Δύσκολα πρωινά
Το μπακάλικο είχε πάντα ρυθμό.
Ανάμιξη ετερόκλητων
μα πάντα πολύχρωμων παραγμάτων:
Εφημερίδες και γκοφρέτες
οδοντόπαστες κι αλλαντικά
κονσέρβες και κάτι λίγα φρούτα.
Έμοιαζε του έρωτα-
του ένοχου έρωτα που είναι έγχρωμος,
που αντιφάσκει συνέχεια,
που πωλείται πάντα.
Κάπου κάπου στις εκπτώσεις,
πότε-πότε σε προσφορές.
Ο ρυθμός που λείπει από το πρόσωπό μου
υπάρχει σ΄αυτό το μπακάλικο.
Οι ποικίλες μυρωδιές του
με του τυριού, να κυριαρχεί,
δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά μου.
Μπαίνω
Βγαίνω
Κοιτάζω
πολύ συχνά, καθημερινά σχεδόν.
Φοβάμαι πως κάποιος θα το εκλάβει για εμμονή.
Κι όμως είναι μια αμήχανη, αθώα βόλτα
Μια βύθιση στο « ένα» των πολλών.
Πιθανότατα ασυνείδητη.
Τα καταστήματα φαρδαίνουν
οι άγνωστοι δεν αναμειγνύονται πια
τα κορίτσια ξανα συστέλλονται
τα αγόρια κοιτούν σκοτεινά.
Το μπακάλικο που ήταν και θα παραμείνει μπακάλικο
θα με κοιτάζει στον κάτω δρόμο, κάθε πρωί
κι ας έχει κρυφτεί προσωρινά
απ΄τα δεκαπέντε μου χρόνια.
ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ
Ένα χαμόγελο ντροπαλό χάσκει
και δεν εμφανίζεται.
Δίπλα ξύνουνε μάρμαρα,
κάποιο άγαλμα θα γεννιέται.
‘’Αγαπήσαμε εμείς.
Άσχετους, σχετικούς,
κυρίως ερήμην’’.
Έμεναν τα χέρια που σφίγγουν :
Τον εαυτό τους, κάποια αδέφια τους
και σώθηκε η ‘’επαφή’’ στα λεξικά.
Σκέφτομαι πως συνήθως γράφουμε βλακείες.
Παίζουμε με τις λέξεις,
πλάθουμε εικόνες ενω προυπάρχουν.
Φοβόμαστε τα πράγματα
ελπίζοντας στον απόντα εαυτό μας.
Κι αν το άγαλμα είναι κάποιου θαρραλέου;
Κι αν το χαμόγελο φωτίσει τη μασκαράτα ;
Θα έρθει μια λούτρινη γυναίκα
–υποθέτω τότε-
θα κάτσει αναπαυτικά στον καναπέ μας
κι όλα θα τα κοιτάζει.
Έτσι που να μην αισθανόμαστε
τίποτε, απ΄το τίποτε
στο τίποτε.
( Nίκος Κυριακίδης)
( Nίκος Κυριακίδης)
Άδειοι είναι οι τοίχοι
Τις νύχτες φροντίζω
να είμαι σπίτι νωρίς.
Τώρα πια με ταριχεύουν μ΄επιμέλεια
με χρονική άνεση.
Εγω κοιτάω με το νου, πολύ μακρινές πολιτείες
και πλένομαι πολύ πριν το ξημέρωμα.
Πρόκειται για μιαν ωρίμανση-το δίχως άλλο-
πασπαλισμένη πιθανώς, με άχνη ανημπόριας.
Τα πρωινά φροντίζω να κοιτάζω μόνο τα δικά μου γραπτά.
Είναι το δυναμωτικό μου, για τη μέρα που ήρθε.
Θάρθουν φουρνιές επαναλήψεων
και όλα αυτά, θα με κουράσουν ιδιαίτερα.
Συλλαμβάνοντάς με να παραμιλώ,
σκέφτομαι πως πάντα ομιλώ μπροστά σε πλήθη.
Ενίοτε καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή, δηλαδή πάλι σε πλήθη
με το δικό μου, το μοναδικό στυλ που καθηλώνει :
‘’καλά, αυτός υπάρχει ή είναι μοντάζ;’’
Επικοινωνώ εδώ και καιρό, με μηνύματα.
Φτιάχνω μεθοδικά την οδύνη μου, αναμένοντας τις απαντήσεις.
Πρόκειται για υπέροχο παιχνίδι ,
κυρίως σαν ξεθαρεύω στα κείμενα.
Η απάντηση, είτε θα λέει κάτι σαν ‘’μόνον αυτό ήταν τελικά;’’
είτε-συνήθως-θα μένει αναπάντητη.
(Ίσως με μια μικρή κριτική μετά από μέρες)
Δεν είμαι καθόλου επιμελής :
όλα τριγύρω στο μυαλό μου
ίπτανται άναρχα.
Οι δικές μου αρχές-όντας άλλωστε κι αρχαίες-
υπάρχουν σιωπηλά,
σαν πουλιά υπέροχα για φωτογράφιση,
που αγνοούν το χάδι.
Τελικά, τα πιο όμορφα χρόνια
είναι αυτά που πέρασαν
-όπως οι πολυ γέροι επιμένουν-
κι είναι, ακριβώς γιατί πέρασαν.
Αποκλείεται να ξανάρθουν.