Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Διήγημα της Νάνσυς Σπετσιώτη



ΔΙΗΓΗΜΑ

«ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ»

Της Νάνσυς Σπετσιώτη

Βραβείο Εφημερίδας Ελευθερία







Copyright 2008

Το κλάμα του νεοφώτιστου Νικηφόρου έσπασε για λίγο τη βοή από τα πηγαδάκια των καλεσμένων που κρατώντας το κυπελλάκι με το γλυκό έβγαιναν σιγά σιγά στο προαύλιο της εκκλησίας. Η κολυμπήθρα έμεινε μόνη με το λαδωμένο νερό ασάλευτο μέσα της.
            Το μεσημέρι του Ιούνη ζεστό και υγρό, έφερνε ατονία κι έκανε τις βεντάλιες να κινούνται με γρηγορότερο ρυθμό. Μα δεν ήταν μόνο η ατονία αυτό που τους κατέλαβε όλους μα κάτι άλλο αδιόρατο. Κάτι που δεν είχε σχέση με τις ακτίνες του ήλιου.
            Στο Νικηφόρο, τον πρεσβύτερο, η δυσφορία ήταν πιο έντονη. Είχε βγάλει από ώρα τη γραβάτα του, την ακούμπησε σ’ ένα στασίδι και την ξέχασε μέσα στην εκκλησία. Λίγο τον ένοιαζε. Απαντούσε μ’ ένα ευχαριστώ στις ευχές για τον εγγονό του και η σκέψη του ταξίδευε αλλού. Οι περισσότεροι γνώριζαν που, αλλά κανείς δεν θέλησε να θίξει το θέμα μπροστά του. Αρκέστηκαν μόνο σε μικροσυζητήσεις και μεταξύ τους κουτσομπολιά.
            Κάποια από αυτά έφτασαν και στα αυτιά του γιού του Τάκη καθώς περνούσε ανάμεσα απ’  τις παρέες των καλεσμένων. Δεν κοίταξε καν. Είχε συνηθίσει τρία χρόνια τώρα. Έτσι προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Ότι συνήθισε. Δεν ήταν όμως μόνο ο εαυτός του, ήταν και η Δήμητρα. Πόσα προσπάθησε να συνηθίσει κι αυτή… Πόσα να καταλάβει… Κι όμως ήταν πάντα με το χαμόγελο και μια γλυκιά καλοσύνη στα μάτια. Αυτή τη «γλυκιά καλοσύνη» ερωτεύτηκε ο Τάκης και δέχτηκε όλα τα πύρα…
            Το κλάμα του μικρού Νικηφόρου ακούστηκε και πάλι για λίγο. Είχε δυσφορήσει μέσα στο γαλάζιο βαφτιστικό του κοστούμι και ποδάριζε στην αγκαλιά της Δήμητρας. Αυτή χαμογελώντας του προσπάθησε να τον ησυχάσει. Με το βλέμμα της έψαξε τον Τάκη που κάτι κουβέντιαζε σε μια γωνιά με τον κουμπάρο. Πήγε προς το μέρος του και του ‘δωσε να κρατήσει τον μικρό για να μπορέσει να τακτοποιήσει το κουτί με τα βαφτιστικά του και τα γλυκά που είχαν απομείνει. Ο Νικηφόρος παρότι άλλαξε αγκαλιά δεν σταμάτησε τη γκρίνια και κάρφωσε το βλέμμα του στην πόρτα της εκκλησίας.
            Οι πιο πολλοί καλεσμένοι ήταν ακόμη σκόρπιοι στο προαύλιο και άλλοι ανέβαιναν στα αυτοκίνητά τους που θα τους πήγαιναν ως την ταβέρνα για το τραπέζι της βάφτισης. Και τότε κάθε κουβέντα σταμάτησε. Όλοι κοκάλωσαν σαν να ΄βλεπαν το πιο μυστήριο πράγμα του κόσμου. Πισωπάτησαν, σαν να τους τραβούσε μια περίεργη δύναμη, και κάναν δρόμο, για να περάσει ανάμεσά τους. Η Μάγδα. Και πέρασε λες και ήταν η Ελισάβετ. Δεν κοίταξε κανέναν. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Ο Τάκης έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την εκκλησία με το παιδί στην αγκαλιά, που παραλίγο να του πέσει απ’ τα χέρια. Το συγκράτησε και στύλωσε το βλέμμα του στη Μάγδα που προχωρούσε με βήμα σταθερό και πλησίαζε.
            Πόσο καιρό είχε να δει τη μάνα του; Τρεις, τέσσερις μήνες; Από τότε που υποχώρησε πάλι και πήγε στο νοσοκομείο να τη δει. Είχε βγάλει τη χολή. Ούτε ευχαριστώ δεν γύρισε να πει στα περαστικά που της είπε… Κι έφυγε πιο βαρύς και πιο άδειος από πριν. Γιατί να προσπαθεί; Γιατί προσπαθεί τρία χρόνια τώρα; Του έκλεισε την πόρτα κι αυτός να περιμένει εκεί, μια χαραμάδα φως. Μια χαραμάδα φως που χάθηκε από τότε που ήρθε η Δήμητρα. Γιατί; Για το παράλογο, που δεν ξέρουμε από πού θα μας πιάσει και πόσο καιρό θα μας κρατήσει φυλακισμένους. Αυτό το παράλογο φυλάκισε και τη Μάγδα και την έκλεισε στις σκέψεις της και στις εμμονές της. Ήθελε άλλα για το γιο της, δεν ήρθαν και η πόρτα έκλεισε. Ούτε για τον εγγονό της δεν άνοιξε.
            Όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό του Τάκη. Η Μάγδα έφτασε μπροστά σε πατέρα και γιο, σταμάτησε και έμεινε να τους κοιτάει. Μόνο ο μικρός πήγε να την ακουμπήσει με το χεράκι του κι αυτή το πήρε και το φίλησε. Πρώτη φορά έβλεπε το εγγόνι της. Ο Τάκης γονάτισε εκεί στα σκαλιά. Όλοι οι άλλοι αγαλματάκια ακούνητα να κοιτάζουν λες και γινόταν η δευτέρα παρουσία.
Μετά σαν να τους τράβηξε μαγνήτης άρχισαν ν’ ακολουθούν τη Μάγδα που μπήκε στην εκκλησία. Άναψε κερί, φίλησε μια εικόνα της Παναγίας, ψιθύρισε κάτι και προχώρησε προς τα μέσα. Οι καλεσμένοι ν’ ακολουθούν. Ο Τάκης στριμώχτηκε ανάμεσά τους και μπήκε με το παιδί μπροστά, μπροστά. Η Δήμητρα, που χε βγει με τη μάνα της να βάλουν τα γλυκά που χαν περισσέψει στο αυτοκίνητο, καθόταν πίσω. Ο Νικηφόρος απ’ την ταραχή του μπήκε μέσα την εκκλησία με το τσιγάρο και το ‘σβησε πάνω στο χαλί. Η Μάγδα κάτι έψαξε για λίγο στο χώρο και όρμησε προς την κολυμπήθρα. Κάθισε μπροστά της και την κοιτούσε. Ο νεωκόρος που ήταν πιο δίπλα κάτι πήγε να πει, αλλά τα ‘χασε. Έμεινε κι αυτός να την κοιτάζει όπως κι ο παπάς που εκείνη την ώρα ξαναμπήκε στην εκκλησία. Όλοι ακούνητοι. Η Μάγδα με το βλέμμα καρφωμένο στην κολυμπήθρα. Έβγαλε το σακάκι της και άρχισε σιγά, σιγά, τελετουργικά, να ξεκουμπώνει τα κουμπιά απ’ το πουκάμισο. Βούτηξε τα χέρια στην κολυμπήθρα κι έριξε δυο χούφτες απ’ το λαδωμένο νερό στο πρόσωπο. Μετά έβγαλε και το πουκάμισο κι έμεινε με το σουτιέν, σαν να μην υπήρχε κανένας. Δύο τρία πιτσιρίκια μόνο γελάσανε. Όλοι βουβοί και το μωρό άχνα. Μετά πήρε την κανάτα που γεμίζουν την κολυμπήθρα τη γέμισε νερό κι άρχισε να το ρίχνει πάνω στο κεφάλι της. Συνέχισε για ακόμη μια, δυο φορές. Ο παπάς έκανε το σταυρό του. Το νερό να τρέχει στο πάτωμα, αυτή να είναι βρεγμένη απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια και να μην κινείται κανείς. Στο τρίτο γέμισμα της κανάτας γύρισε προς τον κόσμο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα απ’ το κλάμα. Σήκωσε την κανάτα ψηλά κι έριξε το νερό πάνω της. Κι εκείνη την ώρα, δεν ξέρω πως, ο μικρός άρχισε να χτυπάει παλαμάκια. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, όλοι, έτσι αντανακλαστικά και σ’ ένα δευτερόλεπτο γέμισε η εκκλησία χειροκροτήματα. Χειροκροτήματα ασταμάτητα. Ο κόσμος να χειροκροτά κι η Μάγδα να χει μείνει με την κανάτα στα χέρια να κοιτάζει. Έτσι στάθηκε για λίγο και μετά προχώρησε προς τον Τάκη του ‘δωσε την κανάτα και του πήρε απ’ τα χέρια το παιδί. Αυτό ούτε κιχ δεν έβγαλε. Το χειροκρότημα σταμάτησε. Σιωπή. Η Μάγδα παραμέρισε τον κόσμο που έκανε πίσω για να περάσει. Έφτασε μπροστά στη Δήμητρα που την κοιτούσε κι ήτανε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Της έδωσε το παιδί στα χέρια και τη φίλησε. Κάθισαν για λίγη ώρα έτσι κοιτάζοντας η μία την άλλη. Μετά όλοι ξαναζωντάνεψαν. Ο Τάκης πήγε κι έβαλε τη μάνα του να καθίσει. Η αδερφή της Δήμητρας την πήρε και βγήκαν έξω και η αδερφή του Νικηφόρου έριξε στην πλάτη της Μάγδας την πετσέτα του παιδιού. Μόνο ο Νικηφόρος έμεινε κόκαλο, μόνο τα μάτια του παίζαν και περνούσαν μια απ’ την κολυμπήθρα και μια απ’ τη γυναίκα του.
Μετά όλοι έτσι όπως μπήκαν ομαδικά έτσι και βγήκανε. Μείνανε στο προαύλιο κάμποση ώρα σχολιάζοντας το γεγονός. Τι να πούνε…; Μέχρι που βγήκε ο Τάκης στα σκαλιά και φώναξε να φύγουν για την ταβέρνα που τους περίμεναν. Φύγανε. Στην ταβέρνα περίμεναν πως και πώς να ρθει η Μάγδα. Δεν ήρθε. Ούτε η Δήμητρα. Ήθελαν να βρεθούν μόνες στο σπίτι να μιλήσουν.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΝΑΝΣΥ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ
 
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1981. Είναι φοιτήτρια της σχολής Κινηματογράφου του Α.Π.Θ και απόφοιτη της σχολής Διοίκησης επιχειρήσεων του ΤΕΙ Λάρισας (2004). Έχει γράψει τα θεατρικά έργα «Balance», (το Μάιο του 2008 παρουσιάστηκε στο Εθνικό θέατρο υπό μορφή θεατρικού αναλογίου), «Ταμπλό βιβάν», (3ο κρατικό βραβείο θεατρικού έργου - 2008), «Τα κορδόνια», «Burn», «Οινόπνευμα» (μονόπρακτο), «Το πέταγμα του Ίωνα» (παιδικό), (παρουσιάστηκε στις παιδιατρικές κλινικές των νοσοκομείων της Λάρισας (Απρίλιος 2009) Υπό την αιγίδα του Θεσσαλικού θεάτρου. «Το μπαλόνι» (μικρός θεατρικός μονόλογος που παρουσιάστηκε σε θεατρικά φεστιβάλ της Αθήνας μέσα στο 2008), «Rose 2112», (μικρός θεατρικός μονόλογος, παρουσιάστηκε στο θέατρο Φούρνος τον Οκτώβρη του 2008). Έχει σκηνοθετήσει και γράψει το σενάριο της μικρού μήκους ταινίας με τίτλο «Αποχαιρετισμός στα όπλα…» (2008) με τους Θύμιο Καρακατσάνη, Γεράσιμο Σκιαδαρέση και Έρση Μαλικένζου. Προβλήθηκε στους κινηματογράφους μπροστά από την ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο», Απέσπασε δύο τιμητικές διακρίσεις στο Φεστιβάλ μικρού μήκους Δράμας καθώς και βραβεία σε άλλα φεστιβάλ. Το σενάριό της απέσπασε το πρώτο βραβείο στο φοιτητικό φεστιβάλ Crash fest (2007). Επίσης έχει σκηνοθετήσει και γράψει το σενάριο της μικρού μήκους ταινίας με τίτλο «Τιμωρία» (2009). Από το 2001 έχει γράψει πάνω από 25 σενάρια μικρού και μεγάλου μήκους και βραβεύτηκε για το σενάριο μεγάλου μήκους με τίτλο «Εξ’ αίματος» στο διαγωνισμό σεναρίου Scripta manent. Μέσω του προγράμματος Media desk της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρακολούθησε κινηματογραφικά σεμινάρια στο εξωτερικό με εισηγητές τους (Miguel Machalski, David Hanson, Phil Parker, Christian Routh, Jurgen Wolff κ.α). Επίσης έχει παρακολουθήσει θεατρικά και κινηματογραφικά σεμινάρια στην Ελλάδα. Εργάζεται σαν κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρίες και εργάστηκε σαν βοηθός διεύθυνσης παραγωγής στην τηλεοπτική σειρά «Ματωμένα χώματα». 



Δεν υπάρχουν σχόλια: