ΞΕΝΙΤΕΊΑ
Εκεί που οι μέρες έσμιγαν με ήλιους πρωινούς
τα αθώα της άνοιξε τα μάτια
το γάλα της αγάπης
στο ταπεινό της σπίτι θήλασε
από κουρασμένα στήθη πονεμένα.
Σ’ ένα κλωνάρι που λυγούσε ο άνεμος
για λίγο άνοιγε
με τ’ άλλα τα παιδιά
τ’ αγγελικά της τα φτερά
μια πεταλούδα ανοιξιάτικη χαϊδεύοντας.
Ανθόμυρους επιτάφιους στόλισε
και δάκρυσε στο << η ζωή εν τάφω >>.
Στη μυστική της μοναξιά
ακίνητη εκστατική
μαγεύτηκε σ’ ολόγιομο φεγγάρι
από τη χάρη τ’ ουρανού.
Βοριάδες χτένιζαν τα ξέπλεκα μαλλιά της
και χαμοκέρασα τα χείλη βάφαν κόκκινα
όταν μικρό ένα πουλί δροσούλες τίναζε
απ’ τα μικρά πολύχρωμα φτερά του.
Βρύσες τραγούδησαν εσπερινές αλαργινές αγάπες
κι οι ορίζοντες
τυλίγονταν τριγύρω απ’ το λαιμό της
με βραδινά αστέρια στολισμένοι.
Αγάπησε ! Προδόθηκε !
Της ξενιτιάς το τίμημα
ήταν της λησμονιάς της το βοτάνι.
Νερό ο καιρός νερό η ζωή
κάτω κυλάν στου χρόνου τα φαράγγια.
Μην την ξυπνάτε !
Σε κάποια βόρεια παγωμένη γη κοιμάται
προσμένοντας μια ακήρατη αγάπη
προσμένοντας τη μέρα
που η αληθινή δικαίωση θα ’ρθει
σε ήλιου ένα αιώνιο Αγάπης πανηγύρι.
Β.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου