Μετάλλαξη
Χουχουλιάζει . Ο χώρος της ζεστός και γαλήνιος. Υφασμένος από λεπτές αέρινες ίνες, ανθεκτικές ωστόσο. Σε χρυσαφένια χρώματα. Μια μεταξένια κλωστή κυλάει αργά από το στόμα της, γίνεται κολλώδης βλέννα στα τοιχώματα. Τρυπώνει ως εκεί το φως του ήλιου σε λεπτότατες φέτες και η μυρωδιά από φρέσκο χώμα. Θροΐζουν τριγύρω τα φύλλα της μουριάς μουσκεμένα από τη νυχτερινή πάχνη. Μισοκλείνει τα μάτια. Μέρες τώρα το σπίτι μοιάζει να στενεύει απελπιστικά. Σφίγγει ο κλοιός γύρω της. Κάποια στιγμή θα ακούσει το κρακ! Θα αντικρίσει τη ρωγμή και η ρωγμή θα γίνει χάσμα. Αδημονεί να ανοίξει τα φτερά της, να αφήσει το αυγό της, τρομάζει ωστόσο εν αναμονή του αναπόφευκτου. Δεν είναι και λίγο πράγμα ο κόσμος γύρω σου να σωριάζεσαι σε κομμάτι και εσύ νοτισμένος και χλωρός να βγαίνεις για σεργιάνι.
Η οργή του ταύρου
-Πολύ θα ήθελα να σας ξεναγήσω στο σπίτι μου όμως φοβάμαι πως θα μπερδευτείτε. Είναι ένα ασυνήθιστο μέρος θα έλεγα. Αποτελείται από πολυδαίδαλους διαδρόμους που διακλαδώνονται και αναδιπλώνονται. Μερικές φορές δεν βρίσκεις διέξοδο άλλοτε πάλι γυρνάς συνέχεια στο ίδιο σημείο μέχρι που σε πιάνει απελπισία. Το φως του ήλιου δεν φτάνει εδώ κάτω γι’ αυτό μεγάλες δάδες καίνε μέρα νύχτα. Σε κάποια σημεία θα πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι το πράγμα γίνεται επικίνδυνο καθώς ξυπνάνε τις νύχτες οι φωνές των αγοριών και των κοριτσιών που έπεσαν εδώ στα χέρια μου. Αντηχούν σπαρακτικά πάνω στα γεμάτα μούχλα τοιχώματα που στάζουν υγρασία.
Θα σας φανεί μάλλον τρομαχτικό όλο αυτό. Εγώ το έχω συνηθίσει. Άλλωστε δεν υπάρχουν καθόλου έπιπλα για να σας βάλω να καθίσετε ούτε και έχω εδέσματα για να σας φιλέψω. Καθρέφτη κανένα δεν θα βρείτε, οι άνθρωποι λένε πως δεν αντέχω να αντικρίσω τον εαυτό μου. Αν ωστόσο επιμένετε θα σας συμβούλευα να έχετε μαζί σας ένα κουβάρι με νήμα για την περίπτωση που χαθείτε.
Ναι, θα το ήθελα πραγματικά να έρθετε μαζί μου, να μου κάνετε παρέα. Αισθάνομαι τρομερή μοναξιά τους τελευταίους αιώνες που όλοι με έχουν ξεχάσει. Φοβάμαι ωστόσο πως δεν θα είστε σε θέση να ξαναβγείτε.
Σαν να είχε αρχίσει να ξερογλείφεται μου φάνηκε.
Ξεκρέμασα από τον ώμο τη φωτογραφική μηχανή μου και άρχισα να τραβάω. Είχα βγάλει λαβράκι. Λαβράκι με κέρατα και ουρά.
-Πες μου κάτι Μίνω ( έκανα μια προσπάθεια να φανώ φιλικός) γιατί εκείνος ο απατεώνας ο Θησέας είπε ότι σε σκότωσε;
Τα βοϊδίσια μάτια του θηρίου έδειξαν τρομερή θλίψη. Έξυσε αμήχανος τη χοντροκεφάλα του.
-Είναι κτήνος, είπε μόνο. Αλλά είπε την αλήθεια. Πράγματι με σκότωσε. Μου πήρε ό,τι αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο. Αλλά και εκείνη η κακούργα με πρόδωσε αισχρά. Ήταν πικρός ο χωρισμός της. Μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα μου από τότε, μιλιά δεν έβγαλα, σαν ζωντανός νεκρός, μαράζωσα, θλίψη αιώνων, φίλε. Αλλά για δες του καιρού τα γυρίσματα, εκείνη την προδότρα χειρότερος προδότης ο Αθηναίος την παράτησε ελεεινά σε ένα ξερονήσι και εκείνου του πνίγηκε ο πατέρας. Τους εκδικήθηκα, δε λέω. Γι’ αυτό, να ξέρεις. Φυλάξου από την οργή του ταύρου!
Ο δαίμονας
«Δεύρο έξω, δαίμονα» κραύγασε έξαλλος ο εξορκιστής. «Έξελθε του φτωχού τούτου σαρκίου, ακόλαστο παιδί του Πόρου και της Πενίας.»
Σκυμμένος πάνω από την ξαπλωμένη κοπέλα την γράπωσε γερά από τους ώμους και την ταρακούνησε με δύναμη. Τίποτα. Εκείνη άνοιξε δύο ουρανί μάτια και χαμογέλασε μακάρια.
«Έλα έξω, τέκνο της λαγνείας, έκλυτε ακόλουθε της Αφροδίτης!»
Είχε γουρλώσει τα μάτια του, σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν από το τα μουστάκια του. Η κοπέλα μόρφασε με αηδία για μια στιγμή καθώς ο ιδρώτας του παπά μούσκεψε τα μάγουλά της. Ήταν δεν ήταν δεκαοκτώ. Ξανθά μαλλιά σπιθοβολούσαν τριγύρω.
Οι γονείς της είχαν παρατηρήσει τελευταία την αλλαγή της και θορυβήθηκαν. Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, χαχανητά, διάθεση για απομόνωση, αναστεναγμοί, ατέλειωτες στιγμές ρεμβασμού και ονειροπόλησης.
Στην αρχή έκαναν υπομονή. Όταν όμως ανέσκαψαν από τα υπάρχοντά της το μοιραίο ημερολόγιο με τα ρομαντικά στιχουργήματα της κακιάς ώρας και τα ραβασάκια τρομοκρατήθηκαν. Κάλεσαν χωρίς χρονοτριβή τον πατέρα Βενέτιο.
Θα ήταν καμιά ώρα που την πιλάτευε ο παπάς όταν επιτέλους η κοπέλα χασμουρήθηκε και φτερνίστηκε ταυτόχρονα. Ξάφνου μια από τα ρουθούνια της μεριά από το στόμα της, αναδύθηκε βαθύς καπνός. Στροβιλίστηκε στον αέρα μέχρι το ταβάνι όπου πήρε σιγά σιγά συγκεκριμένη μορφή. Λίγα λεπτά μετά έσκασε με τον πισινό στο πάτωμα ένα στρουμπουλό μωρό που κρατούσε τόξο και βέλη. Άρχισε να σκούζει γοερά.
«Παράτα αυτά τα μαϊμουδίσματα» βρυχήθηκε ο εξορκιστής. «Δείξε μας την πραγματική μορφή σου, ρυπαρέ σαγητευτή της καρδιάς!» Το μωρό άρχισε να συρρικνώνεται, έγινε ένα πανάρχαιο παιδάκι ρακένδυτο, με τραγίσια ποδάρια και πέντε θλιβερές τρίχες στο κρανίο του. Κρατούσε μια συφοριασμένη κιθάρα.
«Ιδού!» ανέκραξε δραματικά ο παπάς. «Ιδού η πραγματική μορφή του ελεεινού δαίμονα! Ύπαγε εις το πυρ το εξώτερον! Είναι η τελευταία νύχτα που στοιχειώνεις τούτο το τίμιο σπιτικό!»
Το δαιμονάκι δεν έδειχνε ωστόσο σημάδια υπακοής.
«Πολύ καλά! Τώρα θα σου δείξω εγώ!» τέντωσε απειλητικό δάχτυλο ο πάτερ.
«Όχι αυτό! Μη! Έλεος!» Έσκουξε ο ερωτάκος ψάχνοντας μια χαραμάδα για να τρυπώσει.
Αλλά ο παπάς ήταν αμείλικτος.
Ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στον καναπέ, έβαλε παντόφλες και άνοιξε την τηλεόραση.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννήθηκε στην Πάτρα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Έχει βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς για διηγήματα και παραμύθια της (Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, Δήμο Βέροιας κ.α. ).
Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο, στο διαδίκτυο και σε ομαδικές εκδόσεις με πιο πρόσφατη τη συμμετοχή της στον τόμο «21 νέες φωνές» από τον Ελευθερουδάκη έπειτα από διαγωνισμό της ιστοσελίδας diavasame.gr.
Ζει και εργάζεται στην Καλαμάτα ως φίλόλογος.