ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ
Άγουρη κι ατίθαση η νιόφερτη άνοιξη,
γλιστρούσε τη βιασύνη της στην ακροποταμιά,
έριχνε τα μαλλιά της ξέπλεκα στ’ ανυπόταχτα νερά
και το φεγγάρι νιο κι αδέσποτο να σκύβει και να βουτά,
μαντίλι κόκκινο στη νύχτα να βάφει και να κεντά.
Θράσευαν γύρω οι καημοί σε χολωμένα νιάτα,
μάτωναν στήθια οι στεναγμοί και κουρασμένα μάτια,
κρυφά να συναλλάσσεται η αρετή με την αμαρτία
και να ζυγιάζεται αδέκαστη η ζωή,
μια στην επιστροφή και μια στην προσδοκία.
Έσφιξαν τα χέρια τους και ψηλάφισαν τη γη,
κύκλωσαν ένα κομμάτι ανοιχτό ουρανό
και με το σουραύλι της σιωπής και το φλασκί του πόθου,
ξημέρωναν τη ζωή ανατολή ‚πλημμύρα και σημάδι,
σαν τ’ όνειρο που ξέφευγε απ’ το βαθύ σκοτάδι.
Αφήναν στην άκρη τις καρδιές κι οι λογισμοί στην κοίτη.
Γύμνωναν τα λόγια τους και με το φως τα ντύναν,
να ’ναι οι μύθοι πιο ζεστοί και οι θεοί πιο ξένοιστη σύναξη των αισθήσεων ταπεινά να ομολογήσουν
πως είναι αλήθεια ο έρωτας και λευτεριά ο χρόνος.
Η ΛΕΜΟΝΙΑ
Λιμπίστηκα μια λεμονιά,
με άσπρα λουλούδια νυφικό
και δίφορα λεμόνια.
Της έπιασα και τίναξα
τη λυγερή της μέση,
την αψηλή κορφάδα.
Γέμισαν άνθια οι αυλές,
με φύλλα τα μπαλκόνια
και τα σοκάκια τα στενά
με νιους ξεπεταρούδια.
Πήραν το χρώμα οι γειτονιές
και τα παιδιά το μόσχο
κι εγώ την ομορφάδα της,
και τη γλυκιά της χάρη.
Την είδα νύφη ,μάγισσα,
στο φέγγισμα τ’ Αποσπερίτη,
νεράιδα στο σεληνόφωτο
και ξωτικό της νύχτας.
Την πρόσμενα κόρη της αυγής
στο λάμπρισμα τ’ Αυγερινού,
λιογέννητη μικρή θεά
στης κόκκινης ανατολής το θάμα.
Ήλιος καλός ταξιδευτής,
ζηλωτής της γης και οδοιπόρος,
του ουρανού αρμενιστής
και στ’ απέραντο το γαλανό βαρκάρης,
στα κλώνια της τα λιανόβεργα
κρέμασε το φως του ξόμπλι ,
στον ίσκιο της ,περπατησιά
λίκνισε το αρμένισμά του
και μένα μου ’γνεψε με αντηλιά
να τεντωθώ να φτάσω,
ψηλά τους αθώρητους ανθούς,
τα ώριμα, τα δίφορα λεμόνια.
με άσπρα λουλούδια νυφικό
και δίφορα λεμόνια.
Της έπιασα και τίναξα
τη λυγερή της μέση,
την αψηλή κορφάδα.
Γέμισαν άνθια οι αυλές,
με φύλλα τα μπαλκόνια
και τα σοκάκια τα στενά
με νιους ξεπεταρούδια.
Πήραν το χρώμα οι γειτονιές
και τα παιδιά το μόσχο
κι εγώ την ομορφάδα της,
και τη γλυκιά της χάρη.
Την είδα νύφη ,μάγισσα,
στο φέγγισμα τ’ Αποσπερίτη,
νεράιδα στο σεληνόφωτο
και ξωτικό της νύχτας.
Την πρόσμενα κόρη της αυγής
στο λάμπρισμα τ’ Αυγερινού,
λιογέννητη μικρή θεά
στης κόκκινης ανατολής το θάμα.
Ήλιος καλός ταξιδευτής,
ζηλωτής της γης και οδοιπόρος,
του ουρανού αρμενιστής
και στ’ απέραντο το γαλανό βαρκάρης,
στα κλώνια της τα λιανόβεργα
κρέμασε το φως του ξόμπλι ,
στον ίσκιο της ,περπατησιά
λίκνισε το αρμένισμά του
και μένα μου ’γνεψε με αντηλιά
να τεντωθώ να φτάσω,
ψηλά τους αθώρητους ανθούς,
τα ώριμα, τα δίφορα λεμόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου