Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Πυροβολάκης Αντώνης Ποίηση



Όχι  άλλη μουσική

Όχι  άλλη μουσική.
Μονάχα  οιμωγές αθλίων   στα  καταγώγια του  λιμανιού.
Μονάχα  ένα τραύμα  στην  ψυχή, έγκαυμα  της  αβύσσου.
Μονάχα  κλάματα νυχτοπουλιών  που γίνανε  στάχτη  την χαραυγή.
Όχι  άλλη μουσική.
Μονάχα  κορναρίσματα σωμάτων  που σκοτώνονται  στις τροχοφόρες  ώρες  της φυγής  σου.
Μονάχα  ένα εκτελεστικό  απόσπασμα  από σπασμένα  ντέφια  σ’ ένα  πανηγύρι  λυπημένων.
Μονάχα  τα αιμάτινα  αναφιλητά  των παπαρούνων  στα  επείγοντα.
Όχι  άλλη μουσική.
Μόνο  γκρεμοί πεφταστεριών  στους  ουρανούς της  νύχτας.
Μονάχα  ένα βούισμα  του  ανέμου ανάμεσα  στις  μαρμαρένιες πλάκες.
Γιατί  απόμεινε μόνο  ένα  μικρό παιδί  να  δείχνει στους  θανάτους,
τους  αθώους μιας  βομβαρδισμένης  πόλης.
Όχι  άλλη μουσική.
Μονάχα  το αλύχτισμα μιας  διψασμένης  σέρας.
Μονάχα  ρόγχοι παραθύρων  σ’  ένα δηλητηριασμένο  άστυ.
Όχι  άλλη μουσική
Γιατί  χρυσάφι αγοράζει  την  αγάπη.
Γιατί  τα όνειρα  κυλίστηκαν  στις λάσπες.
Γιατί  απόμεινε μονάχα  η  σιωπή της   απουσίας.
Όχι  άλλη μουσική.

Πώς;


Κοιτάζει  έξω από  το  παράθυρο 

  το  ποντοπόρο    του Φελίνι   να  ανασαίνει  ραγισμένους  ουρανούς.

 Ξεπλένει  αποφάγια  προδοτών  σε δείπνα  μυστικά,  στους νεροχύτες  των  Νηρηίδων.

Ακούει  τη βροχή  να  ψιχαλίζει  ήσυχους  θανάτους  στο ανατρίχιασμα   του  χινοπώρου, 

ένα  χορό στιλέτων  στην  άχλη   της  σκόνης, 

που  φέρνει σεντεφένια  φτερουγίσματα  πάνω απ’  τα  βάραθρα του  παραδείσου.

 Κινέζικα   αηδόνια  σε γλυκούς  νοτιάδες   καραμέλες  από το χθες,

 ραμφίζανε  τις  παιδικές  φωνές της,

τις  ομοιοκατάληκτες  αγάπες της.

Κοιτάζει  έξω τις  άδειες   καρδιές των  κρίνων,

                      των  ροδανθών την πίκρα   που  φαρμάκωσε  το  νηπενθές  σκοτάδι 

            στα έγκλειστα   σκληρίσματα   σκληρών φωτογραφιών,

          με άσπρα  νυφικά  και μαύρα μάτια.

             Ο φτερωτός  θεός  της έπαιξε  μια  φάρσα και  τη  πέτυχε

 στις  πολεμίστρες  γκρεμισμένων άστρων, κάστρων  από  ουρανόλιθους, 

                  μ’  ευχές και  βέλη  που την ήθελαν σειρήνα,  μαινάδα 

   μίας πλάνας   ερημιάς,

να   ξεμυαλίζει     των ποιημάτων  τ’  αποπαίδια. 

          Καραδοκούν  του χρόνου  τα  σκυλιά για  να την πετσοκόψουν,

         μα εκείνη  κοιτάζει  έξω από  το  παράθυρο

               ξαρμυρισμένα  πλοία να  σαλπάρουν  για  τη  λησμονιά.

         Τα κλάματά  της  αντιβουίζανε τα  μνήματα,

           ανάεροι  λυγμοί από  τη  ψίχα των  μαρμάρων  που δονούσανε   την  ειμαρμένη.

            Κοιτάζει έξω  από το  παράθυρο

           τα χρώματα  στα  σώματα να  κοινωνούν   ηλιόφως.

            Αλήθεια  πώς το  άρωμά  της νήστεψε  τα  γιασεμιά ;

                Πώς  άντεξαν τα  καλοκαίρια  να τη  βλέπουν να  γερνάει τόσο  μόνη;

              Τα   όνειρα  πώς  χάθηκαν  σαν ταξιδιάρικα  πουλιά;                  


           

Δεν υπάρχουν σχόλια: