Γυναίκα,
στις ουλές σου έδινες αντρικά ονόματα.
Τα κλάματα σου, αφεψήματα του χάους
στο ποτήρι ενός Θεού που κρυολόγησε απ' το δριμύ ψύχος
των σπαραγμών που οι άνθρωποι Του διαπράττουν, ιχνηλατώντας ΄
την αδιάβατη στέπα της ευτυχίας.
Έτσι για να σιγήσουν οι κραυγές μιας νόησης εμφιαλωμένης σε κρανία,
σε μια γροθιά σφιγμένη σαν καμπύλη αυθάδικου ερωτηματικού.
Μα οι απαντήσεις σάλπαραν με ολόλευκα καράβια για τη λησμονιά,
αίτια και αιτιατά μίας ζωής αντικαταβολής στου ονείρου την χιονονιφάδα.
Πάλι μέσα στη μηχανή του χρόνου πυροβολώμε μνήμες νεροπίστολα,
ένα λερναίο παρελθόν στον κρόταφο.
Ας αφεθούμε στη Σισύφεια πορεία ενός λεπτοδείκτη, που έρχεται
από το πουθενά,
σε ένα μπλουζ που έχει σπόνσορες υφέρποντες έγχορδους ουρανούς,
παρίες σε μία μελαγχολική Αχερουσία με αεροφωτογραφίες
ανεκπλήρωτων θανάτων.
Γυναίκα
καταλαβαίνεις;
Ξύσαμε τα μολύβια μας, μάθαμε το μάθημα μας
κι όμως δεν άνοιξαν της ζωής οι διαμαντένιες πόρτες
κι οι σαμπάνιες δεν άφρισαν
στων ηλιαχτίδων μας τους ουρανίσκους.
Μονάχα αιμάτινα χαλιά αγκίστρωσαν τα βήματα μας
και ανασασμοί απαντοχής θάμπωσαν τις ρυτίδες στους καθρέφτες.
Κι όλα υπέροχα θα ξαναρχίσουν με οράματα και εφιάλτες.
Με χάδια και χτυπήματα από του πεπρωμένου
τους θλιμμένους μισθοφόρους.
Τα δάκρυα σου μαζί με τα σαρκία
των αιώνων στης φορμόλης τη δεξαμενή
στους γιους σου θα διδάξουν
τον ανεπίστρεπτο λυγμό των ρόδων,
τη δροσερή πορτοκαλάδα του ανατέλλοντος καδμίου,
πάνω απ' τις κοίτες των χλωμών μαρμάρινων σταυρών.
στις ουλές σου έδινες αντρικά ονόματα.
Τα κλάματα σου, αφεψήματα του χάους
στο ποτήρι ενός Θεού που κρυολόγησε απ' το δριμύ ψύχος
των σπαραγμών που οι άνθρωποι Του διαπράττουν, ιχνηλατώντας ΄
την αδιάβατη στέπα της ευτυχίας.
Έτσι για να σιγήσουν οι κραυγές μιας νόησης εμφιαλωμένης σε κρανία,
σε μια γροθιά σφιγμένη σαν καμπύλη αυθάδικου ερωτηματικού.
Μα οι απαντήσεις σάλπαραν με ολόλευκα καράβια για τη λησμονιά,
αίτια και αιτιατά μίας ζωής αντικαταβολής στου ονείρου την χιονονιφάδα.
Πάλι μέσα στη μηχανή του χρόνου πυροβολώμε μνήμες νεροπίστολα,
ένα λερναίο παρελθόν στον κρόταφο.
Ας αφεθούμε στη Σισύφεια πορεία ενός λεπτοδείκτη, που έρχεται
από το πουθενά,
σε ένα μπλουζ που έχει σπόνσορες υφέρποντες έγχορδους ουρανούς,
παρίες σε μία μελαγχολική Αχερουσία με αεροφωτογραφίες
ανεκπλήρωτων θανάτων.
Γυναίκα
καταλαβαίνεις;
Ξύσαμε τα μολύβια μας, μάθαμε το μάθημα μας
κι όμως δεν άνοιξαν της ζωής οι διαμαντένιες πόρτες
κι οι σαμπάνιες δεν άφρισαν
στων ηλιαχτίδων μας τους ουρανίσκους.
Μονάχα αιμάτινα χαλιά αγκίστρωσαν τα βήματα μας
και ανασασμοί απαντοχής θάμπωσαν τις ρυτίδες στους καθρέφτες.
Κι όλα υπέροχα θα ξαναρχίσουν με οράματα και εφιάλτες.
Με χάδια και χτυπήματα από του πεπρωμένου
τους θλιμμένους μισθοφόρους.
Τα δάκρυα σου μαζί με τα σαρκία
των αιώνων στης φορμόλης τη δεξαμενή
στους γιους σου θα διδάξουν
τον ανεπίστρεπτο λυγμό των ρόδων,
τη δροσερή πορτοκαλάδα του ανατέλλοντος καδμίου,
πάνω απ' τις κοίτες των χλωμών μαρμάρινων σταυρών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου