Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Διήγημα από τη Μαρίνα Αποστόλου

TA TAKOYNAKIA

Το απόγευμα της σχολικής γιορτής του Δημοτικού είχε φτάσει. Κοίταξα το ρολόι μου κι είδα ότι πλησίαζε επτά παρά τέταρτο. ‘’Ώρα να φύγω’’, σκέφτηκα. Βγήκα για ένα λεπτό χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο στο μπαλκόνι...έκανα συχνά αυτή τη μηχανική κίνηση το καλοκαίρι...κίνηση αψυχολόγητη...λες και τι καινούριο θα έβλεπα! Λες και τα σπίτια της γειτονιάς θα χαν φύγει από τη θέση τους...λες και θα χαν αλλάξει τα πρόσωπα που έμεναν απέναντί μου μέσα σε μισή ώρα! Γιατί είχα φτάσει στο σημείο να βγαίνω στο μπαλκόνι περίπου κάθε μισή ώρα αγναντεύοντας πότε την τριόροφη τσιμεντένια πολυκατοικία, πότε το χαμηλό σπιτάκι της Γεωργίας της μικρής... της μασκότ της γειτονιάς.
Η ματιά μου δε θα διαρκούσε πολύ... ίσα-ίσα να την ρίξω και θα έφευγα για το Δημοτικό. Πριν καλά-καλά όμως κλείσω την μπαλκονόπορτα, είδα κάτι μικρό που μου έκανε ωστόσο αίσθηση...δυο τακούνια να χτυπάνε πάνω στην άσφαλτο του παραδρόμου...ή μάλλον δεν είδα απλά...άκουσα κιόλας...ήταν τα τακούνια ή καλύτερα τα τακουνάκια της Μαριλένας. Παπούτσια κλειστά και μακρόστενα...με κάτι λεπτά τακουνάκια που ίσα που της χάριζαν ελάχιστους πόντους επιπλέον και τη μεταμόρφωναν σε ελαφρώς ψηλότερη γυναίκα. Μαύρα στο χρώμα κι ίσως όχι τόσο βολικά και ξεκούραστα, έδειχναν να τη χτυπάνε, να την ενοχλούν κι η ίδια να τα κουμαντάρει με δυσκολία. Η γειτόνισσα έμοιαζε να βιάζεται, σαν κάτι να χε ξεχάσει...ήξερα καλά ότι είχε άγχος, αγωνία για την παρουσία του γιου της στη σχολική γιορτή. Τελείωνε την γ’ τάξη ο Νικολάκης της... κι έπρεπε να ναι στην πρώτη γραμμή για να τον απαθανατίσει με τη φωτογραφική της μηχανή. Το κολλητό παντελόνι που φορούσε ασφικτυούσε πάνω της και διέγραφε ταυτόχρονα τα πλαδαρά σχεδόν παραμορφωμένα της μπούτια...από πάνω είχε επιλέξει μια μπλούζα πιο φαρδιά η οποία έπεφτε μέχρι τη μέση της και κουκούλωνε επαρκώς το πελώριό της στήθος. Την είδα να μπαίνει στην πολυκατοικία και να ξαναβγαίνει μετά από ένα λεπτό. Με την ίδια βιασύνη, συνέχισε να περπατάει με τα χίλια ζόρια πάνω στα τακουνάκια της και να κατευθύνεται προς το σχολείο. Δυσφορούσε, ήταν ολοφάνερο αλλά και τι να έκανε; Δεν μπορούσε να φορέσει πάλι αθλητικά παπούτσια που τόσο την εξυπηρετούσαν σε καθημερινό επίπεδο. Μαλακά και επίπεδα, της ήταν πάντα τόσο άνετα και ξεκούραστα! Εκείνο το απόγευμα όμως όφειλε να είναι πιο περιποιημένη, πιο κομψή...για χάρη του παιδιού της. Τα τακουνάκια εκείνα αποτελούσαν τη βάση του πιο ‘’καλού’’ ίσως ζευγαριού που διέθετε. Νοικοκυρά στο επάγγελμα στηριζόταν αποκλειστικά στο μισθό του επαγγελματία οδηγού άντρα της. Πόσα πια χρήματα να περίσσευαν για τα λούσα της; Οικογένεια με δύο παιδιά και στεγαστικό δάνειο δεν είχε πολλά περίθωρια για επιπρόσθετα πράγματα.
Την ακολούθησα καθώς κι εγώ τον ίδιο προορισμό είχα. Την έβλεπα στο βάθος του δρόμου να πηγαίνει βάρκα-γιαλό... η σιλουέτα της ήταν τόσο χαρακτηριστική... θα ταίριαζε για μοντέλο στο Φερνάντο Μποτέρο... νοτιοαμερικανό ζωγράφο που έχει μια αδυναμία στις πολύ ζουμερές. Με σύμμαχο το πείσμα της, κατάφερε να μπει στην αυλή του σχολείου και να καταλάβει τη θέση που επιθυμούσε για να φωτογραφήσει το παιδί της. Έκατσα σχετικά κοντά της και με την τσάντα μου όρισα απαγορευτικό σε όποιον ήθελε να κάτσει δεξιά μου. Όλο και κάποια γνωστή θα ερχόταν, κατά πάσα πιθανότητα συνάδελφος καθηγήτρια για να παρακολουθήσουμε μαζί τη γιορτή των μαθητών μας από το φροντιστήριο. Η Μαριλένα παρέμενε όρθια καθώς καθιστή δε θα ήταν δυνατό να κάνει τη δουλειά της. Το πρόσωπό της στράβωνε εξαιτίας του ήλιου ο οποίος έκαιγε το δέρμα των θεατών εκείνο το απόγευμα. Έριχνε βλέμματα αριστερά και δεξιά, μιλούσε κατά καιρούς με άλλες μαμάδες ενώ ενίοτε κουνούσε τα πόδια της και τα έβγαζε εναλλάξ από τα τυραννικά υποδήματα. Ανακουφιζόταν για λίγο τρίβοντάς τα και μετά πάλι στην υποταγή. Έκανε πότε ένα βήμα μπροστά πότε ένα πίσω... πότε αριστερά πότε δεξιά... Ασυνήθιστη σε τακούνια ονειρευόταν ίσως ένα ζεστό ποδόλουτρο μετά τη γιορτή του σχολείου... Η ώρα είχε πάει επτά και δέκα. Ο διευθυντής του Δημοτικού πήρε το μικρόφωνο και ανήγγειλε την έναρξη των επιδείξεων. Όλοι όσοι δεν είχαμε πρόγραμμα στα χέρια μας θεωρούσαμε ότι η αρχή ανήκε στην α’ Δημοτικού. Με έκπληξη όμως είδαμε ότι την εκκίνηση έκανε η γ’ τάξη. Η ματιά μου έπεσε μοιραία στην ετοιμοπόλεμη Μαριλένα. Κλείνοντας το ένα μάτι και χρησιμοποιώντας το άλλο για να βλέπει μέσα από τη φωτογραφική μηχανή, ξέχναγε για λίγο τα τακουνάκια της και εστίαζε όλη της την προσοχή στο γιο της. Έστρεψα τη ματιά μου στα παιδάκια. Ζωή, νιάτα και αθωότητα...
Κάπως έτσι θα ναι ο παράδεισος...
Σε λίγο κατέφθασε η Ελευθερία, η συνάδελφός μου. Με καλησπέρισε κι έκατσε στην ‘’πιασμένη’’ θέση. Την ενημέρωσα για την εξέλιξη της σχολικής γιορτής με σκοπό να την εντάξω στο κλίμα. Η Μαριλένα απ’ την άλλη μιλούσε και κακάριζε με τις άλλες μαμάδες... έδειχνε να διασκεδάζει ιδιαίτερα. Μαμάδες περήφανες και ευτυχισμένες. Γεμάτες. Οι γυμναστικές επιδείξεις συνεχίζονταν. Παιδικές φωνές παντού. Η βραδιά ήταν των παιδιών αλλά και δική τους. Ανήκε κατά βάση στους γονείς που ανέσταιναν κάθε μέρα τα παιδιά τους με ένα σωρό βάσανα. Εγώ κι η Ελευθερία δεν είχαμε παιδιά, ωστόσο μοιραζόμασταν τη χαρά και τον ενθουσιασμό απ’ την πλευρά του εκπαιδευτικού. Ξέραμε όμως καλά ότι δεν ήταν το ίδιο.
Είχε νυχτώσει για τα καλά. Έκανε ψυχρούλα. Τα παιδιά της Στ’ Δημοτικού παρουσίαζαν ένα κωμικό αποχαιρετιστήριο σκετσάκι. Η παιδική ηλικία τελείωνε εκείνο το βράδυ παραχωρώντας αναπόφευκτα τη θέση της στη δύσκολη εφηβεία. Την περίοδο με τη λιγότερη αγνότητα, τους έρωτες, τις απογοητεύσεις, το πολύ διάβασμα, τις εξετάσεις, τις οικογενειακές εκρήξεις και τις αντιθέσεις. Στο πέρασμα στην αληθινή πρακτική ζωή.
Κατά τις δέκα η ώρα ο διευθυντής ανακοίνωσε τη λήξη της γιορτής κι ευχαρίστησε γονείς, παιδιά και δασκάλους. Η Ελευθερία δεν είχε σταματήσει να τραβάει φωτογραφίες. Με τη διάλυση των τμημάτων, μας εντόπισαν και μας πλησίασαν μαθητές απ’ το φροντιστήριο. Μας αγκάλιασαν, μας φίλησαν και ανακοίνωσαν ο καθένας τους τα καλοκαιρινά τους σχέδια. Κάπως έτσι γινόμασταν κι εμείς παιδιά.
Η Μαριλένα κρατώντας το γιο της απ’ το χέρι πήρε το δρόμο της επιστροφής με κάποιες απ’ τις μητέρες των συμμαθητών του. Τα πόδια της ξανά χωμένα στα στενά αφιλόξενα τακουνάκια σφίγγονταν κάνοντας υπομονή μέχρι την άφιξη στο σπίτι. Πάσχιζαν να συμβαδίσουν με τις άλλες γυναίκες που βάδιζαν συγκριτικά πιο άνετα. Την έβλεπα να ξεμακραίνει κι η φιγούρα της να γίνεται όλο και πιο μικρή όλο και πιο λίγη.
Του χρόνου πάλι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: