ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ( μια επιστολή)
Όταν οι μέρες γίνονται μέρες βρασμού οι άνθρωποι φορούν τα άσπρα τους, ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών, τις παραδόσεις των βεδουίνων, την ανάγκη τους.
Μασάνε μικρά πουλιά που πιάνουν με τα χέρια, μιλούν σε χαλασμένα κινητά φωνάζοντας πως ''είναι απλό'', φυσούν τη μύτη στις εφημερίδες και ερωτεύονται τον ακριβώς αντίθετο, αυτού που ποθούν.
Τα μεσημέρια κοιτούν τα φαρμακεία ακριβώς την ώρα που κλείνουν, με μια συνταγή στο χέρι, μια ταχυπαλμία στο κόκκαλο του θώρακα να χορεύει, μιαν απορία τι σημαίνει απεργία ιδιοκτητών.
Στη ζέστη βρωμοκοπάνε οι ''εργαζόμενοι μπάτσοι'' σύμφωνα με την εκτίμηση των ''αριστερών'', καθώς κελάρουν την επόμενη πόρνη ή το εκδιδόμενο αγοράκι, που θα πηδήξουν με εκβιασμό. Μια φίλη με ρώτησε μια τέτοια μέρα : ''παλιότερα οι βασανιστές ήταν εργαζόμενοι της εποχής τους;''
Αυτές τις μέρες είναι να είσαι στη πόλη. Μακριά από φυτά, νερά, γραφικότητες. Να συναντάς τους νεκρούς σου γνωστούς, που αγαπούν πάντα την άσφαλτο. Θα τους συναντήσεις-κάποιοι θάχουν πεθάνει μόλις πριν λίγο, αλλά εσυ από παλιά, κάπου θα τους ξέρεις.
Δεν υπάρχει γελοιωδέστερο πράγμα από τη σάρκα που εκλύει υγρά ενω κάποιος την περιγράφει. Η μόνη ''ανωμαλία'' που υπάρχει, είναι οι φωτογραφίες μετα τη συνουσία...εξον κι αν είναι ρέκβιεμ. Και με το αίμα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει.
Μετά, κάποια τραγούδια σαν εντροπία, να σε πηγαίνουν στο χάος...εσυ θέλεις να αγκαλιάσεις, καταφεύγεις στα χέρια σου, ιδίως στην ηδονική τους περιοχή: τις σχηματισμένες φλέβες. Ανικανότητες: μικρές αλλά επώδυνες.
Όταν τα μεσημέρια κοκκινίζουν τ΄αυτιά, τρεκλίζεις από κάποια απ τις αρρώστιες, πιάνεις ένα κομμάτι χαρτί- που είναι βέβαια όπως όλοι ξέρουν, η πιο ποθητή αγαπημένη της πόλης κάποια που ελκύει και τα μολύβια των πιτσιρικιών ακόμη- και γράφεις ασυνάρτητα.
''Αγαπημένο μου ντουλάπι
φύλαξέ με και αυτή τη χρονιά με τα αντισκωριακά μου, μετα θα φύγω για μακριά...
Ο μόνιμος μπελάς σου''
Όταν οι μέρες γίνονται μέρες βρασμού οι άνθρωποι φορούν τα άσπρα τους, ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών, τις παραδόσεις των βεδουίνων, την ανάγκη τους.
Μασάνε μικρά πουλιά που πιάνουν με τα χέρια, μιλούν σε χαλασμένα κινητά φωνάζοντας πως ''είναι απλό'', φυσούν τη μύτη στις εφημερίδες και ερωτεύονται τον ακριβώς αντίθετο, αυτού που ποθούν.
Τα μεσημέρια κοιτούν τα φαρμακεία ακριβώς την ώρα που κλείνουν, με μια συνταγή στο χέρι, μια ταχυπαλμία στο κόκκαλο του θώρακα να χορεύει, μιαν απορία τι σημαίνει απεργία ιδιοκτητών.
Στη ζέστη βρωμοκοπάνε οι ''εργαζόμενοι μπάτσοι'' σύμφωνα με την εκτίμηση των ''αριστερών'', καθώς κελάρουν την επόμενη πόρνη ή το εκδιδόμενο αγοράκι, που θα πηδήξουν με εκβιασμό. Μια φίλη με ρώτησε μια τέτοια μέρα : ''παλιότερα οι βασανιστές ήταν εργαζόμενοι της εποχής τους;''
Αυτές τις μέρες είναι να είσαι στη πόλη. Μακριά από φυτά, νερά, γραφικότητες. Να συναντάς τους νεκρούς σου γνωστούς, που αγαπούν πάντα την άσφαλτο. Θα τους συναντήσεις-κάποιοι θάχουν πεθάνει μόλις πριν λίγο, αλλά εσυ από παλιά, κάπου θα τους ξέρεις.
Δεν υπάρχει γελοιωδέστερο πράγμα από τη σάρκα που εκλύει υγρά ενω κάποιος την περιγράφει. Η μόνη ''ανωμαλία'' που υπάρχει, είναι οι φωτογραφίες μετα τη συνουσία...εξον κι αν είναι ρέκβιεμ. Και με το αίμα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει.
Μετά, κάποια τραγούδια σαν εντροπία, να σε πηγαίνουν στο χάος...εσυ θέλεις να αγκαλιάσεις, καταφεύγεις στα χέρια σου, ιδίως στην ηδονική τους περιοχή: τις σχηματισμένες φλέβες. Ανικανότητες: μικρές αλλά επώδυνες.
Όταν τα μεσημέρια κοκκινίζουν τ΄αυτιά, τρεκλίζεις από κάποια απ τις αρρώστιες, πιάνεις ένα κομμάτι χαρτί- που είναι βέβαια όπως όλοι ξέρουν, η πιο ποθητή αγαπημένη της πόλης κάποια που ελκύει και τα μολύβια των πιτσιρικιών ακόμη- και γράφεις ασυνάρτητα.
''Αγαπημένο μου ντουλάπι
φύλαξέ με και αυτή τη χρονιά με τα αντισκωριακά μου, μετα θα φύγω για μακριά...
Ο μόνιμος μπελάς σου''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου