Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Διήγημα

Το τρένο

Ο κυρ Ανδρέας ξύπνησε νωρίς εκείνη τη μέρα. Τελείωνε  η άνοιξη και οι μέρες ήταν σχεδόν καλοκαιρινές. Βγήκε στο μπαλκόνι και  κοίταξε κάτω στο δρόμο. Η κίνηση των αυτοκινήτων είχε ήδη ξεκινήσει παρόλο που δεν είχε ξημερώσει καλά - καλά. Πάντα αυτή η πόλη ήταν ζωντανή από πολύ νωρίς.
Άλλοτε τέτοια εποχή οι γλάστρες  του μπαλκονιού θα είχαν γεμίσει ανθάκια και μπουμπούκια αλλά τώρα μόνο ξεραμένοι βλαστοί είχαν απομείνει. Η σκέψη αυτή του έφερε θλίψη και βιάστηκε να μπει μέσα.
Όπως κάθε μέρα από τότε που έχασε την κυρά Παναγιώτα ντυνόταν και πήγαινε στο σταθμό των τρένων να πιει τον καφέ του. Του βάραινε η καρδιά να κάθεται και να πίνει τον καφέ μόνος του. Τόσα χρόνια μαζί, χαρές και λύπες τα κουβέντιαζαν με τον καφέ τους και τώρα δε μπορούσε να συνηθίσει αυτή την απουσία, την ερημιά του δωματίου, τη σιωπή. Εκείνη την ημέρα ακόμη περισσότερο. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος και ακόμη νιώθει αυτό το κενό.
- Καλώς τον κυρ Ανδρέα, τον καλημέρισαν εγκάρδια οι υπάλληλοι του σταθμού. Τον είχαν μάθει όλοι αφού τον τελευταίο καιρό πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα.
- Καλημέρα, καλημέρα, απάντησε με χαμόγελο και έπιασε θέση στο καφέ που έβλεπε προς τα  τρένα.
Η κίνηση είχε αρχίσει και εδώ. Βιαστικοί επιβάτες, αγουροξυπνημένοι, έτρεχαν να βγάλουν εισιτήριο για να προλάβουν κάποιο τρένο. Φοιτητές, εργαζόμενοι, νοικοκυρές, τους καταλάβαινε ο κυρ Ανδρέας από τον τρόπο που περπατούσαν, από τα βλέμματα τους τα άλλοτε ανυπόμονα και άλλοτε μελαγχολικά. Του άρεσε αυτή η κοσμοσυρροή, ακόμη και το βαριεστημένο σύρσιμο της βαλίτσας, οι νευρικοί επιβάτες, οι χειρονομίες, του έδιναν την αίσθηση της ζωής. Απολάμβανε αυτό το βιαστικό πηγαινέλα, του έδινε την αίσθηση των νιάτων, της ζωής που προσδοκούσε ο καθένας, το μέλλον.
Ο σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του: βαρύ γλυκό, όπως πάντα. Το πρώτο πρωινό τρένο είχε ξεκινήσει. Κοίταξε τον προορισμό: προς Θεσσαλονίκη. Του έφερνε μνήμες αυτό το δρομολόγιο. Όταν ήταν νεότεροι και δεν είχε τόσα προβλήματα με τα πόδια και τη μέση του, έπαιρνε την κυρά Παναγιώτα και πήγαιναν στις κοντινές παραλίες του Πλαταμώνα ή των  Ν. Πόρων για καφέ η μπάνιο. Του άρεσε η διαδρομή και διασκέδαζε με το ανέμελο, ετερόκλητο,  χρωματιστό πλήθος από τότε. Αγαπούσε τους ανθρώπους και πάντα προσπαθούσε να καταλάβει την ιστορία τους, τους κρυφούς τους πόθους, τα όνειρά τους.
Μα και η Παναγιώτα του, πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για τον καθένα. Πάντα τους δικαιολογούσε όλους. Ακόμη και όταν την πλήγωναν ή της φέρονταν άσχημα. Εκείνος τη μάλωνε που έδινε συγχωροχάρτι σε όλους αλλά κατά βάθος τη θαύμαζε για τη μεγάλη της καρδιά. Πάντα είχε κάτι αστείο να του πει ή να θυμηθεί και ότι δυσάρεστο τους συνέβαινε προσπαθούσε να το διακωμωδήσει, να το κάνει να φαίνεται ασήμαντο. Δεν είχαν περάσει και λίγα, τι να πρωτοθυμηθεί:  οικονομικά προβλήματα, προβλήματα με το Δημήτρη το γιο τους, απώλειες φίλων. Ας είναι, καλά τα κατάφεραν. Με το εφάπαξ που πήρε από τη σύνταξη του, άνοιξε στο γιο του, το δικηγορικό του γραφείο και η Κατερίνα η κόρη τους, ευτυχώς είχε διοριστεί στην Τράπεζα 
Πέρασαν δύσκολα χρόνια, εκείνος με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου τι να πρωτοκαταφέρει. Η Παναγιώτα είχα σταματήσει τη δουλειά μιας και δεν είχαν κάποιον να τους βοηθάει με τα παιδιά. Για αυτό δεν κατάφερε ποτέ του να αγοράσει αυτοκίνητο αν και δεν τρελαινόταν κιόλας, μια χαρά του άρεσαν τα τρένα για τις μετακινήσεις του.
Αν ζούσε λίγο ακόμα η Παναγιώτα του, θα χαιρόταν με το γιο τους το Δημήτρη πόσο σοβαρός και υπεύθυνος είχε γίνει και η κοπέλα του: όμορφη,  ευγενέστατη και γλυκιά.
Τους είχε παιδέψει στην εφηβεία και αργότερα. Ατίθασο, νευρικό παιδί, ήθελε πάντα το δικό του να γίνεται.  Ότι του κατέβαινε στο κεφάλι το έκανε. Ίσως να έφταιγαν και αυτοί λίγο, ήταν ο πρώτος γιος, είχαν αργήσει να τον κάνουν και δε του χαλούσαν χατίρι.
Μια φορά είχε φύγει από το σπίτι τρεις ημέρες για να πάει σε ένα φεστιβάλ στην Κέρκυρα παρά τις αντιρρήσεις τους. Μέχρι να γυρίσει η Παναγιώτα κόντεψε να αρρωστήσει. Όταν επέστρεψε εκείνος έκανε σα να μη συνέβαινε τίποτα. «Θα το μαθαίνατε στις ειδήσεις αν πάθαινα κάτι», απαντούσε κυνικά.
Η Κατερίνα, η κόρη τους, ήταν το αντίθετο. Πάντα συνεργάσιμη και πρόθυμη να βοηθήσει. Είχε μοιάσει της Παναγιώτας ενώ ο γιος τους, το παραδεχόταν τώρα πια είχε πάρει από το δικό του χαρακτήρα που ήταν λίγο ισχυρογνώμων. Ο κυρ Ανδρέας όμως στεναχωριόταν για την Κατερίνα που την έβλεπε μόνη. Κόντευε τα τριάντα και δεν είχε γνωρίζει κανέναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της. Η κόρη του τον κορόιδευε. «Κι εσύ που παντρεύτηκες τι κατάλαβες; Μια χαρά περνάω και μόνη μου.» Άντε να της εξηγήσει τώρα. Για κείνον η Παναγιώτα ήταν όλη του η ζωή. Χωρίς αυτήν δε θα είχε νόημα ότι και να έκανε.
Είχε μόλις τελειώσει το στρατιωτικό όταν τη γνώρισε. Κοπέλα κι εκείνη που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και φοιτούσε στη νοσηλευτική σχολή. Την έβλεπε κάθε μέρα που γυρνούσε από τη σχολή. Του άρεσαν τα μακριά μαλλιά χυμένα στους ώμους, τα πράσινα μάτια που έλαμπαν από προσδοκίες και όνειρα, το βιαστικό περπάτημά της. Τι τα θυμάται τώρα; Μα η σκέψη του δε λέει να ξεκολλήσει από κει λες και τη βλέπει τώρα. Λίγες μέρες αργότερα γνωρίστηκαν από ένα κοινό γνωστό τους. Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Στην αρχή δούλευε και εκείνη στο νοσοκομείο. Τι βόλτες και τι εκδρομές έκαναν τότε. Μόλις σχολούσαν από τις δουλειές και έβαζαν μια μπουκιά στο στόμα έφευγαν για μπάνιο στις γειτονικές παραλίες. Μπορεί τα λεφτά τους να ήταν λίγα ωστόσο η διάθεση και η ενεργητικότητά τους περίσσευε. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ένιωθε πολύ τυχερός που τη γνώρισε. Κάτω στη θάλασσα μάζευε κοχύλια και έγραφε δίπλα - δίπλα τα ονόματά τους όπως είχε δει να κάνουν στο σινεμά οι πολύ ερωτευμένοι. Σε μια φωτογραφία που την κρατά πάνω του, εκείνη με άσπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά, μοιάζει με αρχαία Θεά. Για εκείνον και όταν πέρασαν τα χρόνια παρά το βάρος του χρόνου και των αλλαγών που είχαν επιφέρει και στους δυο, εκείνη ήταν η Θεά που είχε γνωρίσει, ένα κορίτσι με κάτασπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά.
Το σφύριγμα του τρένου τον ξεκόλλησε για λίγο από τις σκέψεις του. Δίπλα του ένα ζευγαράκι αποχαιρετιόνταν. Η κοπέλα είχε σκοτεινιάσει, σαν ουρανός πριν την καταιγίδα και ο νεαρός της έπιανε το χέρι και της μιλούσε τρυφερά. Πάντα τον συγκινούσε η εικόνα του έρωτα και όταν οι συνομήλικοί του μιλούσαν αρνητικά για τα νεαρά ζευγαράκια που εκδήλωναν αυθόρμητα τον έρωτά τους σε δημόσιους χώρους, αυτός χαμογελούσε. Ήταν πάντα με τον έρωτα. Πάντα με το αυθόρμητο και το αληθινό.
Το τρένο έφυγε. Το ζευγάρι αποχαιρετίστηκε για τελευταία φορά. Ο κυρ Ανδρέας δάκρυσε. Νοστάλγησε την παρουσία της Παναγιώτας.
–  Θα σε περιμένω, φώναξε το αγόρι στην κοπέλα.
– Καλή αντάμωση, είπε εκείνη και μπήκε στο τρένο.
Ο κυρ Ανδρέας χαμογέλασε. Όταν έχεις ζήσει τόσο όμορφα, δεν πρέπει να λυπάσαι, σκέφτηκε. Και εκείνος είχε ζήσει την αληθινή και σπάνια αγάπη και ένιωθε τυχερός για αυτό. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να τη ζήσουν. Ο κόσμος θα ήταν πιο όμορφος. Πίστευε ότι η αγάπη μαλακώνει τον άνθρωπο, του δίνει νόημα ύπαρξης, τον κάνει λιγότερο εγωιστή.
Τι θα ’δινε κι αυτός σήμερα να μπορούσε να ανέβει σε ένα τρένο και να κάνει ένα ταξιδάκι έστω κοντινό στα γνωστά τους μέρη, να ξανατρυγήσει μνήμες και να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Να μαζέψει κοχύλια και να σκαλίσει στην άμμο ιστορίες, ονόματα, χρονολογίες όπως παλιά που ο χρόνος δε φαινόταν να έχει σημασία.
Και τότε είδε το τρένο να έρχεται. Κι ήταν σα να σταμάτησε μόνο για αυτόν. Ένα φως τον θάμπωσε, κάποιος τον φώναζε ή έτσι του φάνηκε. Μια γνώριμη φιγούρα του έγνεφε. Δεν έβλεπε και καλά πια αλλά ναι ήταν σαν τη δική του την Παναγιώτα η κοπέλα με το άσπρο φουστάνι και τα ξέπλεκα μαλλιά που του έγνεφε.
Το μεσημεράκι, ο σερβιτόρος πήγε να μαζέψει, το φλιτζάνι του καφέ. Δε του έκανε εντύπωση που ο κυρ Ανδρέας έμεινε τόσο πολύ. Το συνήθιζε πότε - πότε. Ούτε που τον είδε με τα μάτια κλειστά. Καμιά φορά τον έπαιρνε κι ο ύπνος μέσα στις σκέψεις του. Εκείνη την ημέρα όμως ο κυρ Ανδρέας είχε φύγει. Είχε πάρει το δικό του τρένο παρέα με την Παναγιώτα. Πώς να αντιστεκόταν σε ένα άσπρο φουστάνι και σε τόσο όμορφα μάτια και μαλλιά;.

(Ανθολογία διηγημάτων 32 Λαρισαίων γυναικών, έκδοση ΕΛΟΣΥΛ Λάρισας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: