( στην I.)
Πενθούμε ή ποθούμε ;
Δεν είχα προλάβει να πάρω τις
πυτζάμες μου
Αυτές οι ρίγες πάνω μου
μ΄ανατριχιάζουν
Συναντάω πρώτη φορά την οσμή που
έρχεται,
από τα σχήματα από τα χρώματα.
Μοιάζω-λέει-μ΄ένα μικρό περίπτερο,
στο κέντρο της πλατείας.
Ένα μαξιλάρι στο καρεκλάκι
Ένας φακός στο μπροστινό ράφι
Ένα τρανζίστορ να λέει μόνον
αμανέδες, αλλά σιγά.
Πενθούμε ή ποθούμε ;
Βράδυ νωρίς στο τηλεφωνείο με τις ουρές στη θέση τους
Δεν μιλάω καθόλου καλά τη γλώσσα
Δεν έχω τα κέρματα που θα
ζητήσουν
Πάλι θα μου κάνουν παρατήρηση.
‘’Νάχα τώρα ένα καφέ ανάμεσα στα
πόδια’’
Να μοιραζόμουν τις απουσίες μου
Ιδίως αυτές που άργησαν να
γίνουν απουσίες.
Μπλεγμένος ανάμεσα σ΄εξιτήρια, αποδείξεις ασφάλισης
Τηλέφωνα δήθεν επιστροφής στη
μήτρα
Φοβισμένος απ΄τους δρόμους
πούναι άδειοι
Που αρχίζουν απ΄εκεί που
σταματούν.
Η ζωή μου… που λένε;
Ζόρικη, τρεμουλιαστή,
ανακυκλούμενη, μουσκεμένη
Μασκαρεμένη.
‘’Όχι, ποθούμε, στα νεκροταφεία μέσα,
στις αρνήσεις χωρίς έτοιμη
σωτηρία,
στο τυφλό πείσμα
στην επιμονή σα βγάζει τη γλώσσα
στην υπομονή.
Ποθούμε’’
(ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ)
Το βλέπεις ;
Σέρνεται χωρίς πόδια στη τρύπα του.
Χαίρεται -
Ακροατής περιγραφών, για το θανατικό τριγύρω.
Κάτι που δεν θάρθει ποτέ να τονε βρεί.
Όνειρα, απο που να φτάσουν……
Στοιχειωμένος στην αιώνια αυπνία
Καμιά τρικυμία δεν τον πλησιάζει.
Κι αυτός -
ζηλεύει την αρκούδα.
Με την ηρεμία του ύπνου στο λαγούμι της.
Την αξιοπρέπεια στη πείνα, την απέχθεια στο κρύψιμο.
Ο πατέρας της κοπέλας
κάνοντας ολόκληρο ταξίδι,ψάχνει αυτον που με το σάλιο
Μόλυνε τους αυριανούς του εγγονούς
Μάταια, όλα αυτά.
Μη ξαναμιλήσεις για ευθανασίες
Να σου πω, τι νομίζω :
Συναντήθηκαν κάποτε σε πόλη καφετιά
Το τίποτε
Ο περαστικός
Κι ένα πικρό κορίτσι με σπυριά.
Η κόρη μου βγαίνει τα βράδια
Πηγαίνει με πολλούς και τη ξευτιλίζουν
Επιστρέφει αξιοπρεπής μετά.
Κάποιοι νάνοι είπαν : ‘’καλά που χάσατε’’
‘’καλά που σας έσφαξαν, καλά που πεινάσατε’’
‘’καλά που γίνατε πράγμα, καλά που τρελαθήκατε’’
‘’καλά που τα σπίτια σας έχουν χώμα για πάτωμα’’
‘’καλά που τα μωρά σας παίζουν με νεκρές κούκλες’’
‘’καλά που τα έντερά σας έσπασαν απ’ το στρίψιμο’’
‘’καλά που ψόφησαν οι γάτες που σας γδάραν’’
‘’καλά που νίκησαν οι σάπιοι τους ..ανεπαρκείς’’.
Η κόρη μου δεν τα κάνει αυτά.
Ακόμη και για τον τελευταίο που την πήρε στο δρόμο μαζί με δυο κολλητούς του
μου είπε: ‘’Είναι όμως παίδαρος’’
Το κοριτσάκι ήταν μάλλον αδύνατον να κινηθεί.
Ένας ανόητος ιστορικός από απέναντι- μετά εβδομήντα χρόνια
θα μας βοηθούσε παρά τη θέληση του.
Στο τέλος αποφάσισαν ψύχραιμα να μη τρώνε πρώτα τους γέρους
Τα μωρά ήταν πιο εύκολο να μαλακώσουν.....
Ήταν κι ένας άλλος παρόμοιος ιστορικός που μας βοηθούσε πάλι.
Μετά ερχόταν το κάρο στη Χαραυγή και μάζευε τους ξεκουρασμένους
Την είδε : ‘’Φάε κάτι μικρή, στο επόμενο δρομολόγιο, σε βλέπω μέσα’’.
Στο Λένινγκραντ και το Στάλινγκραντ τη δουλειά την κάναν κυρίως
οι πολύ δοκιμασμένες γριές
Αυτές που ξέραν πια καλά τι θα πει κορμί ακούνητο και κορμί πεινασμένο.
Πηγαινοέρχομαι από μικρός μέσα στο αερόστατο μου,
από τη Χαραυγή στο Λένινγκραντ.....επιστρέφω μετά
Και θέλω ένα κόμμα, ένα χαπάκι, ένα σώμα χαρούμενο.
Με περιμένει ένα τρύπιο χέρι που φορά ένα γάντι
Ήχοι που είναι φρικτά ανόητοι
Συνενώσεις δήμων και μετονομασίες
Φαρμακεία χωρίς φάρμακα
Χαμόγελα –και γέλια-απόγνωσης
Κυρίως ένα ξεραμένο δέντρο
Και τηλέφωνα που πια δεν χτυπούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου