Σάββατο 30 Ιουνίου 2012
Αγαπητοί φίλοι και φίλες το blog σας εύχεται ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!
Ευχαριστώ που και αυτή τη χρονιά ήσαστε κοντά μου με τα ποιήματά σας, τα διηγήματά σας, τις δημιουργίες σας. Ευχαριστώ όλους όσους έστειλαν τα βιβλία τους στις λογοτεχνικές αναφορές και μας έδωσαν την ευκαιρία να τους γνωρίσουμε. Η σελίδα θα εξακολουθεί να είναι ένα χώρος με μόνο κίνητρο την αγάπη για την ποίηση και ειδικότερα τη σύγχρονη ποίηση, την πεζογραφία αλλά και τη ζωγραφική, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Θέλω πάντα να είναι ένας χώρος να ανταμώνουμε, να διαβάζουμε και να γνωριζόμαστε. Μέσα από αυτή την ερασιτεχνική σελίδα που ξεκίνησε από μια δική μου ανάγκη μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω όλους εσάς που εκφράζεστε με την ποίηση,τη γραφή και την τέχνη γενικότερα. Στόχος είναι η σελίδα να γίνει ακόμη καλύτερη, να συμπεριλάβει και άλλους ποιητές, συγγραφείς, δημιουργούς και φυσικά οι προτάσεις σας είναι ευπρόσδεκτες....
ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΓΡΑΨΤΕ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΤΕ, ΤΑΞΔΙΕΨΤΕ, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ ΝΑ ΖΕΙΤΕ ΜΕ ΕΜΠΝΕΥΣΗ!
Η άδεια ντουλάπα Διήγημα
Κάντε κλικ στο όνομα κάθε δημιουργού ή στις παλιότερες αναρτήσεις για να δείτε όλες τις δημοσιεύσεις
Η άδεια ντουλάπα
Η άδεια ντουλάπα
Ξύπνησε με την ίδια νευρικότητα που
ξυπνούσε τις τελευταίες μέρες. Απέφυγε τον καφέ πιστεύοντας ότι θα την κάνει
χειρότερα. Ήξερε ότι κάτι θα συμβεί, το περίμενε. Όσο κι αν εθελοτυφλούσε τα
πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Δεν ήταν μόνο οι
ξένες μυρωδιές που κουβαλούσε ο σύζυγος της στο σπίτι, οι ώρες που εμφανιζόταν
όλο και λιγότερες, ούτε τα μεγάλα διαστήματα σιωπής που είχαν πέσει πια ανάμεσα
τους. Ίσως και να πίστευε πως θα περάσει, έτσι όπως της είχε μάθει η μάνα της.
«Θα κλείνεις τα μάτια και θα περνάει, υπομονή παιδί μου». Αυτό το ήξερε καλά η Γεωργία,
έκλεινε τα μάτια, έριχνε το βάρος στα παιδιά, στο σχολείο, στο νοικοκυριό και
προσποιούνταν πως τίποτα δε συμβαίνει, πως όλα είναι καλά, μια ευτυχισμένη
οικογένεια. Ετοίμασε πρωινό για τα παιδιά που μόλις είχαν σηκωθεί. Τα δύο
αγόρια έτρεξαν στο μπάνιο γελώντας όπως έκαναν κάθε μέρα, κάνοντας αγώνες
ταχύτητας. Όταν έκλεισε την πόρτα του
σχολικού έμεινε λίγο στο πεζοδρόμιο να
τα χαιρετήσει όπως έκανε κάθε μέρα τα τρία τελευταία χρόνια. Τα δίδυμα
μεγάλωσαν πια του χρόνου θα πήγαιναν στην πρώτη δημοτικού.
Εκείνη τη μέρα όταν άνοιξε τη
ντουλάπα, παρά τα αρνητικά της προαισθήματα, δεν περίμενε αυτό που είδε. Η
ντουλάπα ήταν άδεια σαν πελώριο στόμα καρχαρία που ερχόταν καταπάνω της έτοιμο να
την καταπιεί, σαν τις αντίστοιχες ταινίες που τόσο της άρεσαν. Την είχε
προειδοποιήσει, αλλά εκείνη έκανε πως δεν καταλάβαινε, πίστευε πως θα βρουν μια
λύση, με τίποτα δε φανταζόταν αυτό. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει μήπως έφυγε κάποιο
βιαστικό ταξίδι χωρίς να προλάβει να την ενημερώσει, αλλά τα τελευταία
κομματάκια εγωισμού που της είχαν απομείνει αντέδρασαν έντονα. Δεν υπήρχε
τίποτα να εξηγήσει, της το είχε πει πως
θέλει χρόνο για τον εαυτό του, να ηρεμήσει, λες και εκείνη δε χρειαζόταν τίποτε.
Η άδεια ντουλάπα λες και την ειρωνευόταν. Δεν ήταν και κάτι τρομερό αυτό που
ζούσε, αρκετές γυναίκες το είχαν
περάσει, δεν αποτελούσε τη φοβερή εξαίρεση.
Έτσι όπως στεκόταν μπροστά στα ανοιχτά πορτόφυλλα ωστόσο δεν άντεχε το
βάρος της εγκατάλειψης, δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Μια βαριά λέξη την
τριγύριζε: η μοναξιά. Δεν είχε μάθει
ποτέ να είναι μόνη. Δεν ήθελε να είναι μόνη.
Κάθισε μέσα στις ξύλινες τάβλες της
ντουλάπας και ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει πάνω της, της φάνηκε σα να γλίστρησε μέσα σε ένα
αδυσώπητο σκοτάδι. Βρέθηκε στο χωριό που ήταν παιδί. «Γεωργία ο αδελφός σου
κλαίει, τρέξε δεν ακούς;» «Γεωργία η κατσίκα πιάστηκε στο σκοινί, δεν ακούς που
βελάζει, κακοχρονισμένο;» Πολλές φορές ανέβαινε στο δέντρο για να μη τη
βρίσκουν, αλλά γρήγορα φοβόταν και έτρεχε με τους άλλους. Γλιστρούσε,
γλιστρούσε τώρα σε μια κατηφόρα, γινόταν έφηβη στην πόλη που είχαν έρθει με
τους γονείς. «Γεωργία ετοίμασες φαγητό,
ο αδελφός σου έφαγε;» Οι γονείς δούλευαν πολύ για να τα βγάλουν πέρα και
εκείνη είχε πάρει το ρόλο της μάνας της. «Γεωργία να πας στο μαγαζί για γάλα, μην αργήσεις». Όταν
πήγαινε για εξωτερικά θελήματα, λοξοδρομούσε λίγο στεκόταν και κοίταζε τα άλλα
παιδιά που έπαιζαν στο πάρκο, ήθελε και αυτή να είναι μαζί τους χωρίς να τη νοιάζει για το νοικοκυριό και τα
υπόλοιπα, αλλά το ήξερε πως δε γινόταν. Όταν καμιά φορά γκρίνιαζε της
απαντούσαν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην κοιτάζει τι κάνουν οι άλλοι γιατί
κάποιοι τα βρίσκουν εύκολα. Δεν ήξερε τι σημαίνει αυτό και ούτε μπορούσε να
καταλάβει το γιατί. Έριχνε μια πέτρα με το παπούτσι και έτρεχε για το γάλα για
να μην καταλάβουν που χαζολογούσε. Στο σχολείο δεν είχε πολλές φίλες, οι
περισσότερες είχαν τις παρέες τους από πριν. Μόνο μια κοπέλα της έκανε παρέα, η
Νατάσα που οι γονείς της είχαν χωρίσει και ζούσε με τη γιαγιά της εκείνη τη
χρονιά. Η Νατάσα εξακολουθούσε να παραμένει η μοναδική της φίλη μετά από τόσα
χρόνια παρόλο που ζούσε στη Θεσσαλονίκη.
Το κεφάλι της άρχισε να πονάει,
συνειδητοποίησε ότι καθόταν μέσα στη ντουλάπα και πιανόταν από τα ξύλινα
τοιχώματα σα να πνιγόταν. Σα να βυθιζόταν μέσα σε μια πελώρια δίνη αναμνήσεων.
Τότε που ο έρωτας ήρθε όπως πάντα, απροσδόκητα,
ψηλός, μελαχρινός και σοβαρός να στέκεται στην άκρη της πλατείας. Κοπέλα
πια, τελείωνε τη σχολή λογιστικής, οι γονείς της δεν ήθελαν να σπουδάσει μακριά
ούτε και την ενθάρρυναν να σπουδάσει γενικά. Με πολλή προσπάθεια κατάφερε να
τους πείσει να την αφήνουν να παρακολουθεί τα μαθήματα.
Ο Ανδρέας ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας,
να τη σώσει από μια μίζερη πραγματικότητα. Ότι κι αν έκανε το έβρισκε σπουδαίο,
άλλωστε τελείωνε νομική, ήξερε πολλά πράγματα, όλοι τον κοιτούσαν με θαυμασμό.
Δε φανταζόταν καν ότι θα την πρόσεχε. Δεν πίστευε ότι ήταν όμορφη. Εκείνος όμως
την πρόσεξε όταν βρέθηκαν στον ίδιο χορό. «Είσαι όμορφη της είπε. Θέλεις να
χορέψουμε;» Χόρεψαν όλο το βράδυ και για πρώτη φορά χόρεψε έτσι η ψυχή της. Δεν
είχε νιώσει πιο ευτυχισμένη ποτέ στη ζωή της. Το πιο σωστό ήταν ότι τότε μόλις
άρχιζε η ζωή της. Όλοι είχαν να λένε για το πόσο ταιριαστοί και ερωτευμένοι
ήταν. Ο γάμος ήρθε μέσα σε ένα χρόνο.
Δε μπορούσε να καταλάβει πότε άρχισαν
να στραβώνουν όλα. Που είχε φταίξει; Ίσως το γεγονός ότι ασχολήθηκε με το
σπίτι, δεν κοίταξε τον εαυτό της και όλα αυτά που διάβαζε στα περιοδικά να
αναλύουν αιτίες που οδηγούν ένα γάμο στο τέλος. Ήταν και αυτή μια χωρισμένη σαν
τις χιλιάδες που διάβαζε στα περιοδικά των κομμωτηρίων. Ένας αριθμός που
βυθιζόταν και άκουγε, άκουγε ευθύνες, κατηγορίες, απόρριψη. Ύστερα εκείνη η
άλλη, σα Λερναία Ύδρα, σε κάθε χτύπημα τηλεφώνου, που εκείνος έτρεχε να προλάβει, σε κάθε
βιαστική αναχώρηση, σε κάθε επαγγελματικό ταξίδι. Ήξερε, έκανε πως δεν
καταλάβαινε, δεν ήθελε να καταλάβει, δε μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχε
εγωισμό, δεν είχε τίποτα, ήταν ένα πελώριο γιατί που δε μπορούσε να αναπνεύσει.
Δεν είχε μάθει να υπάρχει μόνη χωρίς κάποιος να την κατευθύνει ή να αποφασίζει
για αυτήν. Έκλεινε τα μάτια και
βυθιζόταν στο τίποτα. «Θα περάσει, θα περάσει, δε συμβαίνει». Γλιστρούσε και δεν υπήρχε επιστροφή να
μαζέψει τον ειρμό των σκέψεων της λες και τώρα έβλεπε σαν ταινία μπροστά της
όλη της τη ζωή, που της ζητούσε ευθύνες, αμετάκλητα έπρεπε να λογαριαστεί με
τον εαυτό της και αυτό ήταν το δυσκολότερο που είχε κάνει ως τότε. Ο χειρότερος
εχθρός της, ο ίδιος της ο εαυτός στεκόταν πια χωρίς περιθώρια αναβολής απέναντι
της. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.
Δε θυμάται πόσες ώρες έμεινε μέσα στη
ντουλάπα να ανακαλεί μνήμες, χίμαιρες που την καταδίωκαν. Ίσως μέχρι που άκουσε
το σχολικό να κορνάρει και επανήλθε βίαια στην πραγματικότητα που δεν
καταλαβαίνει από πισωγυρίσματα.
Μετακόμισε σε καινούριο διαμέρισμα,
βρήκε δουλειά σε ένα λογιστικό γραφείο.
Στάθηκε ξανά στα πόδια της. Τα παιδιά προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα με
Σαββατοκύριακα που εκείνη έμενε μόνη και δεν ήξερε τι να τα κάνει. Ώσπου βρήκε
τρόπο να αγαπάει τον εαυτό της, να μην αγανακτεί μαζί του, έμαθε να τον
σέβεται. Έκανε καινούριους φίλους και άρχισε να ζει. Πέρασε καιρός και όλα φαινόταν να παίρνουν το
δρόμο τους. Μόνο όταν περνούσε μπροστά από ντουλάπες δε στεκόταν πολύ, έπαιρνε
τα ρούχα και εξαφανιζόταν. Αγόρασε ένα μπαούλο - αντίκα και αποθήκευε τα
χειμερινά.
Έτσι πέρασαν χειμώνες και καλοκαίρια
με τα παιδιά να μεγαλώνουν, να γίνονται άντρες.
Ο Νίκος πέρασε νομική σαν τον πατέρα του και ο Γιώργος άνοιξε μαγαζί με
ηλεκτρικά. Πάντα τον ενδιέφερε το εμπόριο. Σύντομα έκανε τη δική του οικογένεια
και η Άννα έγινε γιαγιά- πράγμα που της έδωσε μεγάλη χαρά. Τα παιδιά την πίεζαν να κοιτάξει κι εκείνη τη
ζωή της, αλλά εκείνη ούτε που ήθελε να το ακούσει αν και τα παιδιά ήξεραν πως
διατηρούσε σχέση για χρόνια με τον κυρ Βασίλη που το λογιστικό του γραφείο
βρισκόταν δίπλα από το δικό της, ένα εξωστρεφή και καλόκαρδο άνθρωπο, χήρο με
δύο κόρες.
Όσο για τον Ανδρέα ξαναπαντρεύτηκε
όχι με η Λερναία Ύδρα όπως την αποκαλούσε αλλά με μια πλούσια κοσμική κληρονόμο
που είχε ήδη δύο παιδιά.
Ο χρόνος όλα τα διορθώνει, σκεφτόταν
εκείνο το πρωινό παραμονή των εβδομήντα της χρόνων κοιτώντας το δρόμο. Ένιωθε
πλήρης αν και τελευταία ένιωθε κάποια δύσπνοια όταν κουραζόταν. Της ηλικίας
τερτίπια σκεφτόταν. Συγυρίζοντας πέρασε μπροστά από τη ντουλάπα εκείνη που πριν
χρόνια μέσα της είχε βυθιστεί σε παραλήρημα. Για κάποιο λόγο την είχε κρατήσει
ή για κάποια ιδιοτροπία του μυαλού όπως έλεγε. Δε βιάστηκε να προσπεράσει όπως
άλλοτε. Αντίθετα την άνοιξε και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη. Παρά τα
χρόνια που είχαν περάσει εξακολουθούσε να παραμένει όμορφη. Επιτέλους σκεφτόταν
ότι είναι όμορφη. Ο Βασίλης της το είχε μάθει αυτό, την είχε κάνει να νιώθει
σπουδαία, ξεχωριστή, λίγο αργά βέβαια, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Τη βρήκαν το απόγευμα μέσα στη
ντουλάπα να χαμογελά. Ανακοπή καρδίας είπαν. Είχε ξεπεράσει και την τελευταία
της φοβία και ταξίδευε ανενόχλητη για τους ουρανούς παίζοντας ελεύθερη πια
στους δρόμους της εφηβεία της.
Δημοσίευση: diasporicorganization.gr
Ποίηση Χαραλάμπους Βασίλης
ΚΙ ΟΣΟ ΒΑΘΑΙΝΕΙ
Του Βασίλη Χαραλάμπους
===========
Στην Αγιά Άννα το γεροντάκι
στην άκρη του αιγιαλού
ξαγγιστρώνει
τα λιγοστά ψάρια
φίλεμα και τούτο
στα φτωχά γεροντάκια
ολοτρίγυρα στις καλύβες.
Το θώρι αντικρύ
κι εκεί όπου το πέλαγος βαθαίνει
πιότερο και το βαθύ γαλάζιο
από κείνο του ουρανού τ’ αντιφέγγισμα.
Έτσι θαρρώ
και στο ταπεινό γεροντάκι
ολόϊδια με του πελάγους τα βάθια
η μεγάλη καρδιά.
(Από την ποιητική Συλλογή “Τ’ Άθωνα απλωταριά”)
Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012
Λουδοβίκος των Ανωγείων Ποιηση
καθρέφτης
Εγώ δεν ξέρω από αλήθεια,
μη μ' εμπιστεύεσαι,
γιατί
το είδωλο
που στέλνω πίσω
δεν είναι
αυτό που είσαι εσύ.
O νάρκισσος επήγε από λάθος.
Av είχε κάποιον να του πει
πως η
ομορφιά δεν είναι εικόνα,
ίσως
μπορούσε να σωθεί.
Mn στέκεσαι απέναντι μου
αυτά που δε
γνωρίζω να ρωτάς
αληθινοί
καθρέφτες είναι
τα μάτια
εκείνου που αγαπάς.
η λεύκα
και ο άνεμος
«Eίδες τι ωραία μουσική γράφω!» είπε ο άνεμος καθώς
περνούσε
μέσα από τα φύλλα της λεύκας.
«Κάνεις
λάθος. Εγώ τη γράφω αυτή τη μουσική
με τα φύλλα και τα κλαδιά μου».
«Όχι, εγώ
τη φέρνω αιώνες τώρα από μακριά».
«Όχι, εγώ
με τα φύλλα μου».
H διαφωνία τουςs οδήγησε στο μεγάλο κόκκινο βράχο
που αφού άκουσε είπε:
«Σταμάτα εσύ αριστερά μου, άνεμε, και εσύ δεξιά μου
δέντρο. Για παίξε τη μουσική που
λες ότι γράφεις, άνεμε.
Εκείνος προσπάθησε, αλλά καμία
νότα δεν μπόρεσε να βγει.
«Η σειρά σου», είπε στο δέντρο.
Προσπάθησε κι εκείνο, αλλά μάταια. Τίποτε δεν
ακούστηκε.
«Όταν ξεχάσετε το εγώ και ανακαλύψετε το εμείς
θα
καταλάβετε ποιος γράφει αυτή την ωραία μουσική.
Μια σημαντική προσφορά του 24grammata.com
Κρατήστε στον υπολογιστή σας 45 (νόμιμα, δίχως πνευματικά δικαιώματα) βιβλία (free ebooks)
Προωθήστε τούτη τη σελίδα σε όλους τους γνωστούς σας. Διαδόστε το μεγαλείο της Θράκης
Ο Βιζυηνός (5 έργα), ο Λουντέμης, ο μαθηματικός Καραθεωδωρή (μελέτες για τη ζωή του), σπάνια και δυσεύρετα ιστορικά βιβλία, σύγχρονες μελέτες, ξενόγλωσσες μελέτες για τη Θράκη, Θρακιώτες μελετητές (Τσακνάκης, Αυγέρη, Κηπουρός) αναλύουν Ισοκράτη, Πλούταρχο, Διογένη Λαέρτιο, Πίο Μπαρόχα και άλλους ή παρουσιάζουν άγνωστες πτυχές της Ιστορίας μας)
Θρακιώτες γράφουν για τη γη τους
Καραθεοδωρής ή (Καραθεοδωρή)
Αϊνστάιν και Καραθεοδωρής. Κωνσταντίνος Μπενάς. Προσπάθεια επιστημονικής εξήγησης στον ορυμαγδό των μύθων [download]
Σπάνιες μελέτες/ παλαιά βιβλία
Δρομολόγιον της ελληνικής χερσονήσου <περιήγηση στη Θράκη, τέλη 19ου αιώνα> “Βασίλειος Ζώτος (ο Μολοττός), Aρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και ε&mu ;πορικόν, Αθήνα 1878-1903. [download]
Δρομολόγιον της ελληνικής χερσονήσου <περιήγηση στη Θράκη, τέλη 19ου αιώνα> “Βασίλειος Ζώτος (ο Μολοττός), Aρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν, στρατιωτικόν, στατιστικόν και ε&mu ;πορικόν, Αθήνα 1878-1903. [download]
ΘΡΑΚΗ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ / THRACE – CONSTANTINOPLE Το Οδοιπορικό του Γεωργίου Λαμπάκη (1902) Georgios Lambakis’s Journey [download]
Θρακικά Φύλα. Συγγραφή : Theodossiev Nikolai, Μετάφραση : Τζεδόπουλος Γιώργος [κατέβασέτο]
Θρακικά Φύλα. Συγγραφή : Theodossiev Nikolai, Μετάφραση : Τζεδόπουλος Γιώργος [κατέβασέτο]
Περιγραφή ιστορική και γεωγραφική (υπό εκκλησιαστική έποψιν) της Θεοσώστου επαρχίας Μαρωνείας, υπό Μ. Μελιρρύτου, 1871 [κατέβασέτο]
Η αρχαία Μαρώνεια. Μαρία Σαρλά-Πεντάζου, Βαγγέλης Πεντάζος, αρχαιολόγοι. Περιοδικό: Αρχαιολογία, 13, 1984 [κατέβασέτο]
Aι γεωγραφικαί περιπέτειαι του ονόματος Θράκη (1926) Αδ. Αδαμαντίου, καθηγητού του πανεπιστημίου Αθηνών [download]
σύγχρονες μελέτες
Πλουτάρχου: “περί ποταμών και όρων επωνυμίας και των εν αυτοις ευρισκομένων”. Γιώργος Λεκάκη [κατέβασέτο]
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΞΑΝΘΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣΙ. Χρυσογέλου, Α. Καπνά, Ι. Κοντός [download]
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτ. Θράκης και η εκπαίδευση της στα πλαίσια του Ελληνικού κράτους Παπαργυρίου Όλγα. Μεταπτυχιακή εργ&alph a;σία [download]
Συγκρότηση του “εθνικού” χώρου και θρησκευτικές ετερότητες στην πόλη της Κομοτηνής Λεμοντζέλης Κωνσταντίνος [κατέβασέτο]
Αθανάσιος Τσακνάκης
Πλουτάρχου: Αρετή, Κακία, Τύχη (σχόλια / μετάφραση: Αθ. Τσακνάκης) [Κατέβασέ το]
Πλουτάρχου: Αρετή, Κακία, Τύχη (σχόλια / μετάφραση: Αθ. Τσακνάκης) [Κατέβασέ το]
ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι Φιλοσόφων: Πύρρων και Τίμων. (σχόλια / μετάφραση: Αθ. Τσακνάκης) [κατέβασέτο]
Λουκιανός: α. Ο θάνατος του Περεγρίνου, β. Οι δραπέτες, γ. Συμπόσιο Αθανάσιος Α. Τσακνάκης [Κατέβασέ το]
Ισοκράτης: α. Περί βασιλείας β. Οι επιστολές προς τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο Α. Τσακνάκης[κατέβασέτο]
Χρ. Κηπουρός
Θράκη, Χρήστος Κηπουρός, «Πως από την εκλογίκευση της ιστορίας να πάμε στην εξιστόρηση της λογικής» [κατέβασέτο]
Θράκη, Χρήστος Κηπουρός, «Πως από την εκλογίκευση της ιστορίας να πάμε στην εξιστόρηση της λογικής» [κατέβασέτο]
Ξενόγλωσσα βιβλία (Αγγλικά, Ιταλικά)
The cosmology of Democritus E. Danezis, E. Theodossiou, M. S. Dimitrijevi´, A. Dacanalis, Ch. Katsavrias [download]
Democritus and his Influence on Classical Political Economy. Panayotis Michaelides, Ourania Kardassi,John Milios. [download]
Herodicus, the father of sports medicine Anastasios D. Georgoulis / Irini-Sofia Kiapidou / Lamprini Velogianni / Nicholas Stergiou/ Arthur BolandΗρόδικος από τη Θράκη, ο πατέρας της αθλητικής Ιατρικής[κατέβασέτο]
Migration, tradition and transition among the Pomaks in Xanthi (Western Thrace) Domna Michail, Department of Balkan Studies, Aristotle University of Thessaloniki [download]
Differenza tra la filosofia della natura di Democrito e quella di Epicuro Karl Marx (1841). Η πανεπιστημιακή διατριβή (1841) του Κάρολου Μάρξ (1818-1883) με θέμα: “Διαφορές στη φυσική φιλοσοφία ανάμεσα στο Δημόκριτο και τον Επίκουρο (ιταλική γλώσσα) [download]
Η σελίδα είναι υπό συνεχή ανάπτυξη και εμπλουτισμό.
Τρίτη 26 Ιουνίου 2012
57ο Πανελλήνιος διαγωνισμός Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς
Η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά προκηρύσσει τον 57ο πανελλήνιο διαγωνισμό της για τη συγγραφή βιβλίων για παιδιά.
Τα έργα πρέπει να είναι λογοτεχνικά, προσεγμένα στη γλώσσα, να εμπνέουν αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή και να κινούνται μέσα στην ελληνική πραγματικότητα.
Οι κατηγορίες στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν οι υποψήφιοι, είναι οι ακόλουθες:
1. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα με ελεύθερο θέμα για παιδιά 9-11 ετών. (10.ΟΟΟ λέξεις)
2. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΚΕΔΡΟΣ, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα, για παιδιά 10-12 ετών, με θέμα τη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων. Το βραβείο αθλοθετείται στη μνήμη της συγγραφέως Κίρας Σίνου, που ασχολήθηκε συστηματικά με την προϊστορία.(75-80 σελίδες)
3. Βραβείο Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Σμύρνης, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα με θέμα «Αλησμόνητες Πατρίδες του Μικρασιατικού Ελληνισμού».(75-80 σελίδες)
4. Βραβεία Ελένης Μαυρουλίδου Δάβαρη και Βίλμας Μαυρουλίδου-Σαλιβέρου, εις μνήμην Λούλας και Ηλία Μαυρουλίδη και Λιλής Γιαννέτσου.
α) Ταξιδιωτικό μυθιστόρημα για παιδιά 9-12 ετών, 500 ευρώ. (75-80 σελίδες) Β) Μυθιστόρημα για παιδιά από 11 ετών και άνω, με θέμα «Ένας Έλληνας μακριά απ’ την πατρίδα». 500 Ευρώ. (75-80 σελίδες)
5. Βραβεία Λούλας Παπιδάκη-Πιπίνη εις μνήμην Δημητρίου και Αθανασίας Παπιδάκη και Αντωνίου Πιπίνη.
α) Ποίηση, 500 Ευρώ.
Συλλογή 25 ποιημάτων για παιδιά του δημοτικού σχολείου.
β) Μονογραφία για το έργο Έλληνα συγγραφέα ή ποιητή της παιδικής λογοτεχνίας, πλήρως τεκμηριωμένη με στοιχεία, βιογραφικά, θεματικής, ύφους, τεχνοτροπίας κ.λ.π.) 500 Ευρώ.
6. Βραβείο εκδ. οίκου Πατάκη, 500 Ευρώ.
Μία Ιστορία βραχείας φόρμας, όχι παραμύθι, έκτασης 400-900 λέξεων, που να απευθύνεται σε παιδιά 1ης σχολικής ηλικίας (6-8 ετών). Οι πρωταγωνιστές να είναι συνομήλικοι των παιδιών-αναγνωστών. Τα θέματα να είναι σύγχρονα, μέσα από την καθημερινότητά τους και να καθρεφτίζουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των παιδιών αυτής της ηλικίας.
7. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΠΑΤΑΚΗ, 300 Ευρώ σε βιβλία.
Απονέμεται σε σχολικό έντυπο, περιοδικό ή εφημερίδα το οποίο εμφανίζει περιοδικότητα στη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς. Παρακαλούνται οι συμμετέχοντες να αποστείλουν από 5 αντίτυπα όλων των τευχών της σχολικής περιόδου 2011-12. Επιπλέον, στο διευρυμένο πλαίσιο των σχολικών εντύπων, γίνονται δεκτά ημερολόγια και έντυπα που αποτυπώνουν σχολικές δραστηριότητες (περιβαλλοντικά προγράμματα, αγωγή υγείας, ευρωπαϊκά προγράμματα κ.ά.)
8. Βραβείο ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ, τιμητικό και όχι χρηματικό.
Απονέμεται σε συγγραφείς για το σύνολο του έργου τους ή για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη και προώθηση της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Αθλοθέτες Νίκος Αδαμαντιάδης και Σμαράγδα Αδαμαντιάδη.
ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
1. Όλα τα έργα υποβάλλονται με ψευδώνυμο και σε πέντε αντίτυπα.
Επίσης πρέπει να είναι δακτυλογραφημένα με μέγεθος γραμμάτων 12. Σε μικρότερο σφραγισμένο φάκελο αναγράφεται το πραγματικό όνομα, το τηλέφωνο το mail και η ταχυδρομική διεύθυνση του συγγραφέα. Οι φάκελοι δεν ανοίγονται παρά μόνο σε περίπτωση διάκρισης του διαγωνιζομένου. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες παραμένουν άγνωστοι. Τα έργα που θα σταλούν χωρίς να τηρούν τους παραπάνω όρους της προκήρυξης δεν θα κριθούν.
Κάθε διαγωνιζόμενος έχει δικαίωμα συμμετοχής σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, μόνο.
2. Στο φάκελο να αναγράφεται οπωσδήποτε σε ποιον διαγωνισμό και κατηγορία συμμετέχει ο/η υποψήφιος/α.
3. Οι βραβευμένοι υποχρεούνται να δώσουν για έκδοση το έργο τους στον εκδοτικό οίκο που αθλοθέτησε το βραβείο.
4. Αποκλείονται από το διαγωνισμό όσοι έχουν ήδη βραβευτεί ή επαινεθεί τρεις φορές από την Γ.Λ.Σ. καθώς και εκείνοι που διακρίθηκαν για το ίδιο κείμενο σε άλλο διαγωνισμό στην Ελλάδα ή στην Κύπρο.
5. Τρία αντίτυπα των βραβευμένων βιβλίων, όταν εκδοθούν, πρέπει να στέλνονται στη Γ.Λ.Σ. για το αρχείο της.
6. Σε όλες τις κατηγορίες μυθιστορήματος, η έκταση δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από 75-80 σελίδες.
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΡΓΩΝ
1η Οκτωβρίου 2012 Τα έργα να στέλνονται με απλό ταχυδρομείο. (Όχι συστημένα / Όχι κούριερ).
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά με τις κυρίες:
Ναννίνα Σακκά-Νικολακοπούλου 210 6917708, 6939349547
Ελένη Τσιάλτα 210 7757233, 6937452277 E-mail: tsialtaeleni@gmail.com
Ζαχαρούλα Καραβά 210 2716238, 6972899499 E-mail: karavaxara@yahoo.gr
Απαραίτητος όρος, τα κείμενα να σταλούν με απλό ταχυδρομείο. Να μην σταλούν με ταχυμεταφορές ή συστημένα.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ:
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Μπουμπουλίνας 28, Τ.Κ. 10682 ΑΘΗΝΑ
Η απονομή των βραβείων θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2012 στη Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα.
Τα έργα πρέπει να είναι λογοτεχνικά, προσεγμένα στη γλώσσα, να εμπνέουν αισιοδοξία και πίστη για τη ζωή και να κινούνται μέσα στην ελληνική πραγματικότητα.
Οι κατηγορίες στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν οι υποψήφιοι, είναι οι ακόλουθες:
1. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα με ελεύθερο θέμα για παιδιά 9-11 ετών. (10.ΟΟΟ λέξεις)
2. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΚΕΔΡΟΣ, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα, για παιδιά 10-12 ετών, με θέμα τη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων. Το βραβείο αθλοθετείται στη μνήμη της συγγραφέως Κίρας Σίνου, που ασχολήθηκε συστηματικά με την προϊστορία.(75-80 σελίδες)
3. Βραβείο Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Σμύρνης, 500 Ευρώ.
Μυθιστόρημα με θέμα «Αλησμόνητες Πατρίδες του Μικρασιατικού Ελληνισμού».(75-80 σελίδες)
4. Βραβεία Ελένης Μαυρουλίδου Δάβαρη και Βίλμας Μαυρουλίδου-Σαλιβέρου, εις μνήμην Λούλας και Ηλία Μαυρουλίδη και Λιλής Γιαννέτσου.
α) Ταξιδιωτικό μυθιστόρημα για παιδιά 9-12 ετών, 500 ευρώ. (75-80 σελίδες) Β) Μυθιστόρημα για παιδιά από 11 ετών και άνω, με θέμα «Ένας Έλληνας μακριά απ’ την πατρίδα». 500 Ευρώ. (75-80 σελίδες)
5. Βραβεία Λούλας Παπιδάκη-Πιπίνη εις μνήμην Δημητρίου και Αθανασίας Παπιδάκη και Αντωνίου Πιπίνη.
α) Ποίηση, 500 Ευρώ.
Συλλογή 25 ποιημάτων για παιδιά του δημοτικού σχολείου.
β) Μονογραφία για το έργο Έλληνα συγγραφέα ή ποιητή της παιδικής λογοτεχνίας, πλήρως τεκμηριωμένη με στοιχεία, βιογραφικά, θεματικής, ύφους, τεχνοτροπίας κ.λ.π.) 500 Ευρώ.
6. Βραβείο εκδ. οίκου Πατάκη, 500 Ευρώ.
Μία Ιστορία βραχείας φόρμας, όχι παραμύθι, έκτασης 400-900 λέξεων, που να απευθύνεται σε παιδιά 1ης σχολικής ηλικίας (6-8 ετών). Οι πρωταγωνιστές να είναι συνομήλικοι των παιδιών-αναγνωστών. Τα θέματα να είναι σύγχρονα, μέσα από την καθημερινότητά τους και να καθρεφτίζουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των παιδιών αυτής της ηλικίας.
7. Βραβείο Εκδ. Οίκου ΠΑΤΑΚΗ, 300 Ευρώ σε βιβλία.
Απονέμεται σε σχολικό έντυπο, περιοδικό ή εφημερίδα το οποίο εμφανίζει περιοδικότητα στη διάρκεια μιας σχολικής χρονιάς. Παρακαλούνται οι συμμετέχοντες να αποστείλουν από 5 αντίτυπα όλων των τευχών της σχολικής περιόδου 2011-12. Επιπλέον, στο διευρυμένο πλαίσιο των σχολικών εντύπων, γίνονται δεκτά ημερολόγια και έντυπα που αποτυπώνουν σχολικές δραστηριότητες (περιβαλλοντικά προγράμματα, αγωγή υγείας, ευρωπαϊκά προγράμματα κ.ά.)
8. Βραβείο ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ, τιμητικό και όχι χρηματικό.
Απονέμεται σε συγγραφείς για το σύνολο του έργου τους ή για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη και προώθηση της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Αθλοθέτες Νίκος Αδαμαντιάδης και Σμαράγδα Αδαμαντιάδη.
ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
1. Όλα τα έργα υποβάλλονται με ψευδώνυμο και σε πέντε αντίτυπα.
Επίσης πρέπει να είναι δακτυλογραφημένα με μέγεθος γραμμάτων 12. Σε μικρότερο σφραγισμένο φάκελο αναγράφεται το πραγματικό όνομα, το τηλέφωνο το mail και η ταχυδρομική διεύθυνση του συγγραφέα. Οι φάκελοι δεν ανοίγονται παρά μόνο σε περίπτωση διάκρισης του διαγωνιζομένου. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες παραμένουν άγνωστοι. Τα έργα που θα σταλούν χωρίς να τηρούν τους παραπάνω όρους της προκήρυξης δεν θα κριθούν.
Κάθε διαγωνιζόμενος έχει δικαίωμα συμμετοχής σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, μόνο.
2. Στο φάκελο να αναγράφεται οπωσδήποτε σε ποιον διαγωνισμό και κατηγορία συμμετέχει ο/η υποψήφιος/α.
3. Οι βραβευμένοι υποχρεούνται να δώσουν για έκδοση το έργο τους στον εκδοτικό οίκο που αθλοθέτησε το βραβείο.
4. Αποκλείονται από το διαγωνισμό όσοι έχουν ήδη βραβευτεί ή επαινεθεί τρεις φορές από την Γ.Λ.Σ. καθώς και εκείνοι που διακρίθηκαν για το ίδιο κείμενο σε άλλο διαγωνισμό στην Ελλάδα ή στην Κύπρο.
5. Τρία αντίτυπα των βραβευμένων βιβλίων, όταν εκδοθούν, πρέπει να στέλνονται στη Γ.Λ.Σ. για το αρχείο της.
6. Σε όλες τις κατηγορίες μυθιστορήματος, η έκταση δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από 75-80 σελίδες.
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΕΡΓΩΝ
1η Οκτωβρίου 2012 Τα έργα να στέλνονται με απλό ταχυδρομείο. (Όχι συστημένα / Όχι κούριερ).
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά με τις κυρίες:
Ναννίνα Σακκά-Νικολακοπούλου 210 6917708, 6939349547
Ελένη Τσιάλτα 210 7757233, 6937452277 E-mail: tsialtaeleni@gmail.com
Ζαχαρούλα Καραβά 210 2716238, 6972899499 E-mail: karavaxara@yahoo.gr
Απαραίτητος όρος, τα κείμενα να σταλούν με απλό ταχυδρομείο. Να μην σταλούν με ταχυμεταφορές ή συστημένα.
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ:
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Μπουμπουλίνας 28, Τ.Κ. 10682 ΑΘΗΝΑ
Η απονομή των βραβείων θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2012 στη Στοά του Βιβλίου, στην Αθήνα.
Το τρένο Διήγημα
Το τρένο (Διήγημα)
Ο κυρ Ανδρέας ξύπνησε νωρίς εκείνη τη μέρα. Τελείωνε η άνοιξη και οι μέρες ήταν σχεδόν καλοκαιρινές. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Η κίνηση των αυτοκινήτων είχε ήδη ξεκινήσει παρόλο που δεν είχε ξημερώσει καλά - καλά. Πάντα αυτή η πόλη ήταν ζωντανή από πολύ νωρίς.
ʼλλοτε τέτοια εποχή οι γλάστρες του μπαλκονιού θα είχαν γεμίσει ανθάκια και μπουμπούκια αλλά τώρα μόνο ξεραμένοι βλαστοί είχαν απομείνει. Η σκέψη αυτή του έφερε θλίψη και βιάστηκε να μπει μέσα.
Όπως κάθε μέρα από τότε που έχασε την κυρά Παναγιώτα ντυνόταν και πήγαινε στο σταθμό των τρένων να πιει τον καφέ του. Του βάραινε η καρδιά να κάθεται και να πίνει τον καφέ μόνος του. Τόσα χρόνια μαζί, χαρές και λύπες τα κουβέντιαζαν με τον καφέ τους και τώρα δε μπορούσε να συνηθίσει αυτή την απουσία, την ερημιά του δωματίου, τη σιωπή. Εκείνη την ημέρα ακόμη περισσότερο. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος και ακόμη νιώθει αυτό το κενό.
- Καλώς τον κυρ Ανδρέα, τον καλημέρισαν εγκάρδια οι υπάλληλοι του σταθμού. Τον είχαν μάθει όλοι αφού τον τελευταίο καιρό πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα.
- Καλημέρα, καλημέρα, απάντησε με χαμόγελο και έπιασε θέση στο καφέ που έβλεπε προς τα τρένα.
Η κίνηση είχε αρχίσει και εδώ. Βιαστικοί επιβάτες, αγουροξυπνημένοι, έτρεχαν να βγάλουν εισιτήριο για να προλάβουν κάποιο τρένο. Φοιτητές, εργαζόμενοι, νοικοκυρές, τους καταλάβαινε ο κυρ Ανδρέας από τον τρόπο που περπατούσαν, από τα βλέμματα τους τα άλλοτε ανυπόμονα και άλλοτε μελαγχολικά. Του άρεσε αυτή η κοσμοσυρροή, ακόμη και το βαριεστημένο σύρσιμο της βαλίτσας, οι νευρικοί επιβάτες, οι χειρονομίες, του έδιναν την αίσθηση της ζωής. Απολάμβανε αυτό το βιαστικό πηγαινέλα, του έδινε την αίσθηση των νιάτων, της ζωής που προσδοκούσε ο καθένας, το μέλλον
. Ο σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του: βαρύ γλυκό, όπως πάντα. Το πρώτο πρωινό τρένο είχε ξεκινήσει. Κοίταξε τον προορισμό: προς Θεσσαλονίκη. Του έφερνε μνήμες αυτό το δρομολόγιο. Όταν ήταν νεότεροι και δεν είχε τόσα προβλήματα με τα πόδια και τη μέση του, έπαιρνε την κυρά Παναγιώτα και πήγαιναν στις κοντινές παραλίες του Πλαταμώνα ή των Ν. Πόρων για καφέ η μπάνιο. Του άρεσε η διαδρομή και διασκέδαζε με το ανέμελο, ετερόκλητο, χρωματιστό πλήθος από τότε. Αγαπούσε τους ανθρώπους και πάντα προσπαθούσε να καταλάβει την ιστορία τους, τους κρυφούς τους πόθους, τα όνειρά τους.
Μα και η Παναγιώτα του, πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για τον καθένα. Πάντα τους δικαιολογούσε όλους. Ακόμη και όταν την πλήγωναν ή της φέρονταν άσχημα. Εκείνος τη μάλωνε που έδινε συγχωροχάρτι σε όλους αλλά κατά βάθος τη θαύμαζε για τη μεγάλη της καρδιά. Πάντα είχε κάτι αστείο να του πει ή να θυμηθεί και ότι δυσάρεστο τους συνέβαινε προσπαθούσε να το διακωμωδήσει, να το κάνει να φαίνεται ασήμαντο. Δεν είχαν περάσει και λίγα, τι να πρωτοθυμηθεί: οικονομικά προβλήματα, προβλήματα με το Δημήτρη το γιο τους, απώλειες φίλων. Ας είναι, καλά τα κατάφεραν. Με το εφάπαξ που πήρε από τη σύνταξη του, άνοιξε στο γιο του, το δικηγορικό του γραφείο και η Κατερίνα η κόρη τους, ευτυχώς είχε διοριστεί στην Τράπεζα.
Πέρασαν δύσκολα χρόνια, εκείνος με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου τι να πρωτοκαταφέρει. Η Παναγιώτα είχα σταματήσει τη δουλειά μιας και δεν είχαν κάποιον να τους βοηθάει με τα παιδιά. Για αυτό δεν κατάφερε ποτέ του να αγοράσει αυτοκίνητο αν και δεν τρελαινόταν κιόλας, μια χαρά του άρεσαν τα τρένα για τις μετακινήσεις του.
Αν ζούσε λίγο ακόμα η Παναγιώτα του, θα χαιρόταν με το γιο τους το Δημήτρη πόσο σοβαρός και υπεύθυνος είχε γίνει και η κοπέλα του: όμορφη, ευγενέστατη και γλυκιά.
Τους είχε παιδέψει στην εφηβεία και αργότερα. Ατίθασο, νευρικό παιδί, ήθελε πάντα το δικό του να γίνεται. Ότι του κατέβαινε στο κεφάλι το έκανε. Ίσως να έφταιγαν και αυτοί λίγο, ήταν ο πρώτος γιος, είχαν αργήσει να τον κάνουν και δε του χαλούσαν χατίρι.
Μια φορά είχε φύγει από το σπίτι τρεις ημέρες για να πάει σε ένα φεστιβάλ στην Κέρκυρα παρά τις αντιρρήσεις τους. Μέχρι να γυρίσει η Παναγιώτα κόντεψε να αρρωστήσει. Όταν επέστρεψε εκείνος έκανε σα να μη συνέβαινε τίποτα. "Θα το μαθαίνατε στις ειδήσεις αν πάθαινα κάτι", απαντούσε κυνικά.
Η Κατερίνα, η κόρη τους, ήταν το αντίθετο. Πάντα συνεργάσιμη και πρόθυμη να βοηθήσει. Είχε μοιάσει της Παναγιώτας ενώ ο γιος τους, το παραδεχόταν τώρα πια είχε πάρει από το δικό του χαρακτήρα που ήταν λίγο ισχυρογνώμων. Ο κυρ Ανδρέας όμως στεναχωριόταν για την Κατερίνα που την έβλεπε μόνη. Κόντευε τα τριάντα και δεν είχε γνωρίζει κανέναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της. Η κόρη του τον κορόιδευε. "Κι εσύ που παντρεύτηκες τι κατάλαβες; Μια χαρά περνάω και μόνη μου." ʼντε να της εξηγήσει τώρα. Για κείνον η Παναγιώτα ήταν όλη του η ζωή. Χωρίς αυτήν δε θα είχε νόημα ότι και να έκανε. Είχε μόλις τελειώσει το στρατιωτικό όταν τη γνώρισε. Κοπέλα κι εκείνη που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και φοιτούσε στη νοσηλευτική σχολή. Την έβλεπε κάθε μέρα που γυρνούσε από τη σχολή. Του άρεσαν τα μακριά μαλλιά χυμένα στους ώμους, τα πράσινα μάτια που έλαμπαν από προσδοκίες και όνειρα, το βιαστικό περπάτημά της. Τι τα θυμάται τώρα; Μα η σκέψη του δε λέει να ξεκολλήσει από κει λες και τη βλέπει τώρα. Λίγες μέρες αργότερα γνωρίστηκαν από ένα κοινό γνωστό τους. Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Στην αρχή δούλευε και εκείνη στο νοσοκομείο. Τι βόλτες και τι εκδρομές έκαναν τότε. Μόλις σχολούσαν από τις δουλειές και έβαζαν μια μπουκιά στο στόμα έφευγαν για μπάνιο στις γειτονικές παραλίες. Μπορεί τα λεφτά τους να ήταν λίγα ωστόσο η διάθεση και η ενεργητικότητά τους περίσσευε. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ένιωθε πολύ τυχερός που τη γνώρισε. Κάτω στη θάλασσα μάζευε κοχύλια και έγραφε δίπλα - δίπλα τα ονόματά τους όπως είχε δει να κάνουν στο σινεμά οι πολύ ερωτευμένοι. Σε μια φωτογραφία που την κρατά πάνω του, εκείνη με άσπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά, μοιάζει με αρχαία Θεά. Για εκείνον και όταν πέρασαν τα χρόνια παρά το βάρος του χρόνου και των αλλαγών που είχαν επιφέρει και στους δυο, εκείνη ήταν η Θεά που είχε γνωρίσει, ένα κορίτσι με κάτασπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά.
Το σφύριγμα του τρένου τον ξεκόλλησε για λίγο από τις σκέψεις του. Δίπλα του ένα ζευγαράκι αποχαιρετιόνταν. Η κοπέλα είχε σκοτεινιάσει, σαν ουρανός πριν την καταιγίδα και ο νεαρός της έπιανε το χέρι και της μιλούσε τρυφερά. Πάντα τον συγκινούσε η εικόνα του έρωτα και όταν οι συνομήλικοί του μιλούσαν αρνητικά για τα νεαρά ζευγαράκια που εκδήλωναν αυθόρμητα τον έρωτά τους σε δημόσιους χώρους, αυτός χαμογελούσε. Ήταν πάντα με τον έρωτα. Πάντα με το αυθόρμητο και το αληθινό.
Το τρένο έφυγε. Το ζευγάρι αποχαιρετίστηκε για τελευταία φορά. Ο κυρ Ανδρέας δάκρυσε. Νοστάλγησε την παρουσία της Παναγιώτας.
- Θα σε περιμένω, φώναξε το αγόρι στην κοπέλα.
- Καλή αντάμωση, είπε εκείνη και μπήκε στο τρένο.
Ο κυρ Ανδρέας χαμογέλασε. Όταν έχεις ζήσει τόσο όμορφα, δεν πρέπει να λυπάσαι, σκέφτηκε. Και εκείνος είχε ζήσει την αληθινή και σπάνια αγάπη και ένιωθε τυχερός για αυτό. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να τη ζήσουν. Ο κόσμος θα ήταν πιο όμορφος. Πίστευε ότι η αγάπη μαλακώνει τον άνθρωπο, του δίνει νόημα ύπαρξης, τον κάνει λιγότερο εγωιστή. Τι θα 'δινε κι αυτός σήμερα να μπορούσε να ανέβει σε ένα τρένο και να κάνει ένα ταξιδάκι έστω κοντινό στα γνωστά τους μέρη, να ξανατρυγήσει μνήμες και να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Να μαζέψει κοχύλια και να σκαλίσει στην άμμο ιστορίες, ονόματα, χρονολογίες όπως παλιά που ο χρόνος δε φαινόταν να έχει σημασία.
Και τότε είδε το τρένο να έρχεται. Κι ήταν σα να σταμάτησε μόνο για αυτόν. Ένα φως τον θάμπωσε, κάποιος τον φώναζε ή έτσι του φάνηκε. Μια γνώριμη φιγούρα του έγνεφε. Δεν έβλεπε και καλά πια αλλά ναι ήταν σαν τη δική του την Παναγιώτα η κοπέλα με το άσπρο φουστάνι και τα ξέπλεκα μαλλιά που του έγνεφε.
Το μεσημεράκι, ο σερβιτόρος πήγε να μαζέψει, το φλιτζάνι του καφέ. Δε του έκανε εντύπωση που ο κυρ Ανδρέας έμεινε τόσο πολύ. Το συνήθιζε πότε - πότε. Ούτε που τον είδε με τα μάτια κλειστά. Καμιά φορά τον έπαιρνε κι ο ύπνος μέσα στις σκέψεις του. Εκείνη την ημέρα όμως ο κυρ Ανδρέας είχε φύγει. Είχε πάρει το δικό του τρένο παρέα με την Παναγιώτα. Πώς να αντιστεκόταν σε ένα άσπρο φουστάνι και σε τόσο όμορφα μάτια και μαλλιά;.
Ο κυρ Ανδρέας ξύπνησε νωρίς εκείνη τη μέρα. Τελείωνε η άνοιξη και οι μέρες ήταν σχεδόν καλοκαιρινές. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Η κίνηση των αυτοκινήτων είχε ήδη ξεκινήσει παρόλο που δεν είχε ξημερώσει καλά - καλά. Πάντα αυτή η πόλη ήταν ζωντανή από πολύ νωρίς.
ʼλλοτε τέτοια εποχή οι γλάστρες του μπαλκονιού θα είχαν γεμίσει ανθάκια και μπουμπούκια αλλά τώρα μόνο ξεραμένοι βλαστοί είχαν απομείνει. Η σκέψη αυτή του έφερε θλίψη και βιάστηκε να μπει μέσα.
Όπως κάθε μέρα από τότε που έχασε την κυρά Παναγιώτα ντυνόταν και πήγαινε στο σταθμό των τρένων να πιει τον καφέ του. Του βάραινε η καρδιά να κάθεται και να πίνει τον καφέ μόνος του. Τόσα χρόνια μαζί, χαρές και λύπες τα κουβέντιαζαν με τον καφέ τους και τώρα δε μπορούσε να συνηθίσει αυτή την απουσία, την ερημιά του δωματίου, τη σιωπή. Εκείνη την ημέρα ακόμη περισσότερο. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος και ακόμη νιώθει αυτό το κενό.
- Καλώς τον κυρ Ανδρέα, τον καλημέρισαν εγκάρδια οι υπάλληλοι του σταθμού. Τον είχαν μάθει όλοι αφού τον τελευταίο καιρό πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα.
- Καλημέρα, καλημέρα, απάντησε με χαμόγελο και έπιασε θέση στο καφέ που έβλεπε προς τα τρένα.
Η κίνηση είχε αρχίσει και εδώ. Βιαστικοί επιβάτες, αγουροξυπνημένοι, έτρεχαν να βγάλουν εισιτήριο για να προλάβουν κάποιο τρένο. Φοιτητές, εργαζόμενοι, νοικοκυρές, τους καταλάβαινε ο κυρ Ανδρέας από τον τρόπο που περπατούσαν, από τα βλέμματα τους τα άλλοτε ανυπόμονα και άλλοτε μελαγχολικά. Του άρεσε αυτή η κοσμοσυρροή, ακόμη και το βαριεστημένο σύρσιμο της βαλίτσας, οι νευρικοί επιβάτες, οι χειρονομίες, του έδιναν την αίσθηση της ζωής. Απολάμβανε αυτό το βιαστικό πηγαινέλα, του έδινε την αίσθηση των νιάτων, της ζωής που προσδοκούσε ο καθένας, το μέλλον
. Ο σερβιτόρος του έφερε τον καφέ του: βαρύ γλυκό, όπως πάντα. Το πρώτο πρωινό τρένο είχε ξεκινήσει. Κοίταξε τον προορισμό: προς Θεσσαλονίκη. Του έφερνε μνήμες αυτό το δρομολόγιο. Όταν ήταν νεότεροι και δεν είχε τόσα προβλήματα με τα πόδια και τη μέση του, έπαιρνε την κυρά Παναγιώτα και πήγαιναν στις κοντινές παραλίες του Πλαταμώνα ή των Ν. Πόρων για καφέ η μπάνιο. Του άρεσε η διαδρομή και διασκέδαζε με το ανέμελο, ετερόκλητο, χρωματιστό πλήθος από τότε. Αγαπούσε τους ανθρώπους και πάντα προσπαθούσε να καταλάβει την ιστορία τους, τους κρυφούς τους πόθους, τα όνειρά τους.
Μα και η Παναγιώτα του, πάντα είχε μια καλή κουβέντα να πει για τον καθένα. Πάντα τους δικαιολογούσε όλους. Ακόμη και όταν την πλήγωναν ή της φέρονταν άσχημα. Εκείνος τη μάλωνε που έδινε συγχωροχάρτι σε όλους αλλά κατά βάθος τη θαύμαζε για τη μεγάλη της καρδιά. Πάντα είχε κάτι αστείο να του πει ή να θυμηθεί και ότι δυσάρεστο τους συνέβαινε προσπαθούσε να το διακωμωδήσει, να το κάνει να φαίνεται ασήμαντο. Δεν είχαν περάσει και λίγα, τι να πρωτοθυμηθεί: οικονομικά προβλήματα, προβλήματα με το Δημήτρη το γιο τους, απώλειες φίλων. Ας είναι, καλά τα κατάφεραν. Με το εφάπαξ που πήρε από τη σύνταξη του, άνοιξε στο γιο του, το δικηγορικό του γραφείο και η Κατερίνα η κόρη τους, ευτυχώς είχε διοριστεί στην Τράπεζα.
Πέρασαν δύσκολα χρόνια, εκείνος με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου τι να πρωτοκαταφέρει. Η Παναγιώτα είχα σταματήσει τη δουλειά μιας και δεν είχαν κάποιον να τους βοηθάει με τα παιδιά. Για αυτό δεν κατάφερε ποτέ του να αγοράσει αυτοκίνητο αν και δεν τρελαινόταν κιόλας, μια χαρά του άρεσαν τα τρένα για τις μετακινήσεις του.
Αν ζούσε λίγο ακόμα η Παναγιώτα του, θα χαιρόταν με το γιο τους το Δημήτρη πόσο σοβαρός και υπεύθυνος είχε γίνει και η κοπέλα του: όμορφη, ευγενέστατη και γλυκιά.
Τους είχε παιδέψει στην εφηβεία και αργότερα. Ατίθασο, νευρικό παιδί, ήθελε πάντα το δικό του να γίνεται. Ότι του κατέβαινε στο κεφάλι το έκανε. Ίσως να έφταιγαν και αυτοί λίγο, ήταν ο πρώτος γιος, είχαν αργήσει να τον κάνουν και δε του χαλούσαν χατίρι.
Μια φορά είχε φύγει από το σπίτι τρεις ημέρες για να πάει σε ένα φεστιβάλ στην Κέρκυρα παρά τις αντιρρήσεις τους. Μέχρι να γυρίσει η Παναγιώτα κόντεψε να αρρωστήσει. Όταν επέστρεψε εκείνος έκανε σα να μη συνέβαινε τίποτα. "Θα το μαθαίνατε στις ειδήσεις αν πάθαινα κάτι", απαντούσε κυνικά.
Η Κατερίνα, η κόρη τους, ήταν το αντίθετο. Πάντα συνεργάσιμη και πρόθυμη να βοηθήσει. Είχε μοιάσει της Παναγιώτας ενώ ο γιος τους, το παραδεχόταν τώρα πια είχε πάρει από το δικό του χαρακτήρα που ήταν λίγο ισχυρογνώμων. Ο κυρ Ανδρέας όμως στεναχωριόταν για την Κατερίνα που την έβλεπε μόνη. Κόντευε τα τριάντα και δεν είχε γνωρίζει κανέναν άνθρωπο να φτιάξει τη ζωή της. Η κόρη του τον κορόιδευε. "Κι εσύ που παντρεύτηκες τι κατάλαβες; Μια χαρά περνάω και μόνη μου." ʼντε να της εξηγήσει τώρα. Για κείνον η Παναγιώτα ήταν όλη του η ζωή. Χωρίς αυτήν δε θα είχε νόημα ότι και να έκανε. Είχε μόλις τελειώσει το στρατιωτικό όταν τη γνώρισε. Κοπέλα κι εκείνη που μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο και φοιτούσε στη νοσηλευτική σχολή. Την έβλεπε κάθε μέρα που γυρνούσε από τη σχολή. Του άρεσαν τα μακριά μαλλιά χυμένα στους ώμους, τα πράσινα μάτια που έλαμπαν από προσδοκίες και όνειρα, το βιαστικό περπάτημά της. Τι τα θυμάται τώρα; Μα η σκέψη του δε λέει να ξεκολλήσει από κει λες και τη βλέπει τώρα. Λίγες μέρες αργότερα γνωρίστηκαν από ένα κοινό γνωστό τους. Μετά από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Στην αρχή δούλευε και εκείνη στο νοσοκομείο. Τι βόλτες και τι εκδρομές έκαναν τότε. Μόλις σχολούσαν από τις δουλειές και έβαζαν μια μπουκιά στο στόμα έφευγαν για μπάνιο στις γειτονικές παραλίες. Μπορεί τα λεφτά τους να ήταν λίγα ωστόσο η διάθεση και η ενεργητικότητά τους περίσσευε. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Ένιωθε πολύ τυχερός που τη γνώρισε. Κάτω στη θάλασσα μάζευε κοχύλια και έγραφε δίπλα - δίπλα τα ονόματά τους όπως είχε δει να κάνουν στο σινεμά οι πολύ ερωτευμένοι. Σε μια φωτογραφία που την κρατά πάνω του, εκείνη με άσπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά, μοιάζει με αρχαία Θεά. Για εκείνον και όταν πέρασαν τα χρόνια παρά το βάρος του χρόνου και των αλλαγών που είχαν επιφέρει και στους δυο, εκείνη ήταν η Θεά που είχε γνωρίσει, ένα κορίτσι με κάτασπρο φουστάνι και ξέπλεκα μαλλιά.
Το σφύριγμα του τρένου τον ξεκόλλησε για λίγο από τις σκέψεις του. Δίπλα του ένα ζευγαράκι αποχαιρετιόνταν. Η κοπέλα είχε σκοτεινιάσει, σαν ουρανός πριν την καταιγίδα και ο νεαρός της έπιανε το χέρι και της μιλούσε τρυφερά. Πάντα τον συγκινούσε η εικόνα του έρωτα και όταν οι συνομήλικοί του μιλούσαν αρνητικά για τα νεαρά ζευγαράκια που εκδήλωναν αυθόρμητα τον έρωτά τους σε δημόσιους χώρους, αυτός χαμογελούσε. Ήταν πάντα με τον έρωτα. Πάντα με το αυθόρμητο και το αληθινό.
Το τρένο έφυγε. Το ζευγάρι αποχαιρετίστηκε για τελευταία φορά. Ο κυρ Ανδρέας δάκρυσε. Νοστάλγησε την παρουσία της Παναγιώτας.
- Θα σε περιμένω, φώναξε το αγόρι στην κοπέλα.
- Καλή αντάμωση, είπε εκείνη και μπήκε στο τρένο.
Ο κυρ Ανδρέας χαμογέλασε. Όταν έχεις ζήσει τόσο όμορφα, δεν πρέπει να λυπάσαι, σκέφτηκε. Και εκείνος είχε ζήσει την αληθινή και σπάνια αγάπη και ένιωθε τυχερός για αυτό. Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να μπορούσαν να τη ζήσουν. Ο κόσμος θα ήταν πιο όμορφος. Πίστευε ότι η αγάπη μαλακώνει τον άνθρωπο, του δίνει νόημα ύπαρξης, τον κάνει λιγότερο εγωιστή. Τι θα 'δινε κι αυτός σήμερα να μπορούσε να ανέβει σε ένα τρένο και να κάνει ένα ταξιδάκι έστω κοντινό στα γνωστά τους μέρη, να ξανατρυγήσει μνήμες και να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. Να μαζέψει κοχύλια και να σκαλίσει στην άμμο ιστορίες, ονόματα, χρονολογίες όπως παλιά που ο χρόνος δε φαινόταν να έχει σημασία.
Και τότε είδε το τρένο να έρχεται. Κι ήταν σα να σταμάτησε μόνο για αυτόν. Ένα φως τον θάμπωσε, κάποιος τον φώναζε ή έτσι του φάνηκε. Μια γνώριμη φιγούρα του έγνεφε. Δεν έβλεπε και καλά πια αλλά ναι ήταν σαν τη δική του την Παναγιώτα η κοπέλα με το άσπρο φουστάνι και τα ξέπλεκα μαλλιά που του έγνεφε.
Το μεσημεράκι, ο σερβιτόρος πήγε να μαζέψει, το φλιτζάνι του καφέ. Δε του έκανε εντύπωση που ο κυρ Ανδρέας έμεινε τόσο πολύ. Το συνήθιζε πότε - πότε. Ούτε που τον είδε με τα μάτια κλειστά. Καμιά φορά τον έπαιρνε κι ο ύπνος μέσα στις σκέψεις του. Εκείνη την ημέρα όμως ο κυρ Ανδρέας είχε φύγει. Είχε πάρει το δικό του τρένο παρέα με την Παναγιώτα. Πώς να αντιστεκόταν σε ένα άσπρο φουστάνι και σε τόσο όμορφα μάτια και μαλλιά;.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)