Το ατύχημα και το πάρτι
Η επιλογή του δρόμου επιστροφής είχε γίνει. Από το βουνό… κι όχι απ’ την Αττική οδό κι ας ήταν πιο σύντομη η διαδρομή. Μια ευθεία στην πραγματικότητα, μια άσφαλτος στρωτή, φώτα παντού, αριστερά και δεξιά, λωρίδες διακριτές. Εμείς διαλέξαμε ωστόσο το μυστήριο του βουνού… του Πεντελικού όρους. Στροφές, σκοτάδι, ερημιά… πουθενά φως… Αυξημένη προσοχή, ίσως και λίγο άγχος, αγωνία και φόβος μη συγκρουστούμε με αυτοκίνητο του άλλου ρεύματος. Μα απ’ την άλλη μεριά, η μαγεία του αγνώστου, η πρόκληση του επικίνδυνου, η επιθυμία για θαυμασμό της θέας από ψηλά… μιας Αθήνας λαμπερής, μιας Αθήνας ‘’πιάτο’’, ατελείωτης, αχόρταγης, ανεξάντλητης, ερωτικής και ρομαντικής… Όταν θα είχαμε για τα καλά ανέβει στο βουνό, αυτή η θέα θα ήταν η αποζημίωσή μας. Το δώρο μας.
Είχαμε σκαρφαλώσει αρκετά ψηλά όταν από μακριά διακρίναμε φώτα… σαν φάρο περιπολικού… ή κάτι παρόμοιο που αναβόσβηνε ανησυχητικά… Μα δεν μπορούσαμε να είμαστε βέβαιοι για το τι επρόκειτο ακριβώς. Έπρεπε να πλησιάσουμε περισσότερο. Κι όσο προχωρούσαμε με μια ταχύτητα σταθερή, τόσο τρωγόμασταν απ’ την περιέργεια. Τι ήταν αυτό που φεγγοβολούσε μέσα στη νύχτα πάνω εκεί; Ίσως να ήταν έλεγχος, αστυνομικοί που έκαναν αλκοόλ τεστ, που ζητούσαν τυπικά άδεια κυκλοφορίας και δίπλωμα οδήγησης. Ίσως πάλι κάποιος έτρεχε υπερβολικά… Σαββατόβραδο, βλέπεις. Ίσως είχαν βγει τσάρκα για κλήσεις.
Φτάναμε… ήμασταν πολύ κοντά. Λίγες ακόμα στροφούλες κι η αλήθεια δε θα ταν πια αίνιγμα. Γυαλιά παντού! Μικρά μικρά κομμάτια γυαλιών… Θραύσματα! Ένα αυτοκίνητο στα δεξιά διαλυμένο! Το τιμόνι δεν ξεχώριζε! Είχε γίνει ένα με το ανύπαρκτο πλέον παρ μπριζ. Λες και το πόδι ενός πελώριου γίγαντα το χε πατήσει με φόρα και το χε λιώσει! Πιο δίπλα ένα ασθενοφόρο. Κι ένα κρεβάτι… μάλλον φορείο… Κουκουλωμένο. Ένα σεντόνι, ένα κάλυμμα σκέπαζε το νεκρό οδηγό… Άνθρωποι στη μέση να κοιτούν… Απόγνωση. Κι εμείς περαστικοί. Με μια πιο κομμένη ταχύτητα, αλλά πάντα περαστικοί. Οι ρόδες μας κοκκίνισαν με το αίμα που σχημάτιζε λίμνη. Σοκ. Ταχυκαρδία.
Ξεμακρύναμε. Αρχίσαμε τα σενάρια εκτίμησης. Τα πιθανά σενάρια των συνθηκών του ατυχήματος. Μέθη, επίδειξη με τσιτωμένο γκάζι, απροσεξία, βιασύνη, προσπέραση, έλλειψη μυαλού, ‘’κακιά ώρα’’, υπερτίμηση δυνατοτήτων οδήγησης σε ένα τέτοιο σημείο…
Πλησιάζαμε προς τη θέα. Προς την κορυφή. Μα δε θα στεκόμασταν. Η πορεία μας δεν ήταν και τόσο γοητευτική τελικά. Σκέψεις, τεταμένη προσοχή, τρόμος για ανάλογη τύχη. Πίσω μας ένα δυο αμάξια με άγριες διαθέσεις, μας προσπέρασαν χωρίς να έχουν διδαχτεί τίποτα απ’ το ατύχημα λίγα χιλιόμετρα πιο πίσω μας. ΑΞΙΟΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΜΑΣ ΤΕΛΙΚΑ;;; Μπορεί…
Η λαμπυρίζουσα Αθήνα φεγγοβολούσε στ’ αριστερά μας… Εκεί βαθιά… Αστραφτερή… απαράλλαχτη… Τίποτα δε θα μπορούσε να τη σβήσει! Αυτή θα συνέχιζε με το ίδιο χρώμα, με την ίδια ένταση, τίποτα δε θα την πτοούσε, δε θα την έβγαζε απ’ το πρόγραμμά της. Τίποτα δε θα μπορούσε να την αναβάλει.
Με συγκρατημένη την έκφραση στο πρόσωπο, σοβαρή, θλιμμένη, σκεφτική, αποτροπιασμένη, κοντεύαμε για την Πεντέλη. Στο δρόμο μας συναντούσαμε όλο και πιο συχνά σπίτια, η κίνηση επίσης πύκνωνε, οι στροφές σταδιακά μειώνονταν, ο δρόμος γινόταν πιο επίπεδος και το αίσθημα ασφάλειας πιο ισχυρό. Στα δεξιά μας, μικρές και μεγάλες βίλλες όλο χλιδή, με μεγάλες μάντρες σα φρούρια, χωμένες μέσα στα πεύκα.
Κατεβαίναμε… μιλούσαμε περισσότερο μα όχι πολύ. Ακούγαμε δυνατή μουσική. Αυτή τη φορά δε βλέπαμε μα ακούγαμε. Έπαιζε Άννα Βίσση. ‘’Αγάπη είναι…’’ Εκκωφαντικά… Τρανταζόταν όλο το οδόστρωμα. Ήμασταν σχεδόν απέξω από την πηγή της σεισμικής μουσικής. Μια πολυτελέστατη μονοκατοικία, πανύψηλη και ορθάνοιχτη… Λες κι ήταν ευπρόσδεκτος οποιοσδήποτε. Στην εξώπορτα νεαρά κορίτσια, 15 με 16 ετών ντυμένα και χτενισμένα σαν εικοσιπεντάχρονες, με αποκαλυπτικά μίνι φορέματα, εξώπλατα παρότι Απρίλιος ακόμη, με ένα ποτό στο χέρι και το βλέμμα στο κενό, δεν ήξερες αν όντως διασκέδαζαν ή απλά έδιναν το παρών στον πλούσιο εορτάζοντα φίλο τους. Το πρόσωπό τους πάντως δε μαρτυρούσε την πρώτη περίπτωση.
Απομακρυνθήκαμε. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα την ίδια κατάπληξη με την εικόνα του θανατηφόρου ατυχήματος. Τον ίδιο πόνο, την ίδια ενόχληση, το ίδιο τσίμπημα, την ίδια δύσπνοια. Δύο εικόνες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους μα ικανές να προκαλέσουν την ίδια αναστάτωση. Και στη μέση αυτών των εικόνων η παρατήρηση ότι όταν κάποιος από εμάς αφήνει την πνοή του, κάποιος άλλος τόσο κοντά μας, ταυτοχρόνως, χαλάει τον κόσμο με τα χρήματά του και τον ευρύ κύκλο γνωριμιών που αυτά του επιτρέπουν να έχει. Η συνύπαρξη και η σύγκρουση δύο καταστάσεων που γεννούσαν τα ίδια συναισθήματα. Ένας άνθρωπος που γι’ αυτόν η ζωή είχε τελειώσει τόσο απότομα και επώδυνα και κάποια δυστυχισμένα κορίτσια που έπλητταν μέσα στον πλούτο και την κατασκευασμένη χαρά.
Φτάσαμε σπίτι μετά από μισή ώρα. Ξάπλωσα. Έκλεινα τα μάτια κι οι δυο εικόνες με τάραζαν ισόβαρα. Προσπάθησα να κοιμηθώ ευχόμενη να μην ονειρευτώ τα ίδια γεγονότα ή ακόμα πιο τραγικές παραλλαγές τους.
Μαρίνα Αποστόλου
Η Μαρίνα Αποστόλου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα και σπούδασε Γαλλική φιλολογία.
Η Μαρίνα Αποστόλου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα και σπούδασε Γαλλική φιλολογία.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
''θα περπατήσουμε μαζί''
"Νοτιάς"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου