που κονταροχτυπιούνται
με συννεφιών λεζάντες.
Είναι κάτι Ψυχοσάββατα
πολύωρων γονυκλισιών
που συναποτελούν τις παραγράφους
σαστισμένων δακρύων.
Είναι κάτι Ψυχοσάββατα
που θρηνοκελαηδούν όλων των ζωντανών
το πολύσπορο βλέμμα
που έχασε στο ζύγι.
Ως ένα ψυχογράφημα, ως ένα μικρό μυθιστορηματικό φιλοσοφικό δοκίμιο μπορεί να χαρακτηριστεί το δεύτερο συγγραφικό πόνημα της Χρύσας Μαστοροδήμου με τίτλο «Ο βιβλιοπώλης».
Η συγγραφέας κατάγεται και ζει στη Λάρισα όντας εκπαιδευτικός με σπουδές που αφορούν τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και την Ειδική Αγωγή. Η Χρύσα Μαστοροδήμου γράφει μεν από τα εφηβικά της χρόνια και έχει διακριθεί για τα ποιήματά της με βραβεία και επαίνους ουκ ολίγες φορές, αλλά εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Τα τεμάχια» μόλις το 2021. Είχαν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές «Διερμηνείς, ποιητικές επιλογές» και «Κλειδιά στο τραπέζι» το 2009 και το 2018 αντίστοιχα.
Το δεύτερο μυθιστορηματικού τύπου πόνημα της συγγραφέως προσιδιάζει περισσότερο σε φιλοσοφικό δοκίμιο παρά σε μυθιστόρημα. Αφορά τον τρόπο διαχείρισης μιας ερωτικής απογοήτευσης ενός βιβλιοπώλη, του Άγγελου. Ο Άγγελος είναι ένας καθ’ όλα συνηθισμένος άνθρωπος που ζει μια εντελώς συμβατική και συνηθισμένη ζωή. Όλα αυτά μέχρι που γνωρίζει μια μικρότερή του κοπέλα, τη Γιώτα, την οποία και θα ερωτευτεί σφόδρα. Όταν όμως εκείνη θα αποφασίσει τελικά να τον εγκαταλείψει, εκείνος θα βυθιστεί στη μελαγχολία αφού προβεί σε μία ανασκόπηση της μέχρι τώρα ζωής και των σχέσεών του έως τότε. Η Γιώτα, η πρώτη αγάπη του η Άννα, η Κλαίρη, η Λουκία και άλλες πολλές γυναίκες, όλες, θα διαπιστώσει ο ίδιος, άφησαν το στίγμα τους στην ψυχή του. Καμία, όμως, δεν ήταν σαν τη Γιώτα, εκείνη που αποδείχθηκε η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του που χάθηκε, όμως, ανεπιστρεπτί…
Πώς βιώνει καθένας από εμάς την εγκατάλειψη και την απώλεια του έρωτα; Πώς καταφέρνει κάποιος να διαχειριστεί κάτι τόσο επώδυνο για τον ψυχισμό του; Και τι γίνεται με τις αναμνήσεις που μας κατακλύζουν όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς συμβιβάζουμε τη λογική με το συναίσθημα;
Το βιβλίο της Μαστοροδήμου παρέχει αρκετή τροφή για ενδοσκόπηση στους αναγνώστες του και θα τους επιφυλάξει ένα αναπάντεχο φινάλε για το τέλος της θλιβερής αυτής για τον Άγγελο ερωτικής ιστορίας. Πρόκειται, επομένως, για ένα πόνημα το οποίο απευθύνεται σε αναγνώστες που αποτελούν «ανήσυχα πνεύματα», τουλάχιστον από αναγνωστικής απόψεως.
«Πόση απελπισία και κακία καταφέρνει να κουβαλάει το ανθρώπινο πλάσμα μέσα του για μια τόσο εφήμερη ζωή; σκέφτηκε. Πρέπει να είναι το μοναδικό είδος που τα καταφέρνει τόσο καλά. Να αυτοκαταστρέφεται, να διαλύει ό,τι αξίζει και ό,τι πρέπει να αγαπά. Να αρέσκεται στην αυτολύπηση και να χαίρεται με πράγματα χωρίς αξία, ενώ τα αληθινά είναι πάντα μπροστά του. Πόσο αξιολύπητος είναι ο άνθρωπος πραγματικά! Πόσο αξιολύπητοι είμαστε!»
ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ
Ευτύχησα ν’ ασπαστώ την καλή μου τη μοίρα
στα μάτια σου τα εκφραστικά και καλοσυνάτα,
στο συναπάντημα με της ψυχής σου το μεγαλείο,
σμιλεύοντας με χάρη του έρωτα την πλησμονή.
Σε πρόσμενα νύμφη των καιρών, άγια και ελεούσα,
τρισεύγενη θεά της παράδοσης και των μύθων,
νεράιδα σε αποζήτησα στην έκσταση των πόθων
να βρω απάγκιο στη ζωή και λάτρεμα να προλάβω.
Στα σταυροδρόμια της ζωής σε καρτερούσα
αγλάισμα ευγενικών ονείρων και πανδαισία,
μαζί σου σε θεοβάδιστα σοκάκια να βαδίσω
και τις πεθυμιές μου στις απαντοχές σου να ζήσω.
Ευδόκησαν της αγάπης και της τύχης οι θεοί,
μελίρρυτοι ν’ ανοίξουν της καρδιάς μας οι κρουνοί,
στ’ αγκάλιασμα το σφιχτό να στέρξουν οι χαρές μας
και τα χείλη μας το «σ’ αγαπώ», γλυκά να ψιθυρίσουν.
Λαμπρύνονται οι μέρες μου στην αρχοντιά σου,
ουρανόσταλτες και λιόφωτες σε πρωινά μαγεμένα
και οι νύχτες μου φεγγαρόλουστες κι ασημωμένες
στης αγρύπνιας το λευτέρωμα και τη σκλαβιά.
Ξέχωρος μικρός θεός εγώ κι εσύ το ίνδαλμά μου,
θεία ευχαριστία η ζωή και πλέρια ευγνωμονούσα,
καθώς είναι το αντάμωμά μας ολοκλήρωσης σπονδή,
θέωση και λύτρωση στο συνομίλημα των ψυχών μας.