Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ του Βασίλη Χαραλάμπους


                                                               Κι  ύστερα
                                                                                              Του Βασίλη Χαραλάμπους
                                                                           ______
Ήταν τα δύσκολα εκείνα  χρόνια της σκλαβιάς που η Κύπρος στέναζε κάτω από τους Αγαρηνούς.  Εκείνες όμως οι μέρες στην Κυθραία, φάνταζαν ειρηνικές. Η κυρά Ελπίδα ίσαμε τ’ απομεσήμερο έραβε τη νησιώτικη βράκα του άνδρα της, έχοντας δίπλα της τον Παϊσή, το πεντάχρονο αγόρι της.

Ξάφνου ακούονται άγρια κτυπήματα στην πόρτα.  Ο Παϊσής πιάστηκε στο πόδι της μάνας του.  Η κυρά Ελπίδα πήρε τον Παϊσή στην αγκαλιά της και στριμώχθηκε στη γωνιά.  Τα κτυπήματα στην πόρτα συνέχισαν  να’ναι άγρια.

-          Άνοιξε, σπάσει πόρτα, ακούστηκε η φωνή.
-          Παναγία μου, Τούρκοι, είπε η Ελπιού κι  έκανε το σταυρό της.

Τα κτυπήματα συνέχισαν αγριότερα, ώσπου η πόρτα έσπασε και τότε δυό Τούρκοι στρατιώτες όρμησαν να πάρουν τον Παϊσή.  Τραβούσε η μάνα, τραβούσαν κι οι Τούρκοι, ώσπου πήραν τον Παϊσή και βγήκαν έξω.  Τον έβαλαν στο άλογο και κίνησαν σ’ άλλο σπίτι.  Στο μεταξύ τα δρομάκια του χωριού γιόμισαν φωνές και κλάματα.  Θα ήταν καμιά δεκαριά Τούρκοι.  Ευτυχώς τα περισσότερα παιδιά έλειπαν στα χωράφια ή τα είχαν κρύψει καλά οι μανάδες τους  κι  έτσι μονάχα πέντε παιδιά πρόλαβαν να πάρουν απ’ όλο το χωριό.

Ο Αγάς μπροστά στο μαύρο άλογο κάτι φώναξε στα τούρκικα, όμως  η κυρά Ελπίδα, πού’τρεξε ξωπίσω τους, κάτι άκουσε που λέγανε για Βαρώσι.

-          Θα τους πάρουν στο Βαρώσι, είπε στη γειτόνισσα κι  έτρεξε στο σταύλο του σπιτιού.

Οι Τούρκοι στο μεταξύ απομακρυνθήκαν. Η κυρά Ελπίδα με το γέρικο μουλάρι της ακολουθούσε κρυφά τους Αγαρηνούς.

-          Που πας  Ελπίδα, της φώναξε η γριά Κατερίνα, θα σε σκοτώσουν οι άπιστοι.
-          Θα πάω ξωπίσω τους  κι  ότι  είναι να γίνει ας γίνει.

Μπροστά λοιπόν οι Αγαρηνοί με τα παιδιά που μάζωξαν απ’ το χωριό και ξωπίσω η κυρά Ελπίδα με γέρικο μουλάρι της.  Πάντα το’λεγε η καρδιά αυτής της γυναίκας. 

Σαν  βγήκαν λοιπόν οι Αγαρηνοί έξω του χωριού, σε μεγάλη πια απόσταση ξεπέζεψαν από τα άλογα στον κάμπο.  Τα πέντε παιδιά που πήραν μαζί τους, τ’ άφησαν κάτω από ένα αψηλό φοινικόδενδρο, δένοντάς τα ολοτρίγυρα του δένδρου.  Τα καημένα κοιτούσαν γύρω-γύρω σαστισμένα.  Ο μικρότερος γυιός  της κυρά Ελπίδας, ο Παϊσής, έβαλε τα κλάματα.  Το μεγαλύτερο αγόρι, ο Κωστής της Βασιλικής, τον σκούντησε να μη κλαίει.  Πλάϊ τους φύλαγε, ένας μαυριδερός Αιγύπτιος,  μ’ ένα μεγάλο μουστάκι.

Τα γύρω λιόδενδρα γιόμισαν χαλινάρια από τ’ άλογα των Αγαρηνών με τις πολυστολισμένες σέλες.  Ο Αγάς μάζεψε τα πρωτοπαλλήκαρα και κάτι φαίνεται να τους λέει.

Η κυρά Ελπίδα πού’χε στο μεταξύ καταφθάσει στον κάμπο σύρθηκε πίσω από τους καλαμιώνες.  Η έγνοια της ήταν μη την προδώσει το μουλάρι, που την κουβάλησε μέχρι τον κάμπο.  Όμως, γιατί τόσα γέλια τα πρωτοπαλλήκαρα του Αγά;  Τι να σκέφτονται άραγε;  Γιατί πήραν τα ντουφέκια στα χέρια τους;  Mήπως…  Πάγωσε μόνο που το σκέφτηκε η κυρά Ελπίδα.  Σηκώνει λοιπόν ο Αγάς το ντουφέκι και κάτι σημαδεύει.

-          Παναγία μου, ευτυχώς κυνηγούν λαγούς μουρμούρισε ανασαίνοντας η κυρά Ελπίδα.

Ετούτος ο κάμπος πάντα είναι γεμάτος λαγούς.  Η ησυχία του κάμπου έσπασε από το ντουφεκίδι.  Ο μαυριδερός Αιγύπτιος έμεινε να φυλάει τα πέντε παιδιά.  Στο μεταξύ είχε βγάλει το κρασί από το σακί τ’ αλόγου του κι άρχισε να πίνει.  Τα  παιδιά κίτρινα από το φόβο τους στριμώχθηκαν στον κορμό του φοινικόδενδρου.  Μα ξάφνου πετάγεται απάνω, παίρνει το ντουφέκι του, κάτι φωνάζει στη γλώσσα του κι αρχίζει το ντουφεκίδι τρέχοντας το λαγό ξωπίσω.  Τότε η κυρά Ελπίδα βρήκε την ευκαιρία που ήθελε.  Έκανε το σταυρό της και κατευθύνθηκε γρήγορα στο φοινικόδενδρο.  Έπιασε γρήγορα τα παιδιά και τα οδήγησε στον κοντινό καλαμιώνα, τα φόρτωσε στο μουλάρι και τους είπε:

-          Μη πάτε κατά το χωριό μας, κατά το βουνό να πάτε και στο πρώτο χωριό που θα βρείτε, να μπείτε στο σπίτι του παπά.

Στοιβάχτηκαν όλα πάνω στο μουλάρι κι  η κυρά Ελπίδα τ’αποχαιρέτησε τρέχοντας ανάμεσα στις καλαμιές.  Σε λίγο ακούστηκαν οι φωνές των Αγαρηνών.  Γιόμισε ο κάμπος ουρλιαχτά.  Η κυρά Ελπίδα είδε από μακριά τα άλογα που σκορπίστηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις, όμως το μουλάρι με τα παιδιά είχε απομακρυνθεί για καλά.  Έμεινε μονάχη στον κάμπο.  Κάθισε γρήγορα κάτω από ένα λιόδενδρο κι άρχισε να μαζέυει τάχα ελιές.  Δυο καβαλλάρηδες την πλησίασαν. 

-          Παναγία μου, κάμε το θαύμα σου, μουρμούρισε.

Ο Τούρκος καβαλλάρης κάτι είπε στη γλώσσα του χειρονομώντας, όμως η κυρά Ελπίδα του έκανε νεύμα πως δεν κατάλαβε και τότε θυμωμένα την έσπρωξε στο χώμα κι έφυγε μαζί με το σύντροφό του κατά τον κοντινό λόφο.

Πέρασε κάμποσος καιρός και τα παιδιά τα βρήκαν σ’ ένα χωριό στους πρόποδες του Πενταδάκτυλου.  Έμαθε από κάποιον πραματευτή η κυρά Ελπίδα για τα παιδιά και πήγε με τη Βασιλική τη μάνα του Κωστή.  Σαν φτάσανε στο χωριό ζήτησαν να μάθουν που είναι του παπά το σπίτι.  Άνοιξε την εξώθυρα η παπαδιά κι ο μικρός Παϊσής μόλις είδε τη μάνα του έτρεξε στην αγκαλιά της.  Τα άλλα παιδιά ήταν με τον παπά Ανέστη στην εκκλησία για το μάθημα.

-          Μάμμα, ο παππούλης μας μαθαίνει γράμματα, εγώ όμως παίζω με τα κατσίκια στην αυλή.  Στο σταύλο έχομε το μουλάρι μας.

Δακρυσμένη η μάνα τον έσφιξε στην αγκαλιά της.  Ετούτος ο τόπος ο πολυβασανισμένος, είχε και τούτο το πικρό  ποτήρι, το σκληρό παιδομάζωμα.  Για τούτο το παιδομάζωμα κάναν τα σώσπιτα και τις κρύπτες, γιατί τούτο το βάσανο ήταν πιο μεγάλο κι από το θάνατο. Κι η χαρά ετούτη της επιστροφής των παιδιών κράτησε για λίγο γιατί παραύστερα ανακατεύτηκε η ζωή του σκλαβωμένου Ρωμιού και πάλι με τον πόνο σε τούτο το πολυβασανισμένο νησί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: