Ἄ ξεινος Πόντος του Κώστα Λίχνου
Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε ήδη πάρει να δύει. Ξάπλωσα μια ωρίτσα να ξεκουραστώ και τελικά μου ξεγλίστρησε ολάκερη η μέρα. Σάμπως θα έκανα και τίποτα το αξιομνημόνευτο; Αναξιοποίητο θα περνούσε και τούτο το απόγευμα, παρανάλωμα του χρόνου θα γίνονταν όπως και τόσα άλλα πριν από αυτό. Τουλάχιστον αναπαύτηκα, το χρειαζόμουνα φαίνεται και ίσως εδώ να βρίσκεται και η πεμπτουσία των διακοπών τελικά. Στην κάθε είδους απρογραμμάτιστη, ανώφελη και ξεκούραστη κατασπατάληση του χρόνου μας.
Η παραλία δεν απέχει ούτε εκατό μέτρα από το δωμάτιο μου, αν θέλω προλαβαίνω ακόμη να αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τι καλύτερο, άλλωστε, από ένα κολύμπι στο ηλιοβασίλεμα κι από μια ξαφνική επίδειξη παρορμητικότητας; Μονό και στη σκέψη του να ξεμυτίσω από την τρώγλη μου γεμίζω με ενθουσιασμό και τι υπέροχο συναίσθημα που αποδεικνύεται το να δέχεσαι εκ των έσω μια τόσο καλοπροαίρετη παρότρυνση; Παρά την καλή μου προδιάθεση όμως η θάλασσα μου φαίνεται στην όψη της ταραγμένη κι ακάθαρτη. Με δυσκολία πλησίασα την ακτή και βυθίστηκα στο νερό μόνο και μόνο για να νιώσω παρείσακτος, λες και το υδάτινο στοιχειό με απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Λες και το κύμα ακατάδεχτο και αηδιασμένο πάσχιζε να με περιορίσει στην στεριά και το έπραττε αυτό μάλιστα δίχως χάρη ή διακριτικότητα. Κυρίως αυτή του η προσβλητική απρέπεια ήταν που με πεισμάτωσε και με εξώθησε να αντιστέκομαι μάταια, μα τούτο το ανώφελο πάλεμα με εξάντλησε σύντομα. Οι προσπάθειες μου ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν και ίσως μονάχα για αυτό να τις πραγματοποίησα. Τουλάχιστον δεν αποδείχτηκα για μια ακόμη φορά ρίψασπις αλλά βγήκα από τη θάλασσα απτόητος λες και ήμουν στεγνός.
Αποκαμωμένος σήκωσα το βλέμμα στον σταχτή ουρανό και ένιωσα ευγνωμοσύνη προς την επερχόμενη νύχτα που έμοιαζε να ζυγώνει λυτρωτικά για να με απαλλάξει από το μουντό τούτο θέαμα. Ο άνεμος ήταν ακόμη ισχυρός και το χειρότερο που θα μπορούσε τώρα να μου συμβεί θα ήταν να αρπάξω κανένα κρυολόγημα. Πρέπει να γυρίσω απευθείας στο ξενοδοχείο μου, σκέφτηκα, αλλά για κάποιο λόγο ένιωσα τη σκέψη αυτή να με ταπεινώνει. Κάθε βράδυ έχει την ίδια κατάληξη, κάθομαι μόνος στο μπαλκόνι κι αγναντεύω τους δρόμους από το ιδιωτικό μου αυτό αγκυροβόλι και παρατηρητήριο. Εξερευνώ τα απέναντι κτίρια και τα πλακόστρωτα σοκάκια της πόλης καθώς ξεπλένονται από το νυχτερινό αλμυρό αεράκι και παρακολουθώ τους ανθρώπους, σαν άβουλες σκνίπες, να συσσωρεύονται γύρω από την άλω των φώτων και να πηγαινοέρχονται ολούθε νευρικά και ασύνταχτα. Παντού άνθρωποι που περιεργάζονται άπληστα τα πάντα, μιλούν ακατάπαυστα και περιηγούνται σε δρομάκια που εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση μα δεν οδηγούν πουθενά. Στο μπαλκόνι μου είμαι στάσιμος αλλά ατενίζω τα πάντα αφ' υψηλού, κρατώντας προ πάντων απόσταση ασφαλείας από τους άλλους ανθρώπους.
Φανταστείτε να βάδιζα τώρα στο δρόμο και να με κατέκλυζαν οι ορδές των περαστικών. Θα τους ένιωθα ιδρωμένους κι ακάθαρτους να κολλάνε επάνω μου όπως χυμάει στα βράχια το μανιασμένο αγριόκυμα που ορθώνεται με την πλημμυρίδα για να καλύψει τα πάντα στην φουσκονεριά του. Στέκομαι στο απόρθητο προπύργιο μου λοιπόν, αδιασάλευτος όπως το κάστρο της Μυτιλήνης που γρονθοκοπείται αδιάκοπα από το διαβρωτικό, λιθόξοο θαλασσόκυμα. Μα όσο περιφρουρώ την ακεραιότητα μου τόσο ο κόσμος τριγύρω μου παραμορφώνεται. Ο κόλπος της Γέρας μοιάζει να διαστέλλεται και η θάλασσα να κοχλάζει λες και ετοιμάζεται να ξεχυθεί για να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Να σκεπάσει τις ιαματικές πήγες και να πλημμυρίσει το ρωμαίικο υδραγωγείο, μέχρι να φτάσει απειλητικά κάτω από τα πόδια μου, κυκλώνοντας την Μόρια ολότελα.
Άρχισα, δυστυχώς, να γκρινιάζω και πάλι αν και όχι αναίτια. Το δωμάτιο είναι άβολο, η ζέστη ανυπόφορη, η φασαρία κουραστική και μέσα σε όλα έχω κι αυτό το καταραμένο το αυχενικό που με διαλύει. Το χειρότερο όμως είναι εκείνη η αναθεματισμένη η θάλασσα που συνεχίζει να με απορρίπτει. Φουσκώνει συνέχεια, με πλησιάζει φουρτουνιασμένη και παρόλο που ντρέπομαι να το ξεστομίσω νομίζω πως έχει βαλθεί να με εκδιώξει. Με διακατέχει μια παράλογη ανησυχία πως όταν ξυπνήσω αύριο θα με έχει ολοκληρωτικά περικυκλώσει και παρόλο που απεχθάνομαι όσο δεν πάει ετούτη την βορβορώδη πολιτεία, η ενδεχόμενη διαβρωτική επέλαση του νερού από πάνω της μου προξενεί παραδόξως θλίψη και τρόμο. Θλίψη για τον αφανισμό του Λεσβιακού φυσικού τοπίου που θα σκεπαστεί στην άλμη, τα κοχύλια, τα όστρακα κι άλλα απολιθώματα των σαπφικών μουσικών οργάνων.
Μπορεί να είναι άδικο να τα βάζω πάλι με τον εαυτό μου, τι άλλο όμως θα μπορούσα να κάνω παρά να γκρινιάζω μέσα σε αυτές τις συνθήκες; Ίσως να μην ευθύνομαι εγώ αποκλειστικά για την κακή μου διάθεση, μπορεί να φταίει ο θόρυβος, η πολυκοσμία και η απαίσια δυσωδία των αντηλιακών. Ίσως στη τελική να ευθύνεται η πλαστότητα των ημερών μας κι αυτός ο βαθύς ηθικός ρύπος της εποχής μας. Ένας ρύπος που ούτε η απύθμενη θάλασσα δεν μπορεί να τον εγκολπωθεί και να τον αποκαθάρει και ίσως για αυτό να το αποβάλει τελευταία, εν είδει πτωμάτων, στις ακτές του αρχιπελάγους.
Για μια ακόμη βραδιά κοιμήθηκα ανήσυχος, ξύπνησα χαράματα κάθιδρος και ένιωθα πως ο τόπος δεν με χωράει. Δεν ευθυνόταν η ζέστη, πρέπει να έφταιγε αυτό το ξεθωριασμένο φως του λυκαυγούς που έμοιαζε να συνθηκολογεί με την υγρασία και να απορροφά το οξυγόνο για να συντηρηθεί και να μην ξεψυχήσει ολότελα. Η πρώτη σκέψη που έκανα μόλις ανοίξαν τα μάτια μου ήταν, “και τώρα τι κάνουμε;” Μόλις ανατείλει ο ήλιος ξεκινά η εναγώνια αναζήτηση του πως θα αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τα πάντα είμαι διατεθειμένος να κάνω κι ας μην ολοκληρώνω τίποτα με πηγαία ευχαρίστηση, διεκπεραιώνω απλώς το πρόγραμμα μου, συχνά απαθέστατα. Ποιον κοροϊδεύω; Ίσως θα έπρεπε να τερματίσω τις διακοπές μου εδώ. Στο κάτω κάτω ποιος ο λόγος να βασανίζομαι και να καταξοδεύομαι κι από πάνω; Όχι, αύριο πρέπει να φύγω, πρωί - πρωί μάλιστα ώστε να γλιτώσω τη ζέστη και τη κίνηση. Να αποφύγω πάνω από όλα τις δεύτερες σκέψεις. Να δράσω πριν η καφεΐνη αφυπνίσει το νου, τότε που μπορώ ακόμη να παίρνω αποφάσεις παρορμητικά δίχως να λογοκρίνω τον εαυτό μου. Αν βγω στο δρόμο, αν αρχίσω να ταξιδεύω αυτή η περιπέτεια θα έχει ήδη τελειώσει. Αν υπάρχουν ακόμη δρόμοι βέβαια, αν δεν έχει μέχρι αύριο σκεπάσει τα πάντα η καταλύτρα η θάλασσα.
Η σώφρων επιλογή θα ήταν αδιαμφισβήτητα το να τερματίσω όσο το δυνατόν συντομότερα αυτή τη κατάσταση, προτού προλάβει να εξελιχθεί σε δυσβάσταχτο δράμα. Φοβάμαι όμως πως θα το μετανιώσω οικτρά αν έτσι λιπόψυχα τραπώ σε φυγή. Άντε να τολμήσω να κάνω σχέδια για μελλοντικές διακοπές ύστερα από μια τέτοια ανεπανάληπτη ήττα. Όταν παίρνεις ένα ρίσκο το χειρότερο δεν είναι το να φας τα μούτρα σου αλλά το να θεωρήσεις την αποτυχία σου αναπόφευκτη. Ύστερα η επανάληψη παρόμοιων εγχειρημάτων εγκαταλείπεται εκ προοίμιου. Ίσως θα πρέπει να ακολουθήσω απαρέγκλιτα τον αρχικό μου σχεδιασμό λοιπόν, να συνεχίσω να ακουμπώ στο πρόγραμμα και τις συνήθειες μου. Το βράδυ, με ηρεμία και καθαρό μυαλό, θα τα βάλω πάλι όλα κάτω και θα τα λογαριάσω.
Πριν φτάσει το βράδυ όμως θα καλεστώ να αντιμετωπίσω την ενδιάμεση πρόκληση, τη μεσημεριανή μου επίσκεψη στη παραλία δηλαδή. Μεγάλη δοκιμασία αναντίρρητα και όχι μονάχα επειδή έχω αναπτύξει μια κάποια αντιπαλότητα με τη θάλασσα. Όταν θα επιστρέφω στο ξενοδοχείο μου η πόλη θα σφύζει από ζωή, η κίνηση και η φασαρία θα είναι στο απόγειο τους και δεν θα γίνεται με τίποτα να προφυλαχτώ. Ακόμη και η ρυμοτομία τούτου του τόπου σχεδιάστηκε έτσι ώστε να με βασανίζει, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο κέντρο αναγκάζοντας τους ανθρώπους να συναντώνται. Μυτιλήνη, η πόλη των αντιθέσεων με τα περίτεχνα αρχοντικά και τα μουσουλμανικά τεμένη και στο βόρειο λιμάνι η προσφυγική συνοικία της Επάνω σκάλας στοιχειωμένη απο τα ανύπαρκτα πια μισογκρεμισμένα παραπήγματα. Εκεί που στήθηκε κάποτε το μνημείο ενός αλλοτινού ξεριζωμού τότε που η θάλασσα από πονετική γίνηκε, σαν και τώρα, εκδικητική και μανιασμένη. Τότε που κουβαλούσε βάρκες φυλακές στην ασημένια ράχη της και ξέβραζε στο χώμα το Μυτιλινιό χαμένες ψυχές.
Θα μπορούσα να μείνω και κάθειρκτος στο δωμάτιο μου φυσικά, αποφεύγοντας έτσι όλο αυτό το μαρτύριο. Υπάρχει κάτι όμως που με αναγκάζει να συνεχίσω απρόθυμα την ατελέσφορη πάλη μου με το υδάτινο στοιχείο. Ένα βαθύ κι ακατάληπτο κάλεσμα που με υποτάσσει σαν ακατάβλητη ανάγκη να καταδυθώ στα μουλιασμένα σπλάχνα του ωκεανού και να κουρνιάσω στα σεντεφένια κελύφη του πυθμένα, εγκαταλείποντας για πάντα τον ηλιόχαρο ορίζοντα. Να παραδοθώ στην θάλασσα ως προσφορά εξευμενισμού και αντιστάθμισμα για τα εκατοντάδες πτώματα προσφύγων που ξεβράζει στις ακτές της Μεσογείου.
•
Οι δρόμοι έχουν απομείνει δίχως ονόματα, τους περπατώ μα δεν με οδηγούν πουθενά. Κινούμαι σαν τους δείκτες των ρολογιών που περιστρέφονται μάταια, εξίσου ανώνυμος και προσωπιδοφόρος βολοδέρνω σε δαιδαλώδη σοκάκια ακολουθώντας μια πορεία ελλειπτικής επανάληψης. Καθηλωμένος εκεί που κάποτε η ελπίδα άνοιγε δρόμους και η νιότη γκρέμιζε αδιέξοδα, γειρτός και βεβαρημένος από τις εναντιότητες της ζωής και τις προσωπικές μου ελλείψεις. Παλιότερα ήμουν ασίγαστος και παρορμητικός, κινούμουν αδιάκοπα λες και ήμουν όλος ενέργεια, μα τώρα νιώθω γιομάτος από σώμα ή μάλλον υπό το βάρος ενός σώματος. Νευρόπονοι, πιασίματα, κεφαλαλγίες και πάνω από όλα μια μόνιμη αίσθηση κόπωσης. Μια κόπωση που δεν εκδηλώνεται απλώς ως έλλειμμα δύναμης αλλά κι ως επώδυνη ενόχληση.
Τα πάντα γύρω μου είναι φορείς πιθανοτήτων, κυοφορούν υποσχέσεις μα εγώ στέκομαι εμπρός τους χωρίς προσδοκίες, οδηγούμενος στην αθόρυβη απόρριψη ενός κόσμου που διαρκώς κοιλοπόνα την απόγνωση. Κάποτε η δύναμη μου γιγαντώνονταν για να ισοσταθμιστεί με την αδυναμία μου, τώρα απορροφάται πλήρως από την εφεκτικότητα μου. Τα πάντα γύρω μου σφύζουν από ζωή, η πλάση σύσσωμη βροντοφωνάζει καλοκαίρι μα μέσα μου η καλοκαιρία είναι εύθρυπτη, ακόμη και το πιο ήπιο μπουρίνι μπορεί να την καταλύσει. Υποθέτω πως ήταν αναπόφευκτο, κάποτε το αδηφάγο εσωτερικό μου κενό θα κατόρθωνε να καταβροχθίσει τον κόσμο ολάκερο. Ακόμη και το αύριο που άλλοτε κατόρθωνε να στεγάζει την ελπίδα μου τώρα δεν αποτελεί παρά μια μελλοντική δοκιμασία.
Πλησιάζω τη θάλασσα και διαισθάνομαι πως αρχίζει να δυσφορεί. Τα στιλπνά της νερά ιριδίζουν στο φως του ήλιου κι ο θυμωμένος των κυμάτων αφρός αστράφτει κι από ασήμι λαμπρότερα. Τόσο σαγηνευτική είναι μα στην επαφή της μαζί μου φορά ένα εντελώς αποκρουστικό προσωπείο. Βουτώ αμήχανα και τρεμάμενος βγαίνω βιαστικά στην ακτή. Λιγόλεπτο κι αδέξιο, σαν άχαρη βάφτιση, είναι το μπάνιο μου και με αφήνει κενό και μουσκεμένο να παίρνω το δρόμο της επιστροφής συνεχίζοντας το αθληφόρο μου πάλεμα. Ανορθώνω με τα βιας την ισχνή μου θέληση ώστε να καταφέρω να φτάσω στο δώμα μου, περπατώντας, για τελευταία ίσως φορά, τα σοκάκια μιας επαπειλούμενης από καταποντισμό πολιτείας. Έναν καταποντισμό που θα συμπαρασύρει στου πυθμένα τα άδυτα και τα τελευταία εναπομείναντα απομεινάρια πολιτισμού του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Οι άνθρωποι με προσπερνούν και επελαύνουν στην παραλία. Ορθώνουν ομπρέλες, ανοίγουν ψάθες και βγάζουν αναμνηστικές φωτογραφίες. Γελούν ασταμάτητα, σκορπάνε σκουπίδια, αναμερίζουν τις πέτρες και χαράζουν τα ονόματα τους στην άμμο. Διαταράσσουν την φυσική ηρεμία σαν παιδιά που
αφέθηκαν να παίζουν ακηδεμόνευτα, μέχρι να επιστρέψει το κύμα ορμητικά και να επιβάλει τη τάξη. Παίρνω βιαστικά το δρόμο της επιστροφής μα περιτριγυρίζομαι ακόμη από ανθρώπους και θόρυβο. Οι χειρονομίες τους μοιάζουν να υπόκεινται στους κανόνες της επικοινωνίας μα μου φαίνονται συχνά σπασμωδικές λες και υπονομεύονται από ανειλικρίνεια. Οι πολυκατοικίες, σαν βαθύσκια δέντρα καταμεσής της ασφάλτου, ορθώνονται επηρμένα και μου στερούν τον ορίζοντα. Ο καπνός από τις ψησταριές αναδύεται δεητικά, σαν χέρια υψωμένα σε σπαραχτική προσευχή. Τα φύλα των δέντρων παραμένουν ασάλευτα ενώ η άψυχη ανασαιμιά του αγέρα μολύνεται από τη δυσωδία που αναβλύζει από τους υπερφίαλους κάδους απορριμμάτων. Στα ισόγεια των κτιρίων στεγάζονται ανθοπωλεία και καταστήματα με τουριστικά σουβενίρ αλλά στους από πάνω ορόφους δεσπόζουν αποκρουστικές πινακίδες ιδιωτικών ιατρείων. Τίποτα σε τούτο το ακαλαίσθητο χάος δεν με θέλγει να το ακολουθήσω. Μονάχα η κενότητα και η εκκωφαντική σιωπή που πρυτανεύει στο θλιβερό μου δωμάτιο μπορεί ενίοτε να με αναγκάσει να ξεπορτίσω.
Θα αυτοπεριοριστώ και πάλι στο μπαλκόνι μου, διαβάζοντας ένα ακόμη βιβλίο, συντροφιά με την αθρόα αίσθηση της απώλειας και του κενού. Θα κρατάω ανώφελα ένα στυλό στα δάχτυλα για να εκτονώνω την νευρικότητα που ανά πάσα στιγμή απειλεί να με κυριεύσει και θα παραμένω άγρυπνος σε μια νύχτα που θα φαντάζει χωρίς τελειωμό. Κάθε τόσο θα αφουγκράζομαι τον παφλασμό των κυμάτων για να βεβαιωθώ πως με χωρίζει ακόμη απόσταση ασφαλείας από το μένος της θάλασσας. Διακοπές να σου πετύχουν! Τουλάχιστον όσο τις προγραμμάτιζα αποτελούσαν μια σκέψη καταφυγής, τώρα δεν είναι παρά μια προϊούσα αποτυχία.
Ίσως να με καταπλακώνει κι εμένα η ίδια αίσθηση που βασανίζει τους ντόπιους. Η αίσθηση πως ο τόπος τους γίνηκε φυλακή για χιλιάδες ανθρώπους. Λες και το νησί μετατράπηκε σε παραφορτωμένη κυψέλη κι ο κόσμος γίνηκε αφηνιασμένο μελίσσι. Απο το κέντρο υποδοχής των προσφύγων αναδύεται διαρκώς ενα ακατάληπτο μουρμουρητό που ταξιδεύει με το βρυχηθμό του ανέμου, μπλέκεται με το ρόχθο της θάλασσας κι εμποτισμένο με την αρμύρα του ωκεανού γίνεται δάκρυ γλυφό που θα μεταφερθεί στο αρχιπέλαγος, προς την Ανατολή, στον Αδραμυτινό κόλπο, τις Κυδωνιές και τα Μικρασιατικά παράλια, την άλλοτε Λέσβια χώρα. Ένας οδυρμός πολυταξιδευτής που θαμπώνει μέχρι και την αίγλη του παλιού λατομείου απο το οποίο ταξίδευε άλλοτε το απολλώνιο μάρμαρο για την κατασκευή των περίφημων μνημείων της Ρώμης και της ξακουστής Περγάμου της Μυσίας.
•
Τα φώτα της πόλης θολώνουν απ' την υγρασία και μοιάζουν ωχρά, διογκώνοντας έτσι την εγκιβωτισμένη μέσα μου πανδαμάτειρα θλίψη. Τα άστρα, απειράριθμες λαμπρές κουκκίδες στο θόλο του ουρανού, συνεχίζουν να με προσκαλούν σε ολονύχτια ρέμβη. Ξεφυλλίζω μια εφημερίδα και διαπράττω το σφάλμα να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο ωροσκόπιο μου. Ήταν πλέον ένα αστρολογικά επικυρωμένο γεγονός, διανύω περίοδο αξιοσημείωτης κατήφειας και κακοδαιμονίας. Μερικές ώρες αργότερα αν είχα γεννηθεί ίσως και να ήταν διαφορετικά τα πράγματα ετούτο του καλοκαίρι. Δυσοίωνα μοιάζουν τα σημάδια και για το νεαρό ζευγαράκι που διανυκτερεύει στο διπλανό μου δωμάτιο. Από χθες το απόγευμα καβγαδίζουν αδιάκοπα και οι φωνές τους, αργόσυρτες και διαπεραστικές, ταξιδεύουν μέχρι τα αυτιά μου νοτισμένες από θυμό και παράπονο. Η σύγκρουση τους μου φαίνεται ενδεικτική της γενικής μας κατάστασης. Στην εποχή μας, την έμφορτη από απληστία και ιδιοτέλεια, καταλήγουμε όλοι μας δέσμιοι στην αλυσίδα της μικροπρέπειας και του εγωισμού. Μερίσματα ενός συνόλου που δεν λογαριάζει τον εαυτό του ως σύνολο, ξένα σώματα μέσα σε έναν ετερόκλητο οργανισμό. Αποκομμένοι, πολλαπλασιαζόμαστε σαν καρκινικά κύτταρα καταλήγοντας να τρεφόμαστε από τις ίδιες τις σάρκες μας, προκαλώντας στο σώμα μας αφορμισμένες πληγές.
Ο κακοήθης όγκος που εμφανίζεται δεν αποτελεί ατυχής εκτροπή ή ασυνήθιστη ανωμαλία, είναι η φυσιολογική ανάπτυξη ενός οργανισμού που συμπεριφέρεται ολάκερος σαν χυδαίο καρκίνωμα. Κι ύστερα, απομονωμένοι και πάσχοντες επιζητάμε την ένωση με τους άλλους ανθρώπους. Αναζητάμε αποδράσεις, γυρεύουμε κάποια επουλωτική εμπειρία που θα μας χαρίσει έστω και πρόσκαιρα το ασυννέφιαστο μειδίαμα της εσωτερικής θαλπωρής και πληρότητας. Μια χιμαιρική αναζήτηση της ευδαιμονίας στην οποία αποδυόμαστε συντροφιά με τον απολεσθέντα εαυτό μας που σκορπά λίγο λίγο στα σκαλοπάτια του χρόνου και συνθλίβεται σταδιακά επάνω στων κακουχιών τον χάλκινο άκμονα. Κι εγώ, στέκω κατάμονος παρέα με μια ιδέα, την ιδέα να επιστρέψω στη θάλασσα και να ενδώσω σε τούτο το σφοδρό και παράφορο πάθος. Τώρα ίσως, που τα κύματα χτυπούν με μανία τα βράχια, επισείοντας την απειλή να ξεβράσουν στην ακτή συντρίμμια και πτώματα· καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την αυριανή επίσκεψη των λουόμενων στην ειδυλλιακή παραλία.
Παραδομένος όπως είμαι στην ακινησία, μέσα στο θλιβερό μου δωμάτιο, παίρνω αιφνιδιαστικά την απόφαση να φύγω και κινούμαι συγκροτημένα, σαν έτοιμος από καιρό. Πακετάρω, σηκώνω τις αποσκευές μου και βγαίνω στο δρόμο. Περνώ δίπλα από ταβέρνες και καφενεία κι αναγκάζομαι να υποστώ τις συνομιλίες των καθήμενων και των περαστικών. Ένα κύμα δυσανασχέτησης εκπέμπεται από κάθε κατεύθυνση αλλά αυτό που φτάνει στα αυτιά μου ως θλιβερή επωδός είναι πως για όλα τα δεινά μας ευθύνονται οι ξένοι. Όχι αδιακρίτως φυσικά, καθώς οι τουρίστες είναι πάντα ευπρόσδεκτοι ενώ οι πρόσφυγες λογαριάζονται ως ανήκεστη συμφορά. Ο μετανάστης μετατράπηκε σε έννοια αφηρημένη, παρουσιάζεται ως ον δισυπόστατο που κατορθώνει να διατελεί σε διαφορετικές και αλληλοαναιρούμενες καταστάσεις. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε ξένο του Σρέντινγκερ, καθώς ενώ καταλαμβάνει κάθε διαθέσιμη θέση εργασίας, παράλληλα ζει παρασιτικά και καρπώνεται επιδόματα ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που προσφέρει. Την μετάδοση ασθενειών δηλαδή και την επίταση της εγκληματικότητας.
Κάπως έτσι, διφυής, αισθάνομαι τώρα κι εγώ, καθώς στέκομαι καταμεσής του δρόμου παρίας κι ολομόναχος· κι ενώ τα πάντα γύρω μου είναι φωτοπερίχυτα, τα νιώθω αλλότρια κι ανίσκιωτος μεταρσιώνομαι. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, αλλάζω προορισμό και κινούμαι ταχύρρυθμα προς την ερημωμένη και γλαυκοθώρητη ακροθαλασσιά. Οι αποσκευές γλιστρούν από τα χέρια μου σαν βαρίδια αχρείαστα κι ότι με συνέδεε με τούτο το μέρος μοιάζει με ευτελές παραγέμισμα. Στρέφω στερνή φορά το βλέμμα προς την πολιτεία που απαρνήθηκα και έκπληκτος θωρώ με αγλαή αγαθότητα τους ανθρώπους, κινούμενους με αβρότητα, να συνομιλούν μεταξύ τους με ηδύτητα. Τα πρόσωπα τους φαίνονται όλα αδελφά μα κι όμως τόσο ανόμοια, αλλά απουσιάζει η πρότερη αχρειότητα που τα στιγμάτιζε, η πάντοτε εμπνέουσα την αποστροφή και την αποθάρρυνση. Μα εγώ δεν δελεάζομαι, επιμένω να κινούμε προς την γαλαζόπεπλη θάλασσα για να διαπεράσω το μεταξένιο μαγνάδι της επιφάνειας και να βυθιστώ στην κυανή και αχανή της ουσία. Διχασμένος ανάμεσα στην ελπίδα και την αποκαρτέρηση καθώς αυτή μέχρι και την έσχατη στιγμή, που βυθίζομαι μέσα της, με αποπλανεί και με αποδιώχνει συνάμα. Εξαπολύει επάνω μου ορμητικά αργυρόχαιτα κύματα για να με αναχαιτίσει, μα παράλληλα επιδεικνύει με έπαρση και τα στραφταλίζοντα νερά της, τα ποικιλμένα με του δειλινού τα πορφυρώδη κεντίδια.
Εξίσου δισυπόστατη με εμένα λοιπόν, φαντάζει στα μάτια μου και η ακατάλυτη θάλασσα. Την αισθάνομαι μοχθηρή σαν να μεταφέρει στις ακτές μας έναν ενάλιο αλαργινό εισβολέα και συνάμα σαν μητρικό σφιχταγκάλιασμα που ποθεί να μας σμίξει ευλογημένα στην άλμη της. Άλλοτε νιώθω πως πλησιάζει για να ακουμπήσει επάνω μας στοργικά το αλμυρό της αγέρι κι άλλοτε πως μας ζυγώνει για να αφανίσει τους κόπους μας· σηκώνοντας ένα κύμα υδάτινης λήθης που θα μας παρασύρει στον άχρονο, ανήλιαγο κι αφιλόξενο της βυθό. Μα ίσως ο μόνος λόγος που νιώθουμε τούτο τον οικείο μας κόσμο να αλλοιώνεται από τα μακρινά θαλάσσια ρεύματα να είναι επειδή αντιλαμβανόμαστε τα άγνωρα νερά ως μιαρά και κακόβουλα. Ίσως η αίσθηση της απειλής να οφείλεται απλώς και μόνο στο ότι κατακερματίσαμε σε ωκεανούς την αδιάλειπτη θάλασσα και αναζητήσαμε την καταγωγή στην άναρχη των ανέμων φορά. Καταλήξαμε έτσι να τρέμουμε τους γογγυσμούς από τα αναδυόμενα κύματα που ταξιδεύουν ακούραστα για να μας ενώσουν με του πελάγου τον αργυροκέντητο και καθαγιασμένο δεσμό.