Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ Του Βασίλη Χαραλάμπους




Αύριο κιόλας
                                                                                   
          Σ΄ ένα μικρό χωριό τη Σκύδρα κοντά στην Έδεσσα όχι και τόσο μακριά από τούτη την πόλη όπου νάναι έρχονται Χριστούγεννα.  Τόσο απλά , τόσο όμορφα τα Χριστούγεννα σε τούτο το μικρό χωριό.  Έτσι απλά θα γιορτάσει και φέτος τα Χριστούγεννα κι΄ η φτωχή οικογένεια της  κυρά  Μαργαρίτας.
          Κάτι όμως γίνεται στου κυρ Χάρη του γείτονα το πλουσιόσπιτο  παραδίπλα.  Τα παιδιά μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια τρέχοντας .  Κάπου σίγουρα θα πάνε.  Τόχουν συνήθειο οι πλούσιοι του χωριού ετούτες τις μέρες των γιορτών να πηγαίνουν στην κοντινή Έδεσσα για ψώνια διάφορα.  Για τη φτωχή όμως οικογένεια της κυρά Μαργαρίτας αρκεί και τούτο το μικρό χωριό.  Μαθεμένοι χρόνια τώρα την άλλη τη χαρά στην καρδιά να κρύβουν μ΄ όλη την ορφάνια και τη φτώχια τους.  Ίσως και τούτες της ζωής οι πίκρες περίσσια τους μάθανε την άλλη τη χαρά στην καρδιά να κρύβουν που κανείς δεν είναι μπορετό να τους την πάρει.
      

Στο παραδίπλα λοιπόν πλουσιόσπιτο τρεχάλα πολλή.  Ο κυρ Χάρης που πηγαινοέρχεται στο αμάξι, η κυρά Χρυστάλλω που κάθε τόσο βγαίνει στην εξώθυρα και κάτι παρατηρεί τα παιδιά της. Ο μικρός Γιαννάκης της κυρά Μαργαρίτας ακουμπισμένος  στο περβάζι της αυλής τους περίεργα παρατηρεί .  Αναρρωτιέται γιατί ο  μικρός Μιχάλης του κυρ Χάρη ο μεγαλύτερος γυιός  τρέχει γρήγορα προς το σπίτι του Γιαννάκη.

-         Γιαννάκη θέλεις να έρθεις μαζί μας στη Έδεσσα;
-         Πως δεν θέλω;  όμως τη μητέρα μου να ρωτήσω πρώτα.  Ρώτα και συ Μιχάλη το δικό σου πατέρα.
-         Δική του προσταγή είναι ναρθώ εδώ.  Άντε τώρα να ρωτήσεις γιατί όπου νάναι ξεκινάμε.
Ο Γιαννάκης καιρό δεν χάνει .  Τρέχοντας  έφυγε, τρέχοντας ήρθε .  Σε λίγο όλοι μαζί στριμωγμένοι στο μικρό αυτοκίνητο του κυρ Χάρη κίνησαν για την  Έδεσσα.  Στο αυτοκίνητο μέσα ο μικρός Γιαννάκης έκανε σκέψεις διάφορες.  Άκουγε διάφορα που τους έλεγε ο δάσκαλος   κι΄ αναλογιζόταν πως νάναι οι καταρράκτες και το μεγάλο πάρκο παραδίπλα . 
Σαν έφτασαν στους καταρράκτες  ο Γιαννάκης  με θαυμασμό κοιτούσε.  Πρώτη φορά έβλεπε καταρράκτες.  Του τοπίου η ομορφάδα πρωτόγνωρη φαινόταν για τούτο το φτωχοπαίδι.  Κι΄ από εκεί πάνω κατ΄ αντίκρυ η ομορφιά τ΄ ατέλειωτου ξάγναντου, ίσαμε της ρεματιάς την κατηφόρα, εκεί όπου η ιτιά ακόμη, ανιστορεί των τρυγητών τον κάματο.  Παραύστερα  στο πάρκο μέσα έτρεχε πάνω κάτω παίζοντας με του κυρ Χάρη τα παιδιά.    Η χαρά του Γιαννάκη απερίγραπτη.  Τα παιχνιδίσματα ανάμεσα στα δένδρα του μικρού ετούτου δρυμού φάνταζαν ατέλειωτα.  Κοντοστάθηκε για λίγο ο Γιαννάκης κι΄ έμεινε λυπημένα να κοιτάζει ένα ζητιάνο που καθισμένος παρέκει  στου πάρκου το παγκάκι παρατηρούσε  κάτι φτωχοπαίδια  που παιχνίδιζαν στα λασπονέρια.

-         Απίθανα, είπε χαρούμενα στο φίλο του ο Γιαννάκης .
-         Είδες που σου έλεγα Γιαννάκη.  Πάμε στα πυκνά τα δένδρα τώρα και κατόπιν θα μας πάρει ο πατέρας μου στην πόλη μέσα.

Κι΄ εκεί όπου του μικρού ετούτου δρυμού το έβγα ανταμώνει το μεγάλο ξέφωτο με της πολίχνης την τύρβη μια κυρία, από εκείνες τρις αρχόντισσες της Έδεσσας, τον είδε με το τρύπιο παντελόνι και το παλιό σακκάκι και τού΄ δωσε ένα χαρτονόμισμα.  Πιο πέρα ένας καλός κύριος του έδωσε κι εκείνος ένα χαρτονόμισμα.  Έβαλε το ένα χαρτονόμισμα στην τσέπη κι΄ έμεινε για λίγο σκεφτικός.  Για μια στιγμή το πρόσωπό του έλαμψε .
-         Ο ζητιάνος μονολόγησε.
Κι  άρχισε τρέχοντας τον ζητιάνο εκείνο ν΄αποζητά.  Πλάϊ στη μεγάλη βρύση έγινε το συναπάντημα .  Άπλωσε  δισταχτικά το χέρι του , έδωσε στο ζητιάνο το χάρτινο νόμισμα  κι΄ έφυγε τρέχοντας να συναντήσει το φίλο του.
Παραύστερα στο αυτοκίνητο μέσα το πρόσωπο του έλαμπε.

-         Τι όμορφα που είναι στην Έδεσσα , μονολόγησε  .
  
Πήρε το χαρτονόμισμα που του δώσανε στο πάρκο της Έδεσσας από την τσέπη του και το κοίταζε.  Τι ωραία που θα ήταν, σκέφτηκε, να ερχόντουσαν και τα δυό  του αδελφάκια στο πάρκο της Έδεσσας.  Άπλωσε δισταχτικά το χεράκι του στον πατέρα του φίλου του που οδηγούσε.
-Κύριε Χάρη, να σας δώσω τούτο εδώ το χαρτονόμισμα για να φέρετε και τα αδελφάκια μου στους καταρράκτες της Έδεσσας γιατί είναι πολύ άρρωστη η μάνα μου και θα χαρεί και αυτή;
-Βάλε Γιαννάκη παιδί μου τα νομίσματα στην τσέπη σου.  Αύριο κιόλας θα φέρουμε και τα δυό σου αδελφάκια.
         
Το τι έγινε την επομένη μέρα δεν περιγράφεται.  Πηδούσε πάνω κάτω από τη πολλή χαρά του.  Από τότε ο μικρός Γιαννάκης κατάλαβε πως τα όμορφα τούτα είχαν να κάνουν ότι και το τύμπανο σ΄ ένα τραγούδι.  Την άλλη ομορφιά την είχε δώσει της καρδιάς η ομορφάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: