Ευχαριστώ την Ασημίνα Ξηρογιάννη (αγαπημένη μου ποιήτρια) για την κριτική της στο περιοδικό Βάκχικον: https://www.vakxikon.gr/mastorodhmou/
Kλειδιά στο τραπέζι, ποίηση, Χρύσα Μαστοροδήμου, εκδόσεις Οδός Πανός 2018
Διαβάζοντας με πολλή προσοχή το βιβλίο της εκπαιδευτικού και ποιήτριας Χρύσας Μαστοροδήμου που φέρει τον τίτλο «Κλειδιά στο τραπέζι». Ένας τίτλος -κλειδί ο ίδιος που σε βάζει σε σκέψεις από την αρχή. Μια και τα κλειδιά παραπέμπουν σε μια είσοδο ή σε μια έξοδο ή σε μια επιστροφή. Ακόμα τα κλειδιά τα χρειάζεσαι για να ανοίξεις πόρτες, σφαλιστές αποθήκες, τα κλειδιά για να ξεκλειδώσεις ημερολόγια, μνήμες, αλλά και τα νοηματικά κλειδιά για να ξεκλειδώσεις κείμενα-ιδέες, βιβλία ολόκληρα.
Η ποιήτρια παρατηρεί ήδη από την πρώτη της συλλογή «Διερμηνείς», καταγράφει, οριοθετεί, ερμηνεύει. Σε μια γλώσσα απλή και άμεση που όμως κόβει σαν ξυράφι ξεκλειδώνει το μάταιο του κόσμου τούτου, αφουγκράζεται την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου, σημειώνει λάθη, παραλείψεις, δείχνει ουτοπίες.
Η περιγραφή μιας εποχής ή μιας γενιάς κυριαρχεί στο πρώτο ποίημα της συλλογής: «έτσι μεγαλώσαμε»/«έτσι ζήσαμε» με πειρατικά όνειρα, λόγια και πράξεις δανεικά, με ροκ ψευδαισθήσεις, προσδοκώντας χωρίς να ξέρουμε κι εμείς τι ακριβώς. «Ετσι ωριμάσαμε». «Ετσι γελάσαμε πικρά». Το α΄ πληθυντικό συμπεριλαμβάνει και την γράφουσα - προφανώς - που βιώνει με αυτόν τον τρόπο την σύγχρονή της κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Κριτικό βλέμμα. Αλλά και απογοήτευση και πικρία που αποτυπώνεται σε πολλά ποιήματα ακόμη. Στο τέλος του ποιήματος «Δημόσια αναμονή» διαβάζω τους ηχηρούς στίχους: «Για αυτό δεν θέλω να αναρωτιέμαι /πόσος κλασματικός χρόνος μου απέμεινε./Τόσος λίγος χρόνος/για τόσα πολλά λάθη.»
Ο χρόνος ως θέμα και η κλοπή του ουσιαστικού και πολύτιμου χρόνου επανέρχεται στο ποίημα «Αδυναμία» (σελ. 12). Ποίηση που καταγράφει αλλά και εμπνέεται από ένα Αδιέξοδο με Α κεφαλαίο, το οποίο λειτουργεί ως Το ερέθισμα για την γραφή. Μας οδηγεί με τις λέξεις και τις ιδέες η δημιουργός στην αλήθεια του κόσμου. Η αλήθεια όπως την φιλτράρει πάντα η γράφουσα που δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη για ό,τι συμβαίνει γύρω της και δίπλα της. Στο ποίημα «Ξημέρωμα» γράφει: [...] Nεκροί πρόσφυγες στο Αιγαίο/ανάμεσά τους και παιδιά/νέα τρομοκρατική επίθεση στην Πόλη του φωτός/ένα φονικό κάπου στην Πελοπόννησο /και φυσικά μια αυτοκτονία/σαν άλλος πετεινός/τις προσδοκίες της μέρας,/ μας λάλησε./
Δεν είναι ποιήματα εξεζητημένα ούτε διαθέτουν λεκτικά πυροτεχνήματα. Πατούν στέρεα στα πόδια τους και μας κερδίζουν με την διαύγεια και την ευστοχία τους. Ο άνθρωπος -μαριονέτα, που δεν ορίζει καλά καλά τον εαυτό του και «συγκεντρώνει μόνο like στο διαδίκτυο. Και που φαίνεται ότι έχει ανάγκη αυτήν τη μικρή στιγμή διασημότητας έστω και για λίγο, έστω μέσω της τεχνολογίας. Ολο αυτό το παιχνίδι τον ανακουφίζει, ίσως και να τον παρηγορεί. Πάντως το 'χει ανάγκη για να πορευτεί σε αυτή τη μοναχική ζωή που διανύει.
To ποίημα που είναι χαρακτηριστικό της συλλογής είναι, νομίζω, αυτό που φέρει τον τίτλο «Απουσία». Σύντομο, αλλά τόσο ουσιαστικό. Σωστή οικονομία και αλήθεια. Εντονο το αντιθετικό ζεύγος: παρουσία- απουσία που καλλιεργεί -μοιραία- μια ορισμένη διάθεση: «Απουσία/κλειδιά στο τραπέζι /η παρουσία σου'/τώρα κλειδιά στο τραπέζι/η απουσία σου/»
Μηνύματα που χάνονται, λόγια που πέφτουν στο κενό, ο έρωτας που θρυμματίζεται ή ακυρώνεται καθώς και το κοινωνικό πρόσωπο της συλλογής, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που συναντάει ο αναγνώστης και που επαναλαμβάνονται. Η νεώτερη ποίησή μας συχνά έχει ροπή για προς την κενολογία. Εδώ η Χρύσα Μαστοροδήμου αντιστέκεται στην κενολογία και στα στολίδια του λόγου -που είναι όμως περιττά όταν πρόκειται για μια ουσιαστική ποίηση.
Το αίσθημα της ματαιότητας παίρνει σάρκα και οστά μέσα σε τούτη την ποιητική συλλογή:«Ενα δέντρο η ζωή μας/ελλοχεύει ενίοτε ο κίνδυνος/σε περίοδο καρποφορίας/κανείς να μην βρεθεί να δρέψει τους καρπούς/κι έτσι να βρεθούν στο χώμα πεταμένοι/καρποί χωρίς παραλήπτη/σαπισμένοι/» (Δέντρο, σελ. 19)
O έρωτας σε δεύτερη μοίρα έρχεται μέσα στη συλλογή, δεσπόζουν άλλα θέματα. Και κυρίως η ανησυχία για την ζωή του ανθρώπου, για τον τρόπο που βγάζει τη μέρα του, για το πώς περνά. Το παρελθόν, ο χρόνος, η μοναξιά, η ψυχολογία του πολίτη που ταλανίζεται από ένα σωρό προβλήματα και έχει πολλές κρυμμένες αρρώστιες μπροστά στις οποίες στέκεται αδύναμος, μην μπορώντας να τις αντιμετωπίσει ή να δώσει κάποια ζωτική λύση.
Πολύ εκφραστικό είναι το ποίημα με τον μοναχικό αδέσποτο σκύλο που τριγυρνά στους δρόμους της πόλης.
Οπως ο κάθε σχεδόν ποιητής έχει κάνει τουλάχιστον μια φορά, έτσι και η Μαστοροδήμου δίνει ποιήματα ποιητικής μέσα στα οποία σχολιάζει το ποιητικό φαινόμενο. «Περί ποίησης 1» και «Ποίηση» λοιπόν, στις σελ. 30 και 31. Ενώ σε επόμενες σελίδες «περί τέχνης» καταθέτει: «Στην τέχνη/δεν υπάρχει παρθενογένεση/μόνο παρθενοραφή/».
Αποδομεί τη σταχτοπούτα και δικαιώνει τη μάγισσα με δύο εύστοχα ομότιτλα ποιήματα αντιστοίχως. Εμπνέεται από την κλασική ηρωίδα του αρχαίου μας ελληνικού θεάτρου, την Ιφιγένεια, και της απευθύνεται σε β ' πρόσωπο κάτι που χαρίζει δραματικότητα στο ποίημα,μιλώντας δικαίως για «τρόπαια ματαιότητας». Στέκομαι στους κάτωθι στίχους. Το ποίημα αρχίζει ως εξής: «Σαν αμνό σε έσφαξαν/Ιφιγένεια/κι εσύ μια κραυγή να μη βγάλεις;» και παρακάτω: «Κάθε μέρα σε θυσιάζουν από τότε/με νέες αφορμές/πάντα για το μεγάλο ταξίδι./»
Το ποίημα «Οι φίλοι μου» με πηγαίνει στον στίχο «εμένα οι φίλοι μου...» της Γώγου. Εδώ η ιστορία δυστυχώς δε θα καταδικάσει της μάγισσας το χέρι που τους όμορφους φίλους μετέτρεψε σε νεκρά δέντρα.
Η συλλογή κλείνει ουμανιστικά, με τόνο τρυφερότητας και ανθρωπισμού, με αγκαλιές στους άστεγους, τους μετανάστες και σε όλους τους κατατρεγμένους. Γιατί η ποίηση κάνει και αυτό. Κοιτά τον κόσμο στα μάτια, βαθιά μέσα στα μάτια και έχει τη δύναμη και την τόλμη να κάνει την ανατομία του. «Αγάπη/ανοίγεις τα χέρια/και εμπνέεις τον άνθρωπο/στου διπλανού σου/τα σκοτεινά δράματα/τον ώμο ακουμπάς/Αγάπη/όταν υπάρχεις/τον κόσμο αλλάζεις/μικρά μικρά άλματα/που γίνονται θαύματα.» (σελ. 49)
Κλείνοντας, για να δανειστώ στίχους δικούς της από το ποίημα «Αντιστρόφως», η Χρύσα Μαστοροδήμου «ορίζει του μυαλού της /τη διαδρομή/και επιλέγει με κάποιαν υποδόρια αφορμή/το φως ή το σκοτάδι/»
Ασημίνα Ξηρογιάννη