Αγλαΐα Μπλιούμη «Αποχαιρέτα τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα», εκδ. Κέδρος
«Ο συγγραφέας ψάχνει αργά αργά την κατάλληλη βελονιά να κεντήσει το αφήγημα της ζωής τους, αυτολεξεί, μα με πυξίδα και χωρίς χάρτη.»
Κάπως έτσι η συγγραφέας, η Αγλαΐα Μπλιούμη, ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη βελονιά κεντώντας το πρώτο της μυθιστόρημα, έρχεται να μας ταξιδέψει με αφορμή τη ζωή του Παντελή και της Κατερίνας στη βροχερή Στουτγάρδη και συγκεκριμένα στο Λούντβιγκσμπουργκ, ένα από τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα της πάλαι ποτέ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Το μυθιστόρημα ανήκει στη μεταναστευτική λογοτεχνία και αφορά στη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών. Είναι ένα μυθιστόρημα για την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης, τις ελληνογερμανικές σχέσεις αλλά και την κοινή ευρωπαϊκή μνήμη. Η αφετηρία της είναι αυτοβιογραφική συνειδητά όπως έχει πει η ίδια και ξεκίνησε από την ανάγκη της να καλύψει ένα κενό στη μεταναστευτική λογοτεχνία και κυρίως να φανερώσει στο ελληνικό κοινό πλευρές της ελληνικής μετανάστευσης που δεν είναι τόσο γνωστές σε όλους. Μιλάει λοιπόν για αυτομυθοπλασία.
Με τον ιδιαίτερο τίτλο «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» η συγγραφέας με μια σχεδόν ποιητική και συνειρμική γραφή αναμοχλεύει τις μνήμες του παρελθόντος συντροφιά με μια φθαρμένη βαλίτσα για να ταξιδέψει στο χώρο και το χρόνο και να προσγειωθεί στο σήμερα.
Ο Frye είχε πει πως η λογοτεχνία δεν συνιστά γραμμική αλληλουχία αλλά προκύπτει από τη δυναμική ανασύνθεση του πολιτισμικού παρελθόντος μέσα από τη διαπλοκή συμβόλων, μύθων και αρχετύπων κάτι που το παρατηρούμε ενδελεχώς στο μυθιστόρημα της Μπλιούμη.
Πρωταγωνιστής του βιβλίου της είναι ο Παντελής, ο οποίος φεύγει από την Κύπρο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ταξιδεύει σαν τουρίστας στη Στουτγάρδη όπου θα προσληφθεί στο εργοστάσιο της Bosch, θα γνωρίσει, θα ερωτευτεί και θα παντρευτεί την Κατερίνα, μία από τις εκατοντάδες Ελληνίδες μετανάστριες που έχουν κατακλύσει την πόλη στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αφού η μετανάστευση κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν γυναικεία υπόθεση.
Η μικρή Αγλαΐα ή Agi θα γεννηθεί τη δεκαετία του ‘70 και θα και θα βιώσει όπως όλα τα παιδιά των μεταναστών πανταχόθεν ένα αρνητικό κλίμα στο σχολείο από συμμαθητές και δασκάλους.
Συνταξιδιώτης της μικρής, ο Αστυάνακτας, που στα Ομηρικά Έπη ονομαζόταν Αστυάναξ και ήταν το παιδί της Ανδρομάχης και του Έκτορα, ένα παιδί που μεγάλωνε σε πολεμικό περιβάλλον χωρίς να το έχει επιλέξει. Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η επιλογή του συγκεκριμένου ήρωα καθώς η μικρή ηρωίδα θα συνδιαλέγεται μαζί του σαν να είναι υπαρκτό πρόσωπο θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι και η ίδια βιώνει ανάμεσα σε δύο πατρίδες και διακατέχεται από αντικρουόμενα συναισθήματα.
Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας έντεχνα πολλές εγκιβωτισμένες ιστορίες, κάνοντας αριστοτεχνική χρήση της εναλλαγής παρόντος και παρελθόντος κατορθώνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το λογοτεχνικό εύρημα του Αστυάνακτα που εμφανίζεται σε κάθε δυσκολία της μικρής Agi και την παίρνει μακριά με τη μορφή ενός γύπα:
«…Μετά, στην ώρα του μαθήματος, καβαλίκευε το γύπα. Σ’ εκείνη τη στέπα, που έφτανε με το γύπα βουτώντας μέσα στα σύννεφα, συναντούσε τα παιδιά του διαλείμματος.»
Μέσω έντονα φορτισμένων συναισθημάτων με βάση την προσωπική αφήγηση της μικρής πρωταγωνίστριας παρατηρούμε συλλογικά τον αγώνα των Ελλήνων μεταναστών για επιβίωση αλλά και την προσπάθεια να βρουν μια ταυτότητα στη νέα τους πατρίδα. Αν καταφέρνουν τελικά να βρουν αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
Παράλληλα θίγονται και πολλά άλλα ζητήματα όπως αυτό της διγλωσσίας αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα μεταναστόπουλο προκειμένου να ορθοποδήσει και να βρει το χώρο του. Μέσα από αυτή την παλινδρόμηση τονίζεται η προσπάθεια συμφιλίωσης του ατόμου με τις δύο χώρες που κουβαλάει και εν τέλει έρχεται σε πρώτο πλάνο η μακριά πορεία του ατόμου προς την αυτοσυνειδησία.
«Όπως οι μετανάστες, έτσι και οι μεταφράσεις δεν έχουν σύνορα».
«γιατί η μιγκρασιόν είναι ταξίδι με πολλές επιστροφές. Έτσι και το αλαφάβητο είναι μετανάστης που ταξιδεύει, επιστρέφει και φέρνει δώρα. Το «Υ» έχει τις ρίζες του βαθιά στη γη και στο χείλος τη διχάλα, ώστε να σκορπίζει το μάννα του ουρανού στα πέρατα της γης.»
Για πολλά χρόνια η μεταναστευτική ιστορία παρέμενε στα αζήτητα και κάθε προσπάθεια αφήγησης αυτής προέρχεται κυρίως μέσα από τη λογοτεχνία ενώ η επίσημη ιστορία μοιάζει να αγνοεί συστηματικά αυτό το μεγάλο κομμάτι ιστορίας που αποτελεί η ελληνική μετανάστευση και φυσικά όχι τυχαία.
Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας συχνά μέσα στην αφήγηση της τον ποιητικό λόγο του Καβάφη προσδιορίζει την ποιητικότητα του γραπτού της ενώ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, η μυθοπλασία και οι ιστορικές αναφορές καθιστούν τη γραφή της από το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα ξεχωριστή.
Η Μπλιούμη μας παρασέρνει με την άμεση και λιτή γραφή της σε ένα γοητευτικό λογοτεχνικό ταξίδι που ωστόσο δίνει τροφή για προβληματισμό, σκέψη και έρευνα. Είναι από τα βιβλία που κατορθώνουν να εκφράσουν μια ολόκληρη γενιά και εποχή και φυσικά συγκινεί γιατί θίγει εκείνες τις αναμόχλευτες πληγές που κουβαλάει κάθε ξενιτεμένος. Η μετανάστευση δεν είναι επιλογή, είναι επιβολή όταν γίνεται για λόγους επιβίωσης και αξιοπρέπειας και δυστυχώς συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και όχι μόνο με τη διαρκή αφαίμαξη από τη χώρα των νέων και ταλαντούχων ανθρώπων το λεγόμενο brain drain για αυτό και το μυθιστόρημα παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.
Αγλαΐα Μπουλιούμη
Βιογραφικό
Η Αγλαΐα Μπλιούμη γεννήθηκε στη Γερμανία από Έλληνες μετανάστες γονείς. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποφοίτησε με «άριστα».
Συνέχισε τις σπουδές της στη Γερμανική Φιλολογία και τη Συγκριτική Γραμματολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έκανε και τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την σύγχρονη ελληνική και γερμανική μεταναστευτική λογοτεχνία. Αναγορεύτηκε διδάκτορας Γερμανικής Φιλολογίας του Ελεύθερου Παν/μιου του Βερολίνου με βαθμό «άριστα με έπαινο».
Συνέχισε με υποτροφία του γερμανικού πανεπιστημίου τη μεταδιδακτορική της έρευνα με αντικείμενο τη λογοτεχνία των Γερμανών μεταναστών στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα δίδασκε στο ίδιο πανεπιστήμιο μαθήματα σχετικά με τη μεταναστευτική λογοτεχνία και τις διαπολιτισμικές σχέσεις. Σπούδασε με τη βοήθεια διαφόρων υποτροφιών, όπως του ΙΚΥ, της DAAD του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, της Daimler Benz, του κληροδοτήματος ADAMAS.
Στην Ελλάδα δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια, όπως το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, το διατμηματικό μεταπτυχιακό του ΑΠΘ «Σημειωτική, επικοινωνία, πολιτισμός», ενώ σήμερα είναι μόνιμη επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν μεταξύ άλλων στη διαπολιτισμική και μεταναστευτική λογοτεχνία, στη σύγχρονη μεταναστευτική λογοτεχνία, στις ελληνογερμανικές σχέσεις, στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, στην γερμανική φιλελληνική λογοτεχνία κατά το 1821, τη διδακτική της λογοτεχνίας και της δημιουργικής γραφής.
Έχει συμμετάσχει σε διεθνή και παγκόσμια συνέδρια, ενώ πρόσφατα συνδιοργάνωσε διεθνές συνέδριο με θέμα τον Φαλμεράιερ στο Νότιο Τιρόλο της Βόρειας Ιταλίας. Έχει πολλές μελέτες σε διεθνή περιοδικά και συλλογικούς τόμους, ενώ αριθμεί αρκετές ξένες και ελληνικές μονογραφίες. Η τελευταία της μονογραφία μελετά το έργο της Χέρτα Μύλλερ που έχει λάβει το 2009 το Νόμπελ λογοτεχνίας και βρίσκεται υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press.
Το «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα», Κέδρος 2022, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.