθρώπου που γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια του τα ίδια. Μπορεί αυτά που έγραψαν εδώ ανθρώπινα χέρια να ψηλαφίζουν την κλειστή πύλη του ανθρώπου, ψάχνοντας ένα πέρασμα. Μπορεί και να τον αποχαιρετούν, οικεία και αδέκαστα, όπως του πρέπει.»
*
Δείγμα γραφής:
Αυτό που είσαι
Αυτό που είσαι για το χέρι
που σ’ επιθυμεί!
Ένα χωράφι στάρι εσύ
κι αυτό η πυρκαγιά.
Η πέτρα η κωφάλαλη
της στέρνας είσαι,
κι αυτό το σύνταγμα
και η δομή της μνήμης
του νερού.
Της θάλασσας
το μάταιο κύμα μπρος στο σκοπό
της πλώρης, κι αντίστροφα,
της πλώρης ο θρυμματισμός
στου κύματος την κόψη.
Αυτό που είσαι!
Ανάμεσα στα δάχτυλα,
καθώς ανοίγουν
για να σε κλείσουν μέσα
σ’ αυτό το μέγιστο κι ελάχιστο,
είσαι η διαφάνεια του αιθέρα,
πιο διαφανής. Κι είσαι το απόγευμα
τ’ ατέλειωτο, η περιεκτικότητα
σε χρόνο μιας επιδερμίδας.
Πώς χώρεσαν απάνω της
τόσες αναμονές!
Πώς χώρεσαν, στο χέρι
που σ’ αγγίζει, πέντε άστρα
να φανούν ανάμεσα στις γρίλιες!
Θα τ’ άφηνες, το χέρι αυτό,
να κρύψει όλο τον ήλιο.
Θα τ’ άφηνες δύο φεγγάρια
να κλείσει σφαλιστά
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου
για να χορεύουνε νερά
χωρίς εσύ να βλέπεις.
Και τι είσαι όταν φεύγει
το χέρι αυτό, που σ’ έναν
παρανομαστή
τέμνει τις διαιρέσεις σου;
Δεν είσαι.
Τη μέρα
σπρώχνεις τα κόκκαλά σου
ν’ ανέβουν το βουνό·
φτιάχνεις ένα είδωλο
υπέρογκο κι αχρείο
από τις υποθέσεις σου.
Τη νύχτα
σαν πουλόβερ
που απρόσεχτα το έπλυναν
μαζεύεις
μες στον ύπνο.