Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Ποίηση Κυριακίδης Νίκος



  4 Δεκέμβρη

Στο επόμενο λεπτό κρατούσε
δυο νεκροκεφαλές
μιαν αποξηραμένη καρδιά
και δεν υπήρχε κανένα πεπρωμένο.
Φορούσε ένα σώμα του καπνού
μακριά στενά παντελόνια
τα κούμπωνε ο άνεμος.
Φορούσε μικρά τρύπια καλτσάκια
τα τρώγαν τα σκληρά παπούτσια
-τα καρφιά τους,ιδίως-
''Θα λύσουμε την παρεξήγηση''
Χειμωνιάτικος ήλιος να πεθαίνεις κοκκινισμένος
αρραβώνες να πεθαίνεις λησμονημένος.
Όμως δεν μιλάμε για νεκρούς
-αυτοί κόβουν βόλτες ανάμεσα σε παλιά κόκκαλα και φλυαρίες-
Δεν χρωματίζουμε το σπίτι
άβαφο αστόλιστο μένει εξόν
καμιά κορδέλα κόκκινη στη πόρτα, σα κλείσιμο ματιού.
Δεν προγραμματίζουμε να κοροιδέψουμε την πείνα
την πείνα τη σέβεσαι :
τα άγια των αγίων.
Ο πόνος σαν σκια είμαστε εμείς.
Το σώμα μας, μια γλώσσα τσαχπίνικα βγαλμένη όξω
ν΄απαντάει στις Γραφές.
Η ψευδαίσθηση...
ένας έρωτας που δεν υπήρξε παρα για μισή ώρα στο ρολόγι.
''Παναγιώτα σε 64 χρόνια
θα σκοπεύσουν τον μικρό που τη γλύτωσε,
γράφτο κάπου.
Να μη βρεθεί στο κέντρο τέτοιες μέρες
νάναι κάπου αλλού''

THAT JAZZ
Η Αμερική των καταραμένων κοριτσιών :
Τα μαύρα στη πορνεία, την άσπρη, τους άντρες που δέρνουν.
Να τους κάνουν παρέα στο ρέψιμο και την οδύνη στα κρεβάτια.
Ν΄αναζητούν να σταματήσει για λίγο το πήδημα.
Tα άσπρα στα ψυχιατρεία, με το φάντασμα μιας μάνας στα μάτια
χαμηλόφωνης νοικοκυράς που ζούσε συμβατικά, καθαρή αλλά νέγρα.
Να ονειρεύονται να υπάρξει ένα πήδημα.



Η Ρώμη της ΡΩΜΗΣ (ΑΝΤΡΕΑ)
Δεν προλαβαίνω να παντρευτώ.
Γυρίζοντας κάθε βράδι σπίτι να περνάω απ΄το πάρκο
Τις μέλισσες του μυαλού μου να βάζω στις κυψέλες
Να υπάρχει σαν τα ουρητήρια
μια πόρτα τρυφερότητας
μια πόρτα πόθου.
Διπολισμός, αυτό επιτρέπεται.
Να κάνω ένα παιδί αγόρι
Σαν μεγαλώσει να παθαίνω πανικό για τους συμμαθητές του
Μπορεί και τίποτε από αυτά......
Ίσως αρρωστήσω απ΄ την αρρώστεια της καταστολής
Να μου δώσουν στο νοσοκομείο έναν πρωκτό, δυο πέη κι ένα μυαλό
Κι εγω να τα κρύβω στην αριστερή τσέπη, δίπλα στα τσιγάρα,
καταταγμένος.
Δεν το γουστάρω σαν αστέρι
-πολύ γλυκερό-
προτιμάω να είναι στενό να μ΄ακουμπάει, να ερεθιζόμαστε μαζί.
Το χρώμα...ροζ-δεν το γουστάρω
Αλλά το γουστάρουν τ΄αγόρια, οι άντρες.
Τώρα θα με πάνε φυλακή
Μετά θα μου μιλήσουν για την ελευθερία, θα με πάνε σινεμά
Θα δούμε μίκυ μάους,
γουστάρω τον μαύρο Πήτ.


Ο ΜΙΖΕΡΑΜΠΛΙΣΤΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ

Εγγονόπουλε πρώτη φορά που σε θυμήθηκα
Περίεργο πράγμα.
Και στη Λάρισα και την Ύδρα.
με κολλημένο το μυαλό μου
στις κρεάτινες μπάλες
τα ζωντανά ρυτιδιασμένα κεφάλια.
Στα μάτια της φαντασίας ανάμεσα σε κολώνες κι΄ αψίδες,
γεμάτα με φως χωρίς υπηκοότητα.
Κύριε Εγγονόπουλε, την κούρασαν τόσο οι επέτειοι
που έφτιαξε μιαν ακόμη, δικιά της.
Κι΄αν βοά η Αθήνα από τα μανιφέστα του άλματος στο βάθος
Αυτή η λεκτική μαγεία : ‘’Μιζεραμπλιστικός...’’
Όπως θα έλεγαν σε κάθε ροντέο περιοπής στην Αριζόνα
Με τα ξανθά κορίτσια να μεγαλώνουν,
με άγνοια πιάνου και κάτι γαλλικούρες για τους γελαδάρηδες.
Εγγονόπουλε θυμάσαι το ‘’δισεγγονόπουλος’’, έτσι δεν είναι ;
Να είστε καλά για το -μίσος αντί της συμπάθειας.
Κάποιοι σε μια γιορτή φθαρμένη
Πάντα θα μας χαρίζουν
αναγούλες ικανοποιητικές

ΕΛΕΛΕΥ

Τότε ήρθε ο Αχιλλέας ερωτικός και βίαιος.
Παλιοαδελφή τα βράδια, αυστηρός σύζυγος τα πρωινά
Και μονομάχησε με τον εχθρό εκτός των τειχών.
Και ξέραμε πως θα νικήσει,
όπως το έταξεν ο Άρης του ίδιου συναφιού,
όπως το θέλησε των Ελλήνων η στύση.
Όταν η μάχη τέλειωσε γρήγορα, θριαμβευτικά,
εκείνος κοίταξε το νεκρό βασιλιά.
Ήταν ένας πολύ μεγαλύτερός του
Ένας χωρίς πολλούς έρωτες στο σώμα
Θα μπορούσε να είναι ένας λογιστής.
Ο Αχιλλέας  τρέχοντας πήγε στη σκηνή του
‘’Πάντα πλένεται μετά το φονικό’’
Αλλά εκείνος απλά δάκρυσε-
-η Αχίλλειος πτέρνα του.




ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΕΣ

Διαλέγεις παιχνιδιάρικα ένα νούμερο
Μάλλον από τ΄ όνομα.
Μετά πορώνεσαι μαζί του, λες λογικές εξηγήσεις της επιλογής :
‘’Έβρεξε... ο στίβος είναι βαρύς, αυτός είναι λασπιάρης’’
-Με την ευκαιρία. Γιατί πιστεύω κόντρα στο συγγραφέα
πως οι ‘’Ευτυχισμένες μέρες’’, παίζονται σε λόφο κοπριάς ;
Μετά φωνάζεις καρφωμένος πάνω στο νούμερο, στο όνομα
Επιτίθεσαι, αντέχεις λίγο ακόμη, χάνεις τη θέση σου, λιγοστεύεις.
Αν έχεις καλή αγωγή ποτέ δεν βρίζεις το άλογο
Παρά τη θελήσή του αυτά τα μέτρα ήταν ένας στιγμιαίος έρωτας.
Αλλά τον αναβάτη σίγουρα
Είναι ο ανάξιος άντρας της συνουσίας....
Άτεχνος, ανεπαρκής, συνήθως φοβισμένος

  
ΦΙΛΗ


Σε ξέρω πια τόσο καλά,
που σαν σε δώ στο δρόμο δεν σου μιλάω.
Όπως συμβαίνει στον καθένα,
με τον τοκογλύφο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: