Την Κυριακή του Πάσχα
Με ξένους και δικούς
«Χριστός Ανέστη» είπα και ξαναείπα.
Με σύμπασα την οικογένεια και φίλους πολλούς
έφαγα του σκασμού και ήπια.
Και μετά της μέρας την όλη ευωχία και κραιπάλη,
απόγιομα της Κυριακής του Πάσχα κι αγάλι-αγάλι,,
περπατούσα μοναχή στου Λουτρακίου το περιγιάλι.
Αχ και να ’φευγε η θολούρα του μεθυσιού απ’ το κεφάλι!
Μα τρίκλιζα τόσο πολύ απ’ τη ζάλη
που σ’ ένα βραχάκι απάγκιασα, ρουφώντας τη θαλασσινή δροσιά.
Κι όπως αγνάντευα της θάλασσας την απλωσιά
κάπου απόμακρα, πέρα στης Κορίνθου μιαν αποβάθρα
είδα τα δίχτυα τους αρμαθιές κι αράδες-αράδες
να συγυρίζουν μια παρέα ψαράδες.
Στα αυτιά μου έφερνε φωνές η αύρα,
μιας συνομιλίας απόηχο μ’ έναν άνδρα
που δίπλα τους στεκόταν ορθός,
ντυμένος με ταπεινές φορεσιές.
Και πάνω τους όπως άφηνε ο ήλιος τις τελευταίες ακτίνες φωτός,
ξαφνικά, δεν ξέρω πως,
μες απ’ τις ανάριες σκιές, στο λυκόφως του δειλινού
σα παιχνίδισμα οράματος ονειρικού,
εικόνα μου φάνταξε λαμπρή στο νου,
σάμπως ο Χριστός ν’ αντάμωσε τους Μαθητές.
Κι απ’ την ψυχή μου ευθύς
αναστεναγμός αναδύθηκε γλυκύς
κι είπα, με τρέμολο στη φωνή:
-Ω! Κύριε! Σε βλέπω στα μάτια μου εμπρός!
Κι ήθελα να τρέξω. Στα πόδια Του να προσπέσω.
Την άκρη της φορεσιάς Του ν’ ακουμπήσω.
Μια στιγμή μαζί Του να συνομιλήσω.
Μα κει που βρισκόμουν, με κάρφωσε ο συλλογισμός:
Αλήθεια, τί να του εξιστορήσω;
Για ποια να παραπονεθώ;
Πως της Ανάστασης το νόημα έχει παρερμηνευθεί;
Πως της αλήθειας Της το φως, ιλαρό φως τ’ ουρανού
βρίσκει κλειστή των ανθρώπων την ψυχή;
Για το πόσο άγριος στη μορφή έγινε ο κόσμος εδώ στη γη;
Πως παύσαμε πια οι άνθρωποι αθώοι να ’μαστε κι απλοί
και γίναμε προπέτες ενώπιον του Θεού;
Πως πλάτυνε η ασχήμια μας, και φούσκωσε Ωκεανός
κι ως τ’ άδυτα πλημμύρισε των Ναών Του
κι ο βρώμικος αφρός της μολύνει τον Σταυρό Του;
Πως ο Οίκος Του, έγινε πάλι Οίκος Εμπορίου
και δεν υπάρχει φραγγέλιο ν’ αποδιώξει τις φωλιές του «θηρίου»;
Πως στους άμβωνες αναστήθηκαν οι Γραμματείς κι οι Φαρισαίοι
και τα νοήματά Του τα σοφά με κούφια λόγια τ’ άλλαξαν πλανερά;
Πώς στα Πάθη Του μπροστά
διαβαίνουν πομπές αναίσχυντων οργίων
και μολύνεται η Ανάστασή Του μ’ αίμα αθώων εριφίων,
αμνών που υπήρξαν το Ομοίωμά Του;
Πως στο Ικρίωμά Του
Μαγδαληνή δεν ανεβαίνει, τα πληγωμένα Του μέλη
με το μύρο απ’ το αγγείο της ψυχής της να πλένει;
Πως ούτε άλλη καμία
τον ακολουθεί στου Γολγοθά την πορεία
με τα μαλλιά να σφουγγίσει τα ματωμένα Του πόδια;
Ω! Με τι στόμα για όλα αυτά να του μιλήσω
και τα λόγια μου έκανα πέτρα, τους άλλους να λιθοβολήσω;
Μη κι όμοια δεν είμαι σαν τους πολλούς μες το πλήθος της γης;
Μη και κατάφερα το δρόμο Του πιστά ν’ ακολουθήσω;
Μη και ξαγρύπνησα δίπλα Του μαθητής
την ώρα της εναγώνιας προσευχής
στο όρος των Ελαιών;
Μη και το είναι μου έκανε ό, τι μπορούσε
για τη σωτηρία της πανανθρώπινης ψυχής;
Μη και δεν του ’δωσα της προδοσίας το φιλί;
Και στην τραγωδία του Μεγάλου που περνούσε,
-παίγνιο στα χέρια των μικρών-
όπως ο Πέτρος, δεν τον απαρνήθηκα τρεις;
Και σαν σκοτείνιασε ο ουρανός
κι ως τα θεμέλια σείστηκε η γη,
κείνη την άφατη στιγμή που στο σταυρό ξεψυχούσε
κι είπε: «άφες αυτοίς»
αιώνια ζωή χαρίζοντας στον διπλανό Του ληστή
όπως οι γύρω Του, αλαφιασμένοι
μη δεν έτρεξα κι εγώ τρομαγμένη,
τη ζωή μου να σώσω τη θνητή;
Ω! Πώς ριγούν τα φυλλοκάρδια στην ψυχή!
Κι απ’ τα μάτια μου καυτών δακρύων κυλά ποταμός.
Και την αμαρτία μου με συντριβή θα την πω.
Φορές που ’κανα βήμα ένα εμπρός,
Αλίμονο, γύριζα πίσω δυο!.....
Ιουλία Κορμεντζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου