ΤΙΤΛΟΣ
ΦΛΟΓΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΣΚΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ένα αστυνομικό
τμήμα. Τοίχοι γκρίζοι, γυμνοί. Μόνο ένας χάρτης της Ελλάδας κρέμεται σε μια
γωνιά. Στο κέντρο μια καρέκλα.
Σ’ ΕΝΑ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Μπαίνει μέσα μια ΓΥΝΑΙΚΑ. Φορά ένα χοντρό
μπουφάν της αστυνομίας κι από κάτω είναι τυλιγμένη πρόχειρα με μια λεπτή
κουβέρτα. Είναι ξυπόλυτη. Σέρνει αργά το βήμα της προς την καρέκλα. Κάθεται. Το
βλέμμα της χαμένο.
Σιωπή.
Που τη σπάει απευθυνόμενη σε κάποιον απέναντί
της που δεν βλέπουμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι, εγώ είμαι.
Θα φέρουν. Μια
φίλη.
Κι έτσι καλά
είμαι…
(Σιωπή)
Τι να πω…;
Καλύτερα να μ’
αφήνατε ‘κει…
Είχε κι αυτή την
παγωνιά… Τόσο πολύ που μόλις ακουμπούσε το κορμί σου απροστάτευτο
ήταν σαν να καίγεσαι…
Ωραία ήταν…
Εκεί έπρεπε να
μαι, στη γωνίτσα.
Τι ρωτάτε;
Μπορεί και να τα
ξέρετε πιο καλά από μένα…
Προσβολή
δημοσίας αιδούς…
Και τι έγινε;
Δεν είδα να
προσβάλλεται κανένας…
Ναι στη Σταδίου.
Στην αρχή. Δεν
θυμάμαι…
Έχει καμιά
σημασία;
Έτσι…
Όπως έκανα να
σφίξω το κασκόλ τον είδα με την άκρη του ματιού μου. Καθόταν σε μια γωνιά, πάνω
στην κουβερτούλα του. Είχε στην αγκαλιά ένα σκυλί και προσπαθούσε να το
ζεστάνει.
Κάθε μέρα τον
έβλεπα.
Σήμερα τον
πρόσεξα.
Δεν έμεινα πολύ,
προχώρησα. Μα κάτι σαν να έμεινε πίσω.
Γύρισα και τον
κοίταξα ξανά.
Τάχυνα το βήμα.
Δεν είχα να
προλάβω τίποτα.
Δεν είχα τίποτα…
Δεν ξέρω πόσο
περπάτησα. Που πήγαινα. Απλά συνέχισα να περπατάω.
Κάποιος με σκούντησε
να πάει καλύτερη θέση. Ήταν ένας νεαρός. Κρατούσε το κινητό και φωτογράφιζε μια
οικογένεια δίπλα σ’ έναν σκουπιδοτενεκέ. Ένα μωρουδιακό καρότσι, σε κακά χάλια,
παρατημένο δίπλα. Δεν ξέρω από πού ήταν. Μικρά παιδιά. Είκοσι, εικοσπέντε…
Καθόταν στα γόνατα, κρατούσαν το μωρό, σχεδόν νεογέννητο και προσπαθούσαν να το
ζεστάνουν. Αυτό έβγαζε ένα μικρό, σιγανό κλάμα και μετά σταματούσε. Θα του
χάιδευαν την πλάτη…
Στάθηκα και το
κοίταξα.
Κάθισα στα
γόνατα και το κοιτούσα.
Δεν ξέρω πόση
ώρα…
Έτσι με χάιδευε
κι ο πατέρας μου…
Πάνε τριάντα
χρόνια…
Δεν είχαμε
πετρέλαιο για τις σόμπες. Δεν ξέρω πόσες μέρες. Μπορεί και λίγες. Αλλά σε μένα
που ‘μουν έξι, φαινόταν αιώνας.
Ήταν Σάββατο.
Δεν είχα σχολείο.
Ήθελα να πάω στο
νηπιαγωγείο, να κάτσω δίπλα στη σόμπα να ζεσταθώ. Και δεν μπορούσα να το χωνέψω
που δεν μπορούσα να πάω.
Κλωτσούσα τον
πατέρα μου όπως με είχε αγκαλιά κι αυτός μου χάιδευε την πλάτη.
Φορούσα κι ένα
κόκκινο πουλόβερ. Μου το χε πλέξει η μαμά και
πάνω μια καρφίτσα με πεταλούδες.
Έβγαλα μια κραυγή,
έφυγα απ’ την αγκαλιά του κι άρχισα να κλαίω. Ή μάλλον να ουρλιάζω. Τρέμαν τα
δόντια μου απ’ το θυμό κι απ’ το κρύο.
Δεν ξέρω…
Θυμάμαι μόνο τον
αδερφό μου, δυο χρόνια πιο μικρός, να ουρλιάζει κι αυτός.
Άκουσε εμένα κι
άρχισε…
Κι η μάνα μου να
χει πέσει στη φλοκάτη μ’ ένα κλάμα βουβό.
Αυτό το Σάββατο
με στοιχειώνει.
Από τότε δεν μ’
αρέσουν τα Σάββατα.
Και περάσαν
πολλά Σάββατα…
Και χρόνια.
Και μέρες που
δεν είχα γόμα κι έσβηνα τα λάθη με μια μπουκιά ψωμί…
Μέσα του
ογδόντα, με μια μπουκιά ψωμί…
Και πείσμωσα.
Ήμουν απ’ τα
σκληρά παιδιά.
«Έχει το διάολο
μέσα του» έλεγε χαμογελώντας μια γειτόνισσα.
Και γω πείσμωνα
ακόμη περισσότερο.
Θα ‘φευγα.
Όχι, ήταν και
καλά.
Και με γέλια
πολλά, με παιχνίδια.
Με παιδιά.
Με ποδήλατα στη
γειτονιά.
Με αγάπη.
Στην Τρίτη
δημοτικού, αλλάξαμε σπίτι. Δικό μας αυτό. Με δάνειο.
Και με
καλοριφέρ.
Αλλά και δω ήταν
δύσκολα…
Είχα βαρεθεί να
τ’ ακούω κι ας μην το λέγανε πολύ.
Αλλά το
σκεφτόμουν.
Τίποτα δεν είναι
δύσκολο.
Μόνο στο μυαλό…
Όλα στο μυαλό
είναι τους φώναξα. Όταν πέρασα απ’ τους πρώτους στην Πάντειο. Μέσα Μαζικής
Ενημέρωσης.
Δεν ήθελα λεφτά.
Θα δούλευα.
Μόνο να φύγω απ’
αυτή την πόλη που με πλάκωνε.
Κι έφυγα.
Ήμουν κλειστή.
Δεν είχα
πολλούς.
Δεν έλεγα πολλά.
Έξω όμως είχα
άλλο πρόσωπο…
Της παρέας.
Κατ’ επίφαση…
Όμως ήξερα.
Ήθελα.
Κι έφτανα σιγά,
σιγά εκεί που ήθελα…
Κι ήρθε ο
Σωτήρης…
Γιατί στα λέω…;
Δεν ξέρω…
Συγγνώμη…
Ποτέ δεν
ανοιγόμουν.
Δεν ήθελα να με
κρίνουν.
Τα κρατούσα μέσα
μου.
Καλύτερα…
Τα πάλευα και τα
‘πνιγα.
Μια χαρά.
Δεν ήταν.
Ήθελα να τα πω,
αλλά δεν ήξερα πως…
Σε σένα πως…;
Δεν ξέρω.
Μάλλον επειδή
είσαι ξένος…
Μια απλή
κατάθεση…;
Τώρα άρχισα…
Και τέλειωσα. Με
άριστα.
Με βοήθησε κι ο
Σωτήρης.
Ήμασταν μαζί,
ήμασταν καλά. Ήταν δίπλα μου…
Δεν μ’ ένοιαζε
που ‘λέγαν. «Ρε κοίτα την πουτάνα, τα ‘φτιαξε με το μαλάκα το γέρο γιατί έχει
την έδρα», «Να τη δεις θα πάρει έδρα κι αυτή»…
Δεν πήρα.
Πήρα όμως θέση
επιστημονικού συνεργάτη, δίπλα του.
Όμως με πίεζε,
έβγαλε εγωισμούς, με ήθελε σκυλάκι.
Έκανα υπομονή.
Το κόμμα του
έφυγε από πάνω…
Έφυγε κι αυτός
σε άλλη πόλη.
Χωρίσαμε.
Ήθελε τη γυναίκα
του…
Όλοι το ίδιο
μαλάκες είσαστε…
Δεν με πείραξε
που χώρισα, με πείραξε που δεν πήρα λίγη αγάπη…
Εγώ έφταιγα.
Το ξέρω.
Αλλά έβαλα τα
δυνατά μου και πείσμωσα περισσότερο.
Μπήκα σε μια
διαφημιστική, κειμενογράφος. Δούλεψα πέντε χρόνια. Έφυγα. Γιατί βρήκα καλύτερη
θέση σ’ ένα περιοδικό. Και σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Σαν εξωτερική
συνεργάτης.
Μαλακίες.
Μάζευα τους
καλεσμένους. Κάτι καμένα μυαλά και ψυχές που νομίζαν ότι αν πουν τον πόνο τους
σε γνωστό μεσημεράδικο θα κάνουν κάτι…
Δεν ήταν εύκολα
να μπω.
Γνωριμίες, ένας
δυο γκόμενοι…
Με προορίζαν και
για πιο ψηλά…
Έβγαλα και
λεφτά.
Τότε ήταν καλά,
πριν έξι χρόνια.
Έκανα ανοίγματα…
Αγόρασα
αυτοκίνητο. Νοίκιασα μεγαλύτερο σπίτι. Πήρα και κάτι δάνεια. Για αγορές,
ταξίδια…
Σχέση δεν είχα
όχι. Δεν ήθελα.
Μπορούσα και
μόνη μου.
Είχα γνωστούς,
βγαίναμε, πίναμε.
Και πολλούς για
πήδημα.
Δεν ήθελα πιο
πολλά. Γιατί ήξερα πως ο καθένας κάτι ήθελε να πάρει…
Σχέσεις
συμβάσεις του κερατά και γάμοι του κώλου.
Όλο τέτοια
έβλεπα γι’ αυτό δεν ήθελα.
Μόνο να γυρίζω
στη μάνα μου ήθελα.
Τώρα ήθελα.
Κάτι με
τραβούσε.
Χάσαμε και τον
μπαμπά. Έμφραγμα.
Έμεινε μόνη με
μια μικρή σύνταξη.
Ο αδερφός μου
μαζί της. Σερβιτόρος και
delivery.
Τους έδινα κι
εγώ, όποτε περίσσευαν…
Κι ανέβαινα τα
Σάββατα πιο συχνά, να μαι μαζί με τη μαμά τις Κυριακές. Μ’ άρεσαν οι Κυριακές
με τη μαμά. Πάντα. Έφευγα αργά το βράδυ.
Μ’ αρέσουν οι
Κυριακές.
Τρώμε παστίτσιο,
χαζεύουμε βλακείες στην τηλεόραση και το απόγευμα η μαμά μου λέει τον καφέ.
Μόνο μια Κυριακή
θύμωσα.
Βλέπαμε παλιές
φωτογραφίες κι έπεσε στα χέρια μου μία. Εγώ κι ο αδερφός μου μικρά, γύρω στα
έξι, κάτω απ’ τη σόμπα της κρεβατοκάμαρας. Χειμώνας, η σόμπα αναμμένη και πάνω
στο μπουρί στερεωμένες μεταλλικές βέργες οριζόντια για άπλωμα. Και πάνω απ’ τα
χαμογελαστά κεφαλάκια μας να κρέμονται για να στεγνώσουν πετσετάκια της
κουζίνας και καλτσούλες.
«Μιζέρια»
Λέει η μαμά. Την
αρπάζει απ’ τα χέρια μου και τη σκίζει…
Κι έμεινα με το
χαμόγελο μετέωρο…
Άρχισα να
φωνάζω, να βρίζω.
Ήθελα να την
πάρω μαζί στην Αθήνα.
Ήταν η αλήθεια
μου…
Ποια αλήθεια
σου..; Που απ’ όταν ήσουνα μωρό, όλο να φύγεις έλεγες κι όλο ούρλιαζες.
Γύρισε και μου
φώναξε η μαμά.
Τώρα είσαι καλά.
Έτσι δεν ήθελες; Τα κατάφερες…
Ναι.
Είχε τόση
ειρωνεία η φράση της που δεν μπόρεσα να πω τιποτ’ άλλο…
Τα μπούχτισα όλα
αυτά. Γι’ αυτό την έσκισα.
Καλά είσαι κει
που είσαι…
Καλά ήμουν…
Δεκατρείς μήνες
απ’ το περιοδικό να μας πληρώσουν…
Βάλαμε δικηγόρους,
έξοδα…
Τίποτα.
Η κρίση. Βρήκαν
μια καραμέλα και μας την πιπιλάνε…
Σταμάτησε κι η
εκπομπή στην τηλεόραση.
Κάτι λίγα που χα
μαζεμένα τέλειωσαν…
Δεν ήθελα να
δανειστώ από κανέναν.
Δεν έχει και
κανένας.
Στο προκείμενο
ναι, εκεί πάω.
Χρέη,
πιστωτικές, πέντε νοίκια απλήρωτα και με τέσσερα ευρώ στην τσέπη…
Τα τελευταία.
Έδινα βιογραφικά
παντού.
Και το πρωί γι’
αυτό βγήκα.
Με πανάκριβο
κοστούμι, γόβες και παλτό.
Δεν ξέρω γιατί
ντύθηκα έτσι…
Μου είπαν να
περιμένω απάντηση.
Θα μου
τηλεφωνήσουν.
Δεν θα τηλεφωνήσει
κανείς.
Το ξέρω.
Το μόνο που δεν
ξέρω είναι πόση ώρα έμεινα εκεί να κοιτάζω την οικογένεια με το μωρό…
Ή μάλλον δεν
κοιτούσα. Μέσα μου έβλεπα.
Έπαιξα για λίγο
τα μάτια.
Πήγα να πάρω
βαθειά ανάσα, δεν μπορούσα.
Σηκώθηκα και
περπάτησα χωρίς να κοιτάζω πουθενά.
Δεν ξέρω πόσα
βήματα…
Κι έκανα στροφή.
Πλησίασα την
οικογένεια. Χάιδεψα λίγο το κεφαλάκι του μωρού. Τρομάξανε. Έβγαλα το παλτό μου
και τους το δωσα…
Όχι για να τους
βοηθήσω.
Δεν μου πέρασε
τέτοια σκέψη. Δεν ξέρω…
Για να
ξεμπουκώσω.
Μου ήταν ξένο,
βαρύ. Δεν μπορούσα να το σηκώσω.
Ένοιωσα
καλύτερα.
Τους έδωσα και
το σακάκι.
Κάποιος δίπλα με
τράβαγε με το κινητό.
Αδιαφόρησα.
Πήγα παρακάτω.
Έδωσα το
πουκάμισο και το παντελόνι σ’ αυτόν με το σκύλο.
Τις γόβες τις
άφησα δίπλα από έναν κάδο.
Πολλοί με κοιτούσαν
και προσπερνούσαν αδιάφοροι με σκυμμένα κεφάλια.
Δυο τρεις με τα
κινητά τραβούσαν.
Μπορεί να με δει
η μαμά.
Και τι έγινε…
Πρώτη φορά δεν
μ’ ένοιαζε αν θα με κρίνουν.
Τι θα νομίζουν…
Δεν θυμάμαι που
έβγαλα και που άφησα τα εσώρουχα.
Ήμουν αλλού.
Ήμουν καλά.
Περπατούσα
ανάλαφρα σαν τότε που μικρή πήγαινα να πέσω στη θάλασσα.
Περπάτησα κι
άλλο.
Δεν ξέρω πόσο.
Το κορμί μου
έκαιγε απ’ το κρύο.
Γονάτισα σε μια
γωνιά και κουλουριάστηκα σαν έμβρυο.
Έκλεισα τα
μάτια.
Κοιμήθηκα.
Δεν ξέρω για
πόσο.
Άνοιξα λίγο τα
μάτια όταν αισθάνθηκα κάτι να με σκεπάζει.
Ήταν ένας
άστεγος από δίπλα που μου ‘ριξε την κουβερτούλα του.
Εγώ δεν
προκάλεσα κανέναν.
Καμιά αιδώ.
Εγώ απλά
κοιμόμουν σαν μωρό στο πεζοδρόμιο και με ξυπνήσατε.
Και γιατί σας
μιλάω…;
Δεν ξέρω.
Δεν ξέρω τι
θέλω…
Δεν θέλω τίποτα.
Μόνο να γύριζα
σ’ ένα κυριακάτικο μεσημέρι όταν ήμουν μικρή.
Στο παλιό μας
σπίτι.
Που είχε τρεις
σόμπες, αλλά δεν είχε στο μπάνιο.
Κι όταν ήθελε η
μαμά να μας λούσει όταν ήταν χειμώνας για να μην μας πλένει στο κρύο, έβαζε σ’
ένα κατσαρολάκι μπλε οινόπνευμα και του ‘βαζε φωτιά.
Αυτό σήκωνε
φλόγα και ζέσταινε το μπάνιο.
Και γω μέσα στη
μπανιέρα με τους αφρούς στα μάτια να κοιτάζω τη φλόγα που ξεπηδούσε μέσα απ’ το
μπλε οινόπνευμα σαν να ξεπηδούσε μέσα απ’ το νερό.
Μέχρι τα τέσσερα
μου ήταν το πιο μαγικό πράγμα που είχα δει.
Μια μικρή φλόγα,
μια φλογίτσα στο νερό.
Εκεί θέλω να
πάω…
(Βγάζει το μπουφάν)
Να γίνω μικρή…
(Πετάει και την κουβέρτα και μένει γυμνή)
Και να μαι
ευτυχισμένη μόνο από μια μικρή φλόγα στο νερό.
(Γονατίζει και κουλουριάζεται σε εμβρυακή
στάση)
Σκοτάδι
ΤΕΛΟΣ
Η Νάνσυ Σπετσιώτη είναι βραβευμένη σκηνοθέτρια. Γράφει διηγήματα, σενάρια και θεατρικά έργα
Ζει και εργάζεται στη Λάρισα.