Πραξικόπημα
Άκουγα των μεγάλων δέντρων την ανάερη ταχυπαλμία.
Πυροβολούσες τους καθρέπτες.
Άκουγα το είδωλο της σφαίρας , δουλικά εναπόθετε
τα θρύψαλα της σμαραγδένιας σου ματιάς στα βρώμικα χέρια του χρόνου,
το φευγαλέο της νεκρής στιγμής που άσθμαινε μίας θλιμμένης στέπας τις χιονονιφάδες.
Πυροβολούσες αμούστακα παιδιά, κοτσύφια που φτεροκοπούσαν στους ανέμους της οδύνης,
που τσιμπολογούσανε τις νύχτες ψίχουλα φιλιά στην κοίτη των ρυτίδων της μορφής σου.
Την τραβολογούσανε τις Κυριακές τα κόκκινα φανάρια ενός δειλινού πορνείου
στις ράμπες και στις άψυχες αγάπες.
Η νιότη είναι αμαρτία σου ψιθύριζαν οι μαυροντυμένες μάνες.
Μα εσένα σου είχανε συγχώρηση χαρίσει τα μελτέμια.
Βλέπεις ήσουν μια προμελέτη ειδεχθής, ο οργασμός ενός Αυγούστου.
Έτσι γεννήθηκαν οι λέξεις.
Έτσι πέθαναν οι ατάλαντοι.
Έπαρση θα μου πεις, όχι , η ποίηση μου είναι η εκπαραθύρωση της φρίκης.
Ξεδίψασα απ’ την φωτιά που έκαψε τα δάκτυλα και την καρδιά μου.
Άκουγα των μεγάλων δέντρων τους ανάερους λυγμούς.
Χαμογελάς τρελή και χορτασμένη από αστροφώτιστα κενά.
Το ψεύδος μου κτήνος που ξεδιψά στα ρυάκια της αθανασίας
Ακούς αχούς κλαμάτων απ’ το δρόμο πέρα μακριά;
Δεν είναι γέννες ούτε θάνατοι αργοί.
Είναι της ζωής το πραξικόπημα κάτω από τις τέφρες των μεγάλων ουρανών.
Δικαιοσύνη
Νιότη πως χάνεσαι σαν μια πεταλούδα που χιμάει στους τυφώνες
με δύο ψεύδη για φτερά.
Με μια καρδιά κουρέλι πήγα στον επίσημο χορό των πιστολιών.
Δάκτυλα και σκανδάλες , χλωμές τελείες και μηδενικά καταραμένων φεγγαριών
στα μπακαλοδέφτερα του χάους.
Στα χείλη πορφυρές μανόλιες μια αλήτικης αυγής
φιλί απόγινε στο μέτωπο μιας καταιγίδας.
Σε σκοτεινά σοκάκια φίδια, στα χνάρια του Ιούδα ακροπατούσε ένας κοντορεβιθούλης.
Αλλού να στρέφει, μ’ ένα κόλαφο στο μάγουλο από την πείνα του απείρου,
η ορφανή ματιά μου, σαν αντίκριζε τα εντόσθια της αμαρτίας να αρωματίζουνε το ύστατο.
Θυμάσαι Ιουδήθ όταν στο βυθό του παραδείσου τάιζες μ’ αφρόψαρα τις σαρκοβόρες ανεμώνες;
Θυμάσαι το έμεσμα του Βεζούβιου
φλοίσβο του πουθενά πηχτό σα μέλι αλειμμένο σε Σαββατιάτικο ζεστό ψωμί.
Ο διάβολος επιστράτευσε τις μυρμηγκοφωλιές για να δολοφονήσουνε τ’ αστέρια.
Αγγίζω την αγνότητα, είμαι το αερικό του κόκκινου θανάτου
ενός βάζου λυκόφωτος σπασμένου από σκοτάδι.
Τα χέρια μου ζεσταίνω στην ανάσα ενός πρόβατου από γρανάζια.
Στην ανθισμένη κορυφογραμμή ενός λυγμού μιας παλλακίδας νύχτας,
πουλάω την αυτογνωσία των πεφταστεριών στους ποιητές,
στα δεκανίκια ενός σακάτη τυμβωρύχου που έσκαβε μονοπόδαρος το χώμα της σοφίας.
Για πες μου τι δεν καταλαβαίνεις;
Όταν αναστηθούμε θα σου κάνω δώρο τον χρυσό μου τον σταυρό.
Να τον φοράς σα χάδι στο γυμνό λαιμό σου.
Το ξέρω πως οι άγγελοι από εμένα θα σε κλέψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου