Κάνοντας ταμείο
Ο θάνατος είχε
κέφια , τελευταία.
Παίζοντας μαζί
μου
έπαιρνε κάθε
φορά το πρόσωπο των κοριτσιών
που ποτέ δεν τόλμησα να προσεγγίσω,
να τους
μιλήσω,
να τα αγγίξω,
αν και το
ήθελα.
‘’Θα σε
άγγιζαν’’- είναι σαν να μου λέει-
‘’θα ήταν
κάμποσα τα βράδια, τα πρωινά, που θάσασταν μαζί.
Αλλά τότε με
φοβόσουν,
με
ξόρκιζες,
τις έχανες
πριν τις μυρίσεις.
Όλα σε
πήγαιναν,
δεν
οδηγούσες’’.
Και μετά
φεύγει για λίγο.
Σκασμένος στα
γέλια, ο βλάκας.
‘’Αλλά που το
ξέρει ακριβώς, το πόσο πολύ,
κάποιες μου
αρέσαν ή θα μου αρέσαν, σαν μεγαλώναν;’’
Το ξέρει
μάλλον
γιατί είναι
ομιλητική πολύ
η δειλία
μου.
Γιατί δεν
υπάρχει πιο διαφανές πράγμα
απ΄ την
ανεπάρκεια.
Δυόμιση βόλτες
αν μέτρησες καλά και άνοιξε το κεφάλι.
Ανεβοκατέβαινε
τις σκάλες με αστάθεια
Λυσσάρης- στην
ηλικία του.
Τα παιδιά που
είχαν βάρδια
σφουγγάρισαν
γρήγορα, το εγκεφαλικό υγρό-
τρίτο
σκαλοπάτι πριν φτάσεις
ή
ανεβαίνοντας.......πάλι τρίτο.
Σάββατο βράδυ
: κόσμος, μυρωδιές και υγρασία
Αναζητώντας
αυτό που χάθηκε πολύ νωρίς.
Φύγαν
λίγοι
Ούτε οι
αυτόπτες καν
Σφουγγαρίστηκε
καλά, άλλωστε.
Ο μεσήλικας
ιππότης του απέναντι δρόμου.
Θα
μνημονεύεται σε έργα ηλίθιων ηθικολόγων,
ίσως
και γλυκερών παρατηρητών των γκέτο.
Εσύ θα μείνεις κι άλλο
Η εξάρτηση από
τη μυρωδιά μάλλον
Μετά θα
επιστρέψεις-
τρομαγμένος
πάλι
με την αηδία
της ενοχής
με τη σιγουριά
της επανάληψης.
‘’Ήταν τουρίστας ‘’
Τα μπαρ δεν
έχουν μυστικά
Επέλεξε μήνες
πριν, μέρος ,τρόπο :
Αποτελεσματικά
Μη
συνειδητά
Εντυπωσιακά
Τη μέρα
εξόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου