Ξύπνησε με την ίδια νευρικότητα που
ξυπνούσε τις τελευταίες μέρες. Απέφυγε τον καφέ πιστεύοντας ότι θα την κάνει
χειρότερα. Ήξερε ότι κάτι θα συμβεί, το περίμενε. Όσο κι αν εθελοτυφλούσε τα
πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Δεν ήταν μόνο οι
ξένες μυρωδιές που κουβαλούσε ο σύζυγος της στο σπίτι, οι ώρες που εμφανιζόταν
όλο και λιγότερες, ούτε τα μεγάλα διαστήματα σιωπής που είχαν πέσει πια ανάμεσα
τους. Ίσως και να πίστευε πως θα περάσει, έτσι όπως της είχε μάθει η μάνα της.
«Θα κλείνεις τα μάτια και θα περνάει, υπομονή παιδί μου». Αυτό το ήξερε καλά η Γεωργία,
έκλεινε τα μάτια, έριχνε το βάρος στα παιδιά, στο σχολείο, στο νοικοκυριό και
προσποιούνταν πως τίποτα δε συμβαίνει, πως όλα είναι καλά, μια ευτυχισμένη
οικογένεια. Ετοίμασε πρωινό για τα παιδιά που μόλις είχαν σηκωθεί. Τα δύο
αγόρια έτρεξαν στο μπάνιο γελώντας όπως έκαναν κάθε μέρα, κάνοντας αγώνες
ταχύτητας. Όταν έκλεισε την πόρτα του
σχολικού έμεινε λίγο στο πεζοδρόμιο να
τα χαιρετήσει όπως έκανε κάθε μέρα τα τρία τελευταία χρόνια. Τα δίδυμα
μεγάλωσαν πια του χρόνου θα πήγαιναν στην πρώτη δημοτικού.
Εκείνη τη μέρα όταν άνοιξε τη
ντουλάπα, παρά τα αρνητικά της προαισθήματα, δεν περίμενε αυτό που είδε. Η
ντουλάπα ήταν άδεια σαν πελώριο στόμα καρχαρία που ερχόταν καταπάνω της έτοιμο να
την καταπιεί, σαν τις αντίστοιχες ταινίες που τόσο της άρεσαν. Την είχε
προειδοποιήσει, αλλά εκείνη έκανε πως δεν καταλάβαινε, πίστευε πως θα βρουν μια
λύση, με τίποτα δε φανταζόταν αυτό. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει μήπως έφυγε κάποιο
βιαστικό ταξίδι χωρίς να προλάβει να την ενημερώσει, αλλά τα τελευταία
κομματάκια εγωισμού που της είχαν απομείνει αντέδρασαν έντονα. Δεν υπήρχε
τίποτα να εξηγήσει, της το είχε πει πως
θέλει χρόνο για τον εαυτό του, να ηρεμήσει, λες και εκείνη δε χρειαζόταν τίποτε.
Η άδεια ντουλάπα λες και την ειρωνευόταν. Δεν ήταν και κάτι τρομερό αυτό που
ζούσε, αρκετές γυναίκες το είχαν
περάσει, δεν αποτελούσε τη φοβερή εξαίρεση.
Έτσι όπως στεκόταν μπροστά στα ανοιχτά πορτόφυλλα ωστόσο δεν άντεχε το
βάρος της εγκατάλειψης, δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Μια βαριά λέξη την
τριγύριζε: η μοναξιά. Δεν είχε μάθει
ποτέ να είναι μόνη. Δεν ήθελε να είναι μόνη.
Κάθισε μέσα στις ξύλινες τάβλες της
ντουλάπας και ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει πάνω της, της φάνηκε σα να γλίστρησε μέσα σε ένα
αδυσώπητο σκοτάδι. Βρέθηκε στο χωριό που ήταν παιδί. «Γεωργία ο αδελφός σου
κλαίει, τρέξε δεν ακούς;» «Γεωργία η κατσίκα πιάστηκε στο σκοινί, δεν ακούς που
βελάζει, κακοχρονισμένο;» Πολλές φορές ανέβαινε στο δέντρο για να μη τη
βρίσκουν, αλλά γρήγορα φοβόταν και έτρεχε με τους άλλους. Γλιστρούσε,
γλιστρούσε τώρα σε μια κατηφόρα, γινόταν έφηβη στην πόλη που είχαν έρθει με
τους γονείς. «Γεωργία ετοίμασες φαγητό,
ο αδελφός σου έφαγε;» Οι γονείς δούλευαν πολύ για να τα βγάλουν πέρα και
εκείνη είχε πάρει το ρόλο της μάνας της. «Γεωργία να πας στο μαγαζί για γάλα, μην αργήσεις». Όταν
πήγαινε για εξωτερικά θελήματα, λοξοδρομούσε λίγο στεκόταν και κοίταζε τα άλλα
παιδιά που έπαιζαν στο πάρκο, ήθελε και αυτή να είναι μαζί τους χωρίς να τη νοιάζει για το νοικοκυριό και τα
υπόλοιπα, αλλά το ήξερε πως δε γινόταν. Όταν καμιά φορά γκρίνιαζε της
απαντούσαν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην κοιτάζει τι κάνουν οι άλλοι γιατί
κάποιοι τα βρίσκουν εύκολα. Δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό και ούτε μπορούσε να
καταλάβει το γιατί. Έριχνε μια πέτρα με το παπούτσι και έτρεχε για το γάλα για
να μην καταλάβουν που χαζολογούσε. Στο σχολείο δεν είχε πολλές φίλες, οι
περισσότερες είχαν τις παρέες τους από πριν. Μόνο μια κοπέλα της έκανε παρέα, η
Νατάσα που οι γονείς της είχαν χωρίσει και ζούσε με τη γιαγιά της εκείνη τη
χρονιά. Η Νατάσα εξακολουθούσε να παραμένει η μοναδική της φίλη μετά από τόσα
χρόνια παρόλο που ζούσε στη Θεσσαλονίκη.
Το κεφάλι της άρχισε να πονάει,
συνειδητοποίησε ότι καθόταν μέσα στη ντουλάπα και πιανόταν από τα ξύλινα
τοιχώματα σα να πνιγόταν. Σα να βυθιζόταν μέσα σε μια πελώρια δίνη αναμνήσεων.
Τότε που ο έρωτας ήρθε όπως πάντα, απροσδόκητα,
ψηλός, μελαχρινός και σοβαρός να στέκεται στην άκρη της πλατείας. Κοπέλα
πια, τελείωνε τη σχολή λογιστικής, οι γονείς της δεν ήθελαν να σπουδάσει μακριά
ούτε και την ενθάρρυναν να σπουδάσει γενικά. Με πολλή προσπάθεια κατάφερε να
τους πείσει να την αφήνουν να παρακολουθεί τα μαθήματα.
Ο Ανδρέας ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας,
να τη σώσει από μια μίζερη πραγματικότητα. Ότι κι αν έκανε το έβρισκε σπουδαίο,
άλλωστε τελείωνε νομική, ήξερε πολλά πράγματα, όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό.
Δε φανταζόταν καν ότι θα την πρόσεχε. Δεν πίστευε ότι ήταν όμορφη. Εκείνος όμως
την πρόσεξε όταν βρέθηκαν στον ίδιο χορό. «Είσαι όμορφη της είπε. Θέλεις να
χορέψουμε;» Χόρεψαν όλο το βράδυ και για πρώτη φορά χόρεψε έτσι η ψυχή της. Δεν
είχε νιώσει πιο ευτυχισμένη ποτέ στη ζωή της. Το πιο σωστό ήταν ότι τότε μόλις
άρχιζε η ζωή της. Όλοι είχαν να λένε για το πόσο ταιριαστοί και ερωτευμένοι
ήταν. Ο γάμος ήρθε μέσα σε ένα χρόνο.
Δε μπορούσε να καταλάβει πότε άρχισαν
να στραβώνουν όλα. Που είχε φταίξει; Ίσως το γεγονός ότι ασχολήθηκε με το
σπίτι, δεν κοίταξε τον εαυτό της και όλα αυτά που διάβαζε στα περιοδικά να
αναλύουν αιτίες που οδηγούν ένα γάμο στο τέλος. Ήταν και αυτή μια χωρισμένη σαν
τις χιλιάδες που διάβαζε στα περιοδικά των κομμωτηρίων. Ένας αριθμός που
βυθιζόταν και άκουγε, άκουγε ευθύνες, κατηγορίες, απόρριψη. Ύστερα εκείνη η
άλλη, σα Λερναία Ύδρα, σε κάθε χτύπημα τηλεφώνου, που εκείνος έτρεχε να προλάβει, σε κάθε
βιαστική αναχώρηση, σε κάθε επαγγελματικό ταξίδι. Ήξερε, έκανε πως δεν
καταλάβαινε, δεν ήθελε να καταλάβει, δε μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχε
εγωισμό, δεν είχε τίποτα, ήταν ένα πελώριο γιατί που δε μπορούσε να αναπνεύσει.
Δεν είχε μάθει να υπάρχει μόνη χωρίς κάποιος να την κατευθύνει ή να αποφασίζει
για αυτήν. Έκλεινε τα μάτια και
βυθιζόταν στο τίποτα. «Θα περάσει, θα περάσει, δε συμβαίνει». Γλιστρούσε και δεν υπήρχε επιστροφή να
μαζέψει τον ειρμό των σκέψεων της λες και τώρα έβλεπε σαν ταινία μπροστά της
όλη της τη ζωή, που της ζητούσε ευθύνες, αμετάκλητα έπρεπε να λογαριαστεί με
τον εαυτό της και αυτό ήταν το δυσκολότερο που είχε κάνει ως τότε. Ο χειρότερος
εχθρός της, ο ίδιος της ο εαυτός στεκόταν πια χωρίς περιθώρια αναβολής απέναντι
της. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.
Δε θυμάται πόσες ώρες έμεινε μέσα στη
ντουλάπα να ανακαλεί μνήμες, χίμαιρες που την καταδίωκαν. Ίσως μέχρι που άκουσε
το σχολικό να κορνάρει και επανήλθε βίαια στην πραγματικότητα που δεν
καταλαβαίνει από πισωγυρίσματα.
Μετακόμισε σε καινούριο διαμέρισμα,
βρήκε δουλειά σε ένα λογιστικό γραφείο.
Στάθηκε ξανά στα πόδια της. Τα παιδιά προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα με
Σαββατοκύριακα που εκείνη έμενε μόνη και δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ώσπου βρήκε
τρόπο να αγαπάει τον εαυτό της, να μην αγανακτεί μαζί του, έμαθε να τον
σέβεται. Έκανε καινούριους φίλους και άρχισε να ζει. Πέρασε καιρός και όλα φαινόταν να παίρνουν το
δρόμο τους. Μόνο όταν περνούσε μπροστά από ντουλάπες δε στεκόταν πολύ, έπαιρνε
τα ρούχα και εξαφανιζόταν. Αγόρασε ένα μπαούλο - αντίκα και αποθήκευε τα
χειμερινά.
Έτσι πέρασαν χειμώνες και καλοκαίρια
με τα παιδιά να μεγαλώνουν, να γίνονται άντρες.
Ο Νίκος πέρασε νομική σαν τον πατέρα του και ο Γιώργος άνοιξε μαγαζί με
ηλεκτρικά. Πάντα τον ενδιέφερε το εμπόριο. Σύντομα έκανε τη δική του οικογένεια
και η Άννα έγινε γιαγιά- πράγμα που της έδωσε μεγάλη χαρά. Τα παιδιά την πίεζαν να κοιτάξει κι εκείνη τη
ζωή της, αλλά εκείνη ούτε που ήθελε να το ακούσει αν και τα παιδιά ήξεραν πως
διατηρούσε σχέση για χρόνια με τον κυρ Βασίλη που το λογιστικό του γραφείο
βρισκόταν δίπλα από το δικό της, ένα εξωστρεφή και καλόκαρδο άνθρωπο, χήρο με
δύο κόρες.
Όσο για τον Ανδρέα ξαναπαντρεύτηκε
όχι με η Λερναία Ύδρα όπως την αποκαλούσε αλλά με μια πλούσια κοσμική κληρονόμο
που είχε ήδη δύο παιδιά.
Ο χρόνος όλα τα διορθώνει, σκεφτόταν
εκείνο το πρωινό παραμονή των εβδομήντα της χρόνων κοιτώντας το δρόμο. Ένιωθε
πλήρης αν και τελευταία ένιωθε κάποια δύσπνοια όταν κουραζόταν. Της ηλικίας
τερτίπια σκεφτόταν. Συγυρίζοντας πέρασε μπροστά από τη ντουλάπα εκείνη που πριν
χρόνια μέσα της είχε βυθιστεί σε παραλήρημα. Για κάποιο λόγο την είχε κρατήσει
ή για κάποια ιδιοτροπία του μυαλού όπως έλεγε. Δε βιάστηκε να προσπεράσει όπως
άλλοτε. Αντίθετα την άνοιξε και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη. Παρά τα
χρόνια που είχαν περάσει εξακολουθούσε να παραμένει όμορφη. Επιτέλους σκεφτόταν
ότι είναι όμορφη. Ο Βασίλης της το είχε μάθει αυτό, την είχε κάνει να νιώθει
σπουδαία, ξεχωριστή, λίγο αργά βέβαια, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Τη βρήκαν το απόγευμα μέσα στη
ντουλάπα να χαμογελά. Ανακοπή καρδίας είπαν. Είχε ξεπεράσει και την τελευταία
της φοβία και ταξίδευε ανενόχλητη για τους ουρανούς παίζοντας ελεύθερη πια
στους δρόμους της εφηβεία της.
Μαστοροδήμου Χρύσα
Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 2013 στο περιοδικό Γραφή που εκδίδεται από τον Πολιτιστικό Οργανισμό Λάρισας
-------------------------------------
Το τρένο (Διήγημα)
Ο κυρ Ανδρέας ξύπνησε νωρίς εκείνη τη μέρα. Τελείωνε η άνοιξη και οι μέρες ήταν σχεδόν καλοκαιρινές. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Η κίνηση των αυτοκινήτων είχε ήδη ξεκινήσει παρόλο που δεν είχε ξημερώσει καλά - καλά. Πάντα αυτή η πόλη ήταν ζωντανή από πολύ νωρίς.
ʼλλοτε τέτοια εποχή οι γλάστρες του μπαλκονιού θα είχαν γεμίσει ανθάκια και μπουμπούκια αλλά τώρα μόνο ξεραμένοι βλαστοί είχαν απομείνει. Η σκέψη αυτή του έφερε θλίψη και βιάστηκε να μπει μέσα.
Όπως κάθε μέρα από τότε που έχασε την κυρά Παναγιώτα ντυνόταν και πήγαινε στο σταθμό των τρένων να πιει τον καφέ του. Του βάραινε η καρδιά να κάθεται και να πίνει τον καφέ μόνος του. Τόσα χρόνια μαζί, χαρές και λύπες τα κουβέντιαζαν με τον καφέ τους και τώρα δε μπορούσε να συνηθίσει αυτή την απουσία, την ερημιά του δωματίου, τη σιωπή. Εκείνη την ημέρα ακόμη περισσότερο. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος και ακόμη νιώθει αυτό το κενό.
- Καλώς τον κυρ Ανδρέα, τον καλημέρισαν εγκάρδια οι υπάλληλοι του σταθμού. Τον είχαν μάθει όλοι αφού τον τελευταίο καιρό πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα.
- Καλημέρα, καλημέρα, απάντησε με χαμόγελο και έπιασε θέση στο καφέ που έβλεπε προς τα τρένα.
Η κίνηση είχε αρχίσει και εδώ. Βιαστικοί επιβάτες, αγουροξυπνημένοι, έτρεχαν να βγάλουν εισιτήριο για να προλάβουν κάποιο τρένο. Φοιτητές, εργαζόμενοι, νοικοκυρές, τους καταλάβαινε ο κυρ Ανδρέας από τον τρόπο που περπατούσαν, από τα βλέμματα τους τα άλλοτε ανυπόμονα και άλλοτε μελαγχολικά. Του άρεσε αυτή η κοσμοσυρροή, ακόμη και το βαριεστημένο σύρσιμο της βαλίτσας, οι νευρικοί επιβάτες, οι χειρονομίες, του έδιναν την αίσθηση της ζωής. Απολάμβανε αυτό το βιαστικό πηγαινέλα, του έδινε την αίσθηση των νιάτων, της ζωής που προσδοκούσε ο καθένας, το μέλλον
. Ο σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του: βαρύ γλυκό, όπως πάντα. Το πρώτο πρωινό τρένο είχε ξεκινήσει. Κοίταξε τον προορισμό: προς Θεσσαλονίκη. Του έφερνε μνήμες αυτό το δρομολόγιο. Όταν ήταν νεότεροι και δεν είχε τόσα προβλήματα με τα πόδια και τη μέση του, έπαιρνε την κυρά Παναγιώτα και πήγαιναν στις κοντινές παραλίες του Πλαταμώνα ή των Ν. Πόρων για καφέ η μπάνιο. Του άρεσε η διαδρομή και διασκέδαζε με το ανέμελο, ετερόκλητο, χρωματιστό πλήθος από τότε. Αγαπούσε τους ανθρώπους και πάντα προσπαθούσε να καταλάβει την ιστορία τους, τους κρυφούς τους πόθους, τα όνειρά τους.
Μα και η Παναγιώτα του, πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για τον καθένα. Πάντα τους δικαιολογούσε όλους. Ακόμη και όταν την πλήγωναν ή της φέρονταν άσχημα. Εκείνος τη μάλωνε που έδινε συγχωροχάρτι σε όλους αλλά κατά βάθος τη θαύμαζε για τη μεγάλη της καρδιά. Πάντα είχε κάτι αστείο να του πει ή να θυμηθεί και ότι δυσάρεστο τους συνέβαινε προσπαθούσε να το διακωμωδήσει, να το κάνει να φαίνεται ασήμαντο. Δεν είχαν περάσει και λίγα, τι να πρωτοθυμηθεί: οικονομικά προβλήματα, προβλήματα με το Δημήτρη το γιο τους, απώλειες φίλων. Ας είναι, καλά τα κατάφεραν. Με το εφάπαξ που πήρε από τη σύνταξη του, άνοιξε στο γιο του, το δικηγορικό του γραφείο και η Κατερίνα η κόρη τους, ευτυχώς είχε διοριστεί στην Τράπεζα.
Πέρασαν δύσκολα χρόνια, εκείνος με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου τι να πρωτοκαταφέρει. Η Παναγιώτα είχα σταματήσει τη δουλειά μιας και δεν είχαν κάποιον να τους βοηθάει με τα παιδιά. Για αυτό δεν κατάφερε ποτέ του να αγοράσει αυτοκίνητο αν και δεν τρελαινόταν κιόλας, μια χαρά του άρεσαν τα τρένα για τις μετακινήσεις του.
Αν ζούσε λίγο ακόμα η Παναγιώτα του, θα χαιρόταν με το γιο τους το Δημήτρη πόσο σοβαρός και υπεύθυνος είχε γίνει και η κοπέλα του: όμορφη, ευγενέστατη και γλυκιά.
Τους είχε παιδέψει στην εφηβεία και αργότερα. Ατίθασο, νευρικό παιδί, ήθελε πάντα το δικό του να γίνεται. Ότι του κατέβαινε στο κεφάλι το έκανε. Ίσως να έφταιγαν και αυτοί λίγο, ήταν ο πρώτος γιος, είχαν αργήσει να τον κάνουν και δε του χαλούσαν χατίρι.
Μια φορά είχε φύγει από το σπίτι τρεις ημέρες για να πάει σε ένα φεστιβάλ στην Κέρκυρα παρά τις αντιρρήσεις τους. Μέχρι να γυρίσει η Παναγιώτα κόντεψε να αρρωστήσει. Όταν επέστρεψε εκείνος έκανε σα να μη συνέβαινε τίποτα. "Θα το μαθαίνατε στις ειδήσεις αν πάθαινα κάτι", απαντούσε κυνικά.
Η Κατερίνα, η κόρη τους, ήταν το αντίθετο. Πάντα συνεργάσιμη και πρόθυμη να βοηθήσει. Είχε μοιάσει της Παναγιώτας ενώ ο γιος τους, το παραδεχόταν τώρα πια είχε πάρει από το δικό του χαρακτήρα που ήταν λίγο ισχυρογνώμων. Ο κυρ Ανδρέας όμως στεναχωριόταν για την Κατερίνα που την έβλεπε μόνη. Κόντευε τα τριάντα και δεν είχε γνωρίζει κανέναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της. Η κόρη του τον κορόιδευε. "Κι εσύ που παντρεύτηκες τι κατάλαβες; Μια χαρά περνάω και μόνη μου." ʼντε να της εξηγήσει τώρα. Για κείνον η Παναγιώτα ήταν όλη του η ζωή. Χωρίς αυτήν δε θα είχε νόημα ότι και να έκανε. Είχε μόλις τελειώσει το στρατιωτικό όταν τη γνώρισε. Κοπέλα κι εκείνη που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και φοιτούσε στη νοσηλευτική σχολή. Την έβλεπε κάθε μέρα που γυρνούσε από τη σχολή. Του άρεσαν τα μακριά μαλλιά χυμένα στους ώμους, τα πράσινα μάτια που έλαμπαν από προσδοκίες και όνειρα, το βιαστικό περπάτημά της. Τι τα θυμάται τώρα; Μα η σκέψη του δε λέει να ξεκολλήσει από κει λες και τη βλέπει τώρα. Λίγες μέρες αργότερα γνωρίστηκαν από ένα κοινό γνωστό τους. Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Στην αρχή δούλευε και εκείνη στο νοσοκομείο. Τι βόλτες και τι εκδρομές έκαναν τότε. Μόλις σχολούσαν από τις δουλειές και έβαζαν μια μπουκιά στο στόμα έφευγαν για μπάνιο στις γειτονικές παραλίες. Μπορεί τα λεφτά τους να ήταν λίγα ωστόσο η διάθεση και η ενεργητικότητά τους περίσσευε. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ένιωθε πολύ τυχερός που τη γνώρισε. Κάτω στη θάλασσα μάζευε κοχύλια και έγραφε δίπλα - δίπλα τα ονόματά τους όπως είχε δει να κάνουν στο σινεμά οι πολύ ερωτευμένοι. Σε μια φωτογραφία που την κρατά πάνω του, εκείνη με άσπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά, μοιάζει με αρχαία Θεά. Για εκείνον και όταν πέρασαν τα χρόνια παρά το βάρος του χρόνου και των αλλαγών που είχαν επιφέρει και στους δυο, εκείνη ήταν η Θεά που είχε γνωρίσει, ένα κορίτσι με κάτασπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά.
Το σφύριγμα του τρένου τον ξεκόλλησε για λίγο από τις σκέψεις του. Δίπλα του ένα ζευγαράκι αποχαιρετιόνταν. Η κοπέλα είχε σκοτεινιάσει, σαν ουρανός πριν την καταιγίδα και ο νεαρός της έπιανε το χέρι και της μιλούσε τρυφερά. Πάντα τον συγκινούσε η εικόνα του έρωτα και όταν οι συνομήλικοί του μιλούσαν αρνητικά για τα νεαρά ζευγαράκια που εκδήλωναν αυθόρμητα τον έρωτά τους σε δημόσιους χώρους, αυτός χαμογελούσε. Ήταν πάντα με τον έρωτα. Πάντα με το αυθόρμητο και το αληθινό.
Το τρένο έφυγε. Το ζευγάρι αποχαιρετίστηκε για τελευταία φορά. Ο κυρ Ανδρέας δάκρυσε. Νοστάλγησε την παρουσία της Παναγιώτας.
- Θα σε περιμένω, φώναξε το αγόρι στην κοπέλα.
- Καλή αντάμωση, είπε εκείνη και μπήκε στο τρένο.
Ο κυρ Ανδρέας χαμογέλασε. Όταν έχεις ζήσει τόσο όμορφα, δεν πρέπει να λυπάσαι, σκέφτηκε. Και εκείνος είχε ζήσει την αληθινή και σπάνια αγάπη και ένιωθε τυχερός για αυτό. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να τη ζήσουν. Ο κόσμος θα ήταν πιο όμορφος. Πίστευε ότι η αγάπη μαλακώνει τον άνθρωπο, του δίνει νόημα ύπαρξης, τον κάνει λιγότερο εγωιστή. Τι θα 'δινε κι αυτός σήμερα να μπορούσε να ανέβει σε ένα τρένο και να κάνει ένα ταξιδάκι έστω κοντινό στα γνωστά τους μέρη, να ξανατρυγήσει μνήμες και να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Να μαζέψει κοχύλια και να σκαλίσει στην άμμο ιστορίες, ονόματα, χρονολογίες όπως παλιά που ο χρόνος δε φαινόταν να έχει σημασία.
Και τότε είδε το τρένο να έρχεται. Κι ήταν σα να σταμάτησε μόνο για αυτόν. Ένα φως τον θάμπωσε, κάποιος τον φώναζε ή έτσι του φάνηκε. Μια γνώριμη φιγούρα του έγνεφε. Δεν έβλεπε και καλά πια αλλά ναι ήταν σαν τη δική του την Παναγιώτα η κοπέλα με το άσπρο φουστάνι και τα ξέπλεκα μαλλιά που του έγνεφε.
Το μεσημεράκι, ο σερβιτόρος πήγε να μαζέψει, το φλιτζάνι του καφέ. Δε του έκανε εντύπωση που ο κυρ Ανδρέας έμεινε τόσο πολύ. Το συνήθιζε πότε - πότε. Ούτε που τον είδε με τα μάτια κλειστά. Καμιά φορά τον έπαιρνε κι ο ύπνος μέσα στις σκέψεις του. Εκείνη την ημέρα όμως ο κυρ Ανδρέας είχε φύγει. Είχε πάρει το δικό του τρένο παρέα με την Παναγιώτα. Πώς να αντιστεκόταν σε ένα άσπρο φουστάνι και σε τόσο όμορφα μάτια και μαλλιά;.
Δημοσιεύτηκε στη συλλογική συμμετοχή διηγημάτων Γυναικεία Ανθολογία Μικρών Διηγημάτων Λάρισα 2010
Το αντάμωμα
Τον ξύπνησε ο
ήχος του μεγαφώνου. Κάποιος ανακοίνωνε ότι το αντάμωμα στο εξωκλήσι του Προφήτη
Ηλία θα ξεκινούσε στις 8:30 το απόγευμα. Είχε ξεχάσει τον τρόπο ενημέρωσης στο
χωριό και χαμογέλασε. Του έφερε μνήμες από τότε που ήταν παιδί και οτιδήποτε
αφορούσε στο χωριό το μάθαινε από το μεγάφωνο. Από τη λειτουργία του σχολείου
μέχρι και την αναγγελία κάποιου χρέους που έπρεπε να πληρωθεί στην κοινότητα.
«Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν» σκέφτηκε και αυτό τον έκανε να νιώσει οικεία. Οι
έντονοι ρυθμοί του Βερολίνου που έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια τον είχαν
κάνει να ξεχάσει τους ήρεμους ρυθμούς του χωριού.
Μια άλλη γνώριμη
φωνή τον έκανε να νιώσει οικεία και μια ζεστασιά στην καρδιά του. Ήταν η
γειτόνισσα, η κυρά Ειρήνη.
- Συ είσαι πιδί
μ’; Δημήτρη μ’! Καλά σ’ άκσα εγώ του βράδ’. Τον έσφιξε στην αγκαλιά της μέχρι
που δεν άντεχε άλλο.
- Σιγά θειά θα
με πνίξεις, γέλασε. Πραγματικά ήταν ο πρώτος δικός του άνθρωπος που έβλεπε μετά
από τόσα χρόνια. Ο πατέρας του είχε χαθεί στον Εμφύλιο και η μάνα του τον
ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα από εγκεφαλικό. Η κυρά Ειρήνη του στάθηκε τότε
σαν να ήταν παιδί της. Και μήπως δεν ήταν; Αυτή σχεδόν τον μεγάλωσε. Μια πόρτα
τα σπίτια τους και συνέχεια μαζί όλη την ημέρα. Μόνο τη νύχτα χώριζαν η μάνα
του και η κυρά Ειρήνη. Και κείνος μεγάλωσε με το γιο της κυρά Ειρήνης σαν
αδέλφια.
- Τι κάνει ο
Κώστας; ρώτησε.
- Μη τα ρωτάς.
Τον έφαγε η ρημάδα, η κακοχρονισμένη η ξενιτιά όπως κι εσένα. Δύο γιους είχα
και τς’ έχασα έναν εσένα και έναν αυτόν. Στην Αμερική, μαύρη πέτρα έριξε και
αυτός πήρε και μια ξένη κι ούτε ματαφάνηκαν. Απ’ τη βάφτιση τ’ εγγονού μου έχω
να τους δω δηλαδής πριν δυό χρόνια. Και σένα τα νέα σ’; Τι κάνει ο γιος κι η
θυγατέρα σ’;
- Μια από τα
ίδια θειά. Ο γιος στο Βερολίνο και η κόρη στην Αγγλία παντρεύτηκε και έμεινε
εκεί.
- Μα τι στέκομ’
έτσι; Πα’ να ψήσω καφέ να τα πούμε.
Ξεμωράθηκα η δόλια.
Ο ζεστός καφές
και η πίτα της κυρά Ειρήνης τον συνέφεραν. Είχε από χτες το μεσημέρι να φάει
και το είχε σχεδόν ξεχάσει. Είχε τόσα στο μυαλό του.
Και εκεί κάτω
από τη δροσιά της κληματαριάς που πέρασε τα παιδικά του χρόνια άνοιξαν τις
καρδιές του και είπαν τον πόνο τους.
Εκείνος είχε
κλείσει πια τα εξήντα πέντε και πήρε τη σύνταξη του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει
πριν τρία χρόνια από την “κακιά” αρρώστια που έλεγε και η κυρά Ειρήνη και τα
παιδιά του δεν τον είχαν πια ανάγκη, η κόρη του σπούδασε αρχιτέκτονας
καλοπαντρεύτηκε και ζούσε στο Λονδίνο. Πέρσι είχε γίνει και παππούς. Ο γιος του
ζούσε στο Βερολίνο και μόλις είχε πιάσει δουλειά σε μια εταιρεία πληροφορικής.
Τα κατάφερνε καλά ο μικρός παρόλο που μόλις είχε τελειώσει τη σχολή του. Τον
είχαν ξεχωρίσει και τον προωθούσαν στην εταιρεία. Ο Δημήτρης καμάρωνε για αυτό
είχε κοπιάσει τόσο πολύ για να έχουν τα παιδιά του μια καλύτερη τύχη που
πραγματικά το απολάμβανε.
Η κυρά Ειρήνη
παρόλο που κόντευε τα ογδόντα πέντε κρατιόταν καλά ακόμη. Μα την είχε φάει η
μοναξιά. Το χωριό ερήμωνε σιγά - σιγά, οι νέοι έφευγαν για τις μεγαλύτερες
πόλεις, και τι να έκαναν άλλωστε; Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει από παλιά, οι
δουλειές ανύπαρκτες και οι αγροτικές δουλειές σκληρές χωρίς μεγάλα οικονομικά
οφέλη.
Χήρα από τα
πενήντα της, δεν είχε ξαναπαντρευτεί την είχε συνηθίσει τη μοναξιά όσο μπορεί
να τη συνηθίσει κανείς, αλλά που και πού την έπιανε το παράπονο που δεν τη
θυμόταν και δεν την έπαιρναν τηλέφωνο.
Ένιωσε άσχημα,
πραγματικά είχε καιρό να την πάρει. Οι ρυθμοί της ζωής τον είχαν κάνει να
αμελεί τους ανθρώπους που είχε αγαπήσει και δεν ήταν και πολλοί.
Το μυαλό του
γύρισε πίσω τότε που ξεκινούσε νέος σχεδόν είκοσι πέντε χρονών με μόνη του αποσκευή
δύο αλλαξιές ρούχα για την ξενιτιά. Όπως και τόσα παλικάρια του χωριού για τη
Γερμανία. Θυμάται να σέρνει τη θλίψη του στα βαγόνια του τρένου και να μη
μπορεί σε κανέναν να πει τον πόνο του γιατί οι άλλοι ήταν χειρότερα. Άλλοι
είχαν αφήσει πίσω τις γυναίκες, άλλοι και τα παιδιά τους. Ποιος να παρηγορήσει
ποιον; Βασανισμένος τόπος, πρώτα ο πόλεμος, μετά ο χειρότερος πόλεμος ο
Εμφύλιος που ξερίζωσε κάθε έννοια αξιοπρέπειας που είχε απομείνει και αφάνισε
τόσες οικογένειες, μετά η φτώχεια, η ανέχεια και η μετανάστευση να εμφανίζεται
η μόνη λύση. Όταν ξεκινούσε ο ίδιος είχε
υπογράφει πριν έξι χρόνια το 1960 η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως
Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Εκείνη την εποχή έγινε η μεγάλη έξοδος. Μετανάστευσαν
στη Γερμανία περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες. Το ίδιο συνεχίστηκε για αρκετά
χρόνια μετά. Ποιος υπέγραφε και αποφάσιζε αυτές τις συμφωνίες; Το θέμα ήταν ότι
ο τόπος τους ερήμωνε όπως και άλλα πολλά χωριά. Έμειναν πίσω μόνο παιδιά και
ηλικιωμένοι και οι νέοι δούλευαν για να συντηρούν αυτούς που έμεναν πίσω. Όταν
έφτασε στη Γερμανία ήταν Αύγουστος του 1966. Εγκαταστάθηκε κατευθείαν στο
Βερολίνο. Ένας δραστήριος κοντοχωριανός του είχε πουλήσει τα πάντα στην Ελλάδα και
άνοιξε ταβέρνα. Ευτυχώς πήγαινε πολύ καλά και τον πήρε για βοηθό του. Στην αρχή
ήταν δύσκολα τα πράγματα, τέσσερα άτομα έμεναν όλοι μαζί, αλλά οι δουλειές στην
ταβέρνα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και σύντομα ο εργοδότης του
παραχώρησε δικό του δωμάτιο, καλό μισθό και ρεπό του μέσα στην εβδομάδα. Αυτά
ήταν πολλά για το Δημήτρη στην αρχή. Από εκεί που δεν είχε δεκάρα τσακιστή στη
τσέπη του, του έφταναν και του περίσσευαν για να στέλνει και στην Ελλάδα αλλά
να περνάει και αυτός καλά. Σύντομα όμως ένιωθε ότι του λείπει κάτι. Έβλεπε τους
Γερμανούς που γευμάτιζαν και άκουγε που μιλούσαν για θέατρο, βιβλία, ζωγραφική
και ένιωθε ότι ήθελε και αυτός να μορφωθεί να μάθει κάτι παραπάνω. Μόνο το
Δημοτικό είχε καταφέρει να βγάλει στην Ελλάδα μετά έπρεπε να βοηθήσει τον
πατέρα του στα χωράφια και τα ζώα. Όμως ανήσυχος καθώς ήταν πήγε και ρώτησε τι
μπορούσε να κάνει και γράφτηκε σε σχολείο κάτι αντίστοιχο με το νυχτερινό
σχολείο της Ελλάδας. Αυτός ήταν ο λόγος που παράτησε την ταβέρνα και έπιασε
δουλειά σε εργοστάσιο στην πρωινή βάρδια. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην
αρχή. Δε γνώριζε τη γλώσσα και έπρεπε να ξενυχτάει για να μπορεί να
παρακολουθεί το σχολείο. Πολύ λίγος ύπνος, πολλή δουλειά, αλλά άντεχε. Ήταν
νέος και είχε όρεξη. Οι γνωστοί του τον κορόιδευαν στην αρχή αλλά μετά που
είδαν ότι το είχε πάρει σοβαρά αναγνώρισαν την προσπάθεια που κατέβαλε. Δε
σταμάτησε όμως μόνο εκεί πήγε και πήρε πτυχίο στα οικονομικά και από τότε η
τύχη του άλλαξε. Τελείωσαν τα εργοστάσια, οι βάρδιες και η ανασφάλεια. Ο ίδιος
ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τον σύστησε σε μια εταιρεία και ανέλαβε τα
λογιστικά ώσπου κάποια στιγμή ανέλαβε και μια από τις διευθυντικές θέσεις. Εκεί
γνώρισε και τη Ριάνα τη γυναίκα του που δούλευε σαν γραμματέας και παρόλο που
είχαν άλλες νοοτροπίες ταίριαξαν αμέσως. Αυτή μια καλόβολη κοπέλα, ευγενική και
ήρεμη τον συμπάθησε αμέσως. Ήταν και ομορφάντρας ο Δημήτρης στα νιάτα του,
ψηλός με ωραία χαρακτηριστικά, πολλές κοπέλες τον κοιτούσαν, μα εκείνος είχε το
μυαλό του μόνο στη δουλειά.
Έπειτα ήρθαν
αμέσως τα παιδιά. Πρώτα η κόρη μια ξανθούλα γαλανομάτα σαν τη μητέρα της και
έπειτα ο γιος ολόφτυστος ο Δημήτρης. Η ζωή του πέρασε προσπαθώντας το καλύτερο
για τα παιδιά του όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του. Σκληρή δουλειά αλλά
άξιζε τον κόπο. Τα κατάφερε πολύ καλά και τα παιδιά του μπορούσαν να έχουν μια
καλύτερη τύχη και ο ίδιος είχε αρχίσει να ονειρεύεται.
Ο ήχος από τις
πρόβες της ορχήστρας τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Μεσημέριαζε και αφού
χαιρέτησε την κυρά Ειρήνη αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο χωριό εκεί που
πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Πέρασε πρώτα από το αλώνι εκεί που μάζευαν
το σανό και έπειτα τον άπλωναν πάνω στο πέτρινο πλακόστρωτο. Μετά έδεναν στα
άλογα μια ξύλινη σανίδα και τα παιδιά ανέβαιναν πάνω. Γινόταν χαμός από τις
φωνές και τα γέλια. Με την πίεση που ασκούσε η σανίδα και το βάρος των παιδιών
γινόταν η επεξεργασία του σανού. Το περίμεναν πως και πώς τα παιδιά το άλεσμα
του σανού. Ήταν μια γιορτή, το πανηγύρι του καλοκαιριού. Το επιστέγασμα των
κόπων των θεριστών. Όλοι παιδιά και μεγάλοι συμμετείχαν σε αυτή τη γιορτή. Σαν
έπιανε η νύχτα αργά τότε μόνο μαζεύονταν στα σπίτια τους.
Ύστερα τις
μεγάλες μέρες του καλοκαιριού συγκεντρώνονταν στη γειτονιά και έψηναν
καλαμπόκια, άλλο πανηγύρι και γιορτή. Οι μεγάλοι συζητούσαν και αστειεύονταν
και τα παιδιά χόρταιναν παιχνίδι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν ήταν πολύ αργά
γιατί όλους τους είχε παρασύρει το πνεύμα του καλοκαιριού. Έτσι διασκέδαζε ο
κόσμος του μόχθου και της αγροτιάς. Κι όμως παρά τη φτώχεια τα παιδιά ήταν
χαρούμενα και οι γονείς αρκούνταν που είχαν το καθημερινό τους. Οι νοικοκυρές
ζύμωναν από το πρωί το ψωμί και οι φούρνοι μοσχομύριζαν. Κανείς δεν πεινούσε,
γεμάτοι οι κήποι από ζαρζαβατικά και πουλερικά αλλά τα χρήματα λιγοστά Αυτό
έκανε τους μεγάλους να συννεφιάζουν που και πού και να συζητούν ως αργά για το
μέλλον που φάνταζε δυσοίωνο. Όλοι κάτι καλύτερο ήθελαν για τα παιδιά τους που
ωστόσο δε φαινόταν πουθενά. Τα χρέη στο μπακάλικο όλο και μεγάλωναν και πολλοί
πήγαιναν σε ξένα χωράφια να ζητήσουν μεροκάματο. Η δική τους γη άγονη, δεν
έδινε καρπό. Τι κι αν ήταν νοικοκύρηδες, προκοπή κανείς δεν έκανε. Εργάτες σε
ξένα χωράφια κι ας είχαν τόσα στρέμματα, αυτή ήταν η τύχη τους.
Πέρασε και από
το περιβόλι του μπάρμπα Μήτσου. Εκεί τα παιδιά σκαρφάλωναν στο πεζούλι για να
αρπάξουν κορόμηλα που τους είχαν τόση αδυναμία. Κι αν κατά τύχη τους έβλεπε
έτρεχαν γρήγορα να κρυφτούν. Όχι ότι θα τους μάλωνε αλλά σαν παιδιά το είχαν
σαν παιχνίδι.
Κάτω στη δημοσιά
κάποιος παλιός γνωστός του τον χαιρέτησε. Ένιωσε περίεργα και αγαλλίασε η ψυχή
του. Τόσα χρόνια στην ξενιτιά κανείς δεν τον γνώριζε πέρα από το χώρο της
δουλειάς του. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Είναι ωραία να επιστρέφεις, σκέφτηκε.
Από τότε που πέθανε η γυναίκα του ήταν από τις λίγες φορές που ένιωσε τον εαυτό
του να χαμογελάει.
Πέρασε και από
το παλιό καφενείο που σύχναζαν σα νέοι πριν φύγει για τη Γερμανία.
Ήταν κλειστό πια
και μόνο η σβησμένη επιγραφή του είχε μείνει σαν ειρωνεία στη μοίρα που τους
περίμενε «Καφενείο η ωραία Ελλάς». Χαμογέλασε ειρωνικά και κοίταξε κατά την
πλατεία στον πλάτανο που παλιά βρισκόταν η βρύση. Εκεί πήγαιναν οι κοπέλες του
χωριού να πάρουν νερό από τη βρύση αφού πόσιμο νερό δεν υπήρχε στα σπίτια. Εκεί
παραφυλούσαν και τα παλικάρια του χωριού να δουν αυτή που ποθούσε η καρδιά τους
στα κλεφτά σαν να έκαναν κάτι κακό. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Θυμήθηκε κι αυτός
που ήταν ερωτευμένος με τη Βαγγελιώ και
καρτερούσε από τα αξημέρωτα να τη δει καμαρωτή με το μπορντό φουστάνι, τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια να
καταφτάνει περήφανη στη βρύση. Ήταν όμορφη η Βαγγελιώ και καμιά δεν την έφτανε
στο χορό και στην περπατησιά. Περνούσε και λύγιζαν τα παλικάρια «ένα νερό κυρά
Βαγγελιώ…» σιγοτραγουδούσαν ξοπίσω της. Κι αυτή το ήξερε, το καταλάβαινε και
άλλο τόσο ψήλωνε και γινόταν ακατάδεχτη.
Δύο τρεις φορές
προσπάθησε να της μιλήσει.
- Βαγγελιώ καλημέρα…και
κοκκίνιζε ως την άκρη των ποδιών του.
- Καλημέρα Δημητρό. Βιάζομαι τώρα, γειά.
Ψυχρή και
ακατάδεχτη και πάλι.
Τη δεύτερη φορά
τη σταμάτησε και πάλι και έτρεμε η φωνή του.
- Βαγγελιώ ήθελα
να σου πω…
- Ασ’ το
καλύτερα Δημητρό. Σε συμπαθώ, αλλά δεν είναι για μας αυτά.
Έτσι και πάλι
έφυγε βιαστική και περήφανη.
Την τρίτη φορά
ήταν λίγο πριν φύγει. Ήταν πάλι στο πανηγύρι του Αϊ Λιά. Την έπιασε στο χορό
και η καρδιά του έτρεμε.
–Βαγγελιώ είσαι
πολύ όμορφη.
–Δημητρό, ξέρω
τι θέλεις να μου πεις μα μην κάνεις τον κόπο. Δεν είμαστε εμείς για έρωτες. Εγώ
έχω άλλες τρεις αδελφές ανύπαντρες. Ήδη λογοδόθηκα με το γιο του κυρ Μηνά. Ο
γιος του έχει πολλά στρέμματα και ζώα και θα βοηθήσει και τις αδελφές μου όταν
έρθει η ώρα τους. Οι αδελφές μου ήδη πλέκουν βραχιόλια* για το σόι του και
ετοιμάζουν δώρα. Ταχιά θα γίνουν οι αρραβώνες. Στο λέω για να μην τα ακούσεις
απ’ αλλού και πικραθείς περισσότερο. Έτσι ήταν το τυχερό μου και εσύ κοίτα το
δικό σου. Έμαθα ότι η Δέσποινα σε καλοβλέπει, έχει καλή προίκα και κοίτα να
βολευτείς.
Μα αυτός δεν
άκουγε. Σαν κεραυνός του έκαιγαν την καρδιά τα νέα για τον αρραβώνα της. Και
κάπως έτσι πήρε την απόφαση να φύγει, να μη την ξαναδεί πια, να γίνει κάτι στη
ζωή του να μην είναι ένας τυχαίος. Την άλλη εβδομάδα κιόλας άρχισε να ετοιμάζει
τα χαρτιά του και σαν έφτασε ο Αύγουστος πήρε των ομματίων του κι έφυγε και δεν
ξαναγύρισε ποτέ, παρά τώρα. Άλλωστε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει, άλλα αδέρφια
δεν είχε και μόνο την κυρά Ειρήνη έπαιρνε κανένα τηλέφωνο που και πού.
Περπάτησε πολλή
ώρα μέχρι που τα πόδια του τον έφεραν στο νεκροταφείο. Σταμάτησε να ανάψει ένα
κεράκι στα κόκαλα των γονιών του που έφυγαν τόσο νέοι χωρίς να προλάβουν να
χαρούν τίποτε. Του πήρε αρκετή ώρα να διακρίνει τα κουτιά των οστών τους, τόσα
χρόνια που είχαν περάσει. Σκέφτηκε να κάνει ένα μνημόσυνο στη μνήμη τους την
επομένη, τόσα χρόνια που έλειπε οι γέροι του θα ήταν με το παράπονο.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει
όταν ξαναέφτασε στο παλιό πέτρινο σπίτι, το πατρικό του. Σκεφτόταν να κάνει
κάποιες επισκευές γιατί βρισκόταν σε κακή κατάσταση αν και η κυρά Ειρήνη που
είχε το κλειδιά το φρόντιζε όσο μπορούσε και με τα λεφτά που της είχε στείλει ο
Δημήτρης είχε κάνει κάποια βασική συντήρηση. Ωστόσο έπρεπε να γίνουν πολλά
ακόμη.
Ξάπλωσε στο
παλιό ντιβάνι και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Ονειρεύτηκε πως ήταν παιδί και
έπαιζε στον κήπο με τον πατέρα. Η μάνα του τους φώναζε από το παραστάθι πως το
φαγητό ήταν έτοιμο. Αυτό το όνειρο του έφερε ηρεμία. Ίσως να ήταν και η
προηγούμενη επίσκεψη στο νεκροταφείο που τον είχε επηρεάσει. Δε θυμάται από
πότε είχε να σκεφτεί τους γονείς του.
Όταν ξύπνησε
είχε νυχτώσει για τα καλά. Τα όργανα στον προφήτη Ηλία είχαν πάρει φωτιά.
Έφτασε όταν το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Κάποιοι τον αναγνώρισαν και τον
κάλεσαν στην παρέα τους. Δέχτηκε μετά χαράς. Πολλοί από αυτούς έλειπαν και
εκείνοι και είχαν έρθει για το πανηγύρι και να ανταμώσουν τους παλιούς γνωστούς
και φίλους. Είχαν πολλά να πουν άλλωστε, οι περισσότεροι βρισκόταν χρόνια στην
ξενιτιά και δεν κατάφερναν να έρχονται συχνά.
Κάποιος από το
τοπικό συμβούλιο σταμάτησε τα όργανα για να τον υποδεχτεί και να αναφερθεί στην
προσφορά του στον τόπο. Ο Δημήτρης όσα χρόνια έλειπε είχε στείλει αρκετές φορές
χρήματα για τις ανάγκες του χωριού και αυτό δεν το είχαν ξεχάσει.
Το κρασί και η
παρέα τον έκαναν να ξεφύγει εντελώς. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα
στους παλιούς φίλους. Θυμήθηκαν τις σκανταλιές που έκαναν μικροί και τα
παρατσούκλια που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Τόσο πολύ τον συνεπήρε η ευθυμία που
όταν τον έσυραν στο χορό δεν αρνήθηκε. Είχε τόσο καιρό να χορέψει. Η αλήθεια
είναι ότι μπορεί και να είχε από τότε που έφυγε. Ακόμη και η κόρη του στο γάμο
της έκανε δεξίωση με ευρωπαϊκούς χορούς αφού δεν είχε καμία σχέση με την
ελληνική κουλτούρα, ούτε και ο σύζυγός της. Αυτό του είχε κακοφανεί αλλά έτσι
ήταν τα πράγματα, η κόρη του μεγάλωσε στο Βερολίνο και σπάνια ερχόταν σε επαφή
με την ελληνική μουσική. Εκείνος έλειπε τόσο πολύ από το σπίτι που όταν
βρισκόταν ήθελε μόνο να τους δει και να παίξει μαζί τους και όσες φορές τους
έβαζε ελληνική παραδοσιακή μουσική ξίνιζαν τα μούτρα. Δυστυχώς αυτό ήταν το
τίμημα της ξενιτιάς.
Ο ήχος από τα
όργανα τον συνεπήρε. « Ένα νερό κυρά
Βαγγελιώ…» τραγούδησε ο τραγουδιστής και ένα χέρι τον έπιασε σφιχτά στο χορό.
Μια ασπρομάλλα μαυροντυμένη και λίγο καμπουριασμένη γυναίκα τον πήρε από το
χέρι. Ο Δημήτρης δε τη γνώρισε στην αρχή. Κάτι γνώριμο στη φιγούρα της αλλά
τίποτα περισσότερο. Έπειτα όμως αναγνώρισε το σπινθηροβόλο βλέμμα που αυτό είχε
μείνει ίδιο. Ο χρόνος είχε παρασύρει κι εκείνη στο αδυσώπητο μονοπάτι του. Δεν
είχε περάσει και λίγα, είχε χάσει τον άντρα και το γιο της σε τροχαίο πριν
χρόνια. Είχε μείνει να παλεύει μόνη, με την κόρη της.
- Βαγγελιώ, πως
είσαι;
- Συγχώρα με,
του είπε. Που σε πίκρανα τότε. Ήμουν νια και άμυαλη.
- Περασμένα,
ξεχασμένα Βαγγελιώ, είπε και χαμογέλασε.
«κι από ’πούθε
κατεβαίνει...» συνέχισαν οι οργανοπαίχτες.
Έτσι για μια
στιγμή, σαν παιχνίδισμα του νου, εκείνος ξαναέγινε νιος τότε που καιροφυλακτούσε
για ένα βλέμμα, λαχταρούσε για μια ματιά και ο χρόνος χάθηκε μέσα στη δίνη του
χορού. Κι έμειναν εκεί μόνο οι δύο τους, για μια στιγμή μοναχά, ξανά νέοι,
γιατί όσο και αν γερνούν τα σώματα οι ψυχές μένουν ίδιες, έτοιμες να παραδοθούν
σε ένα λίκνισμα χορού.
Κι έσυρε η
Βαγγελιώ το χορό κι από πάνω της σα να χάθηκαν οι ρυτίδες και το κορμί να
ξαναβρήκε την πρώτη νιότη, την καλή, ’γιναν κατάμαυρα τα άσπρα μαλλιά και η
καμπούρα εξαφανίστηκε και μια νέα λυγερόκορμη φάνηκε.
Κι έσυρε η
Βαγγελιώ το χορό και εξαφανίστηκαν τα μαύρα και πρόβαλε ξανά η νια με την
κοφτερή ματιά, το μπορντό φουστάνι και τη λευκή ποδιά με τα πλουμιστά στολίδια,
καμαρωτή και περήφανη.
* Κατασκευή βραχιολιών. Έθιμο του τόπου όπου οι νεαρές κοπέλες κατασκεύαζαν βραχιόλια και τα χάριζαν στο γαμπρό και τους συγγενείς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου