Αοριστία
Η θλίψη των αυτοκτονικών εκείνων τραγουδιών, που όλοι λένε πως σε σεργιανούν
στα ρέματα που ξεδιψούν συγνώμες οι αυτόχειρες και οι καουμπόηδες των φαρμακείων,
εμένα του μοναχικού μου αναφιλητού το τράνταγμα των ώμων δικαιώνει.
Όταν ήμουν παιδί ένα αστέρι ήθελα να τσαλακώσω μέσ ' τις φούχτες μου
το μύρο του απείρου να σταλάξει στις κλειδώσεις της γροθιάς μου
όταν γρονθοκοπώ τα καρφιά να νιώθω πως είναι
πίσω να χτυπά, να σε ματώνει το
γαμψό του χάους σαν το δηλητηριάζουν, το νοθεύουν με κακία των ανθρώπων οι
τρύπιες ψυχές.
Φοβάμαι να κοιμηθώ μέσα στα κουρέλια , στης αντοχής μου τα σεντόνια.
Ένα ρολόι λέει μεσάνυχτα και κάτι χάπια ,
τα χάδια μιας ζωής ανέβηκαν σε μια βαριά μοτοσυκλέτα
σαν είδαν στο μυαλό μου την νυχιά της νύχτας
στο στόμα φίλησαν μια νταλίκα με το καντράν της ταχύτητας να λέει ΄΄...κρίμα..''
Αίμα και και μία τσίκνα αχάιδευτου κορμιού μύρισε η άσφαλτος.
Των αλγεινών ανέμων το χαρούμενο τιτίβισμα ή μήπως ο ήχος του σουρσίματος ενός
φιδιού στη άμμο
εξαπέλυσε ο Αύγουστος από το σύμπλεγμα των φεγγαριών του,
τα βράχια των Κυθήρων να πληγιάζουν με τα κύματα για συνεργούς .
Ένας ζητιάνος κάποτε μου ζήτησε λεφτά κι εγώ απάντησα,
έχω σφιχτά στο χέρι μου κλεισμένη μία μεζούρα από ζεματιστό σκοτάδι
αν θες μπορείς στο μέρος της καρδιάς σου να τη βάλεις
θα σε κρατά ζεστό και όταν έρχονται μαζί με τους σουγιάδες τους τα πολικά χαράματα
θα σε περάσουν για δικό τους και δε θα σε πειράξουν.
Στου χρόνου το ακρογιάλι βλέπω τις πατημασιές αγέννητων παιδιών.
Σα σφάγια κρέμονται απ' τα τσιγκέλια της ψυχής μου τα ποιήματα.
Τέτοια σπατάλη ακόμα και οι λάκκοι σαν την βλέπουνε ζαρώνουν από φόβο.
Σε λίγο θα έρθουν τα σκυλιά του κόσμου ν' απαιτήσουν το μερίδιο τους απ' τα κρέατα.
αγκάλιαζαν σαράντα καταχείμωνα,
ψιθύριζαν γλυκά τραγούδια για τις πάχνες των ρυτίδων,
ο θάνατος ο πιο μεγάλος μου πατέρας
τραυλίζοντας μου είπε « κλείδωσε τις πόρτες
γιατί αν μπει μέσα η σιωπή
δεν θα μπορέσω άλλο να αντισταθώ» .
Η νύχτα δάκρυσε τα κροκοδείλια της άστρα
σταμάτησε για λίγο τ’ ασημιά στο μαύρο της ταφτά να στρώσει
έξω απ’ το πυρακτωμένο μου παράθυρο
και βάλθηκε για αλλού, ανάβοντας τσιγάρο απ’ τα περασμένα.
Πίσω κοιτάζω κι ανασαίνω δύναμη.
Πίσω κοιτάζω κι ο γκρεμός μπροστά μου μοιάζει αυλάκι σε παρτέρι
μ' ανθισμένα ρόδα.
Δεν ξέρω αν σε είπανε αγάπη οι φυρονεριές
που του κορμιού σου τα βρεχάμενα ταξίδεψαν
μέχρι τις πολιτείες που ο πόθος ανατέλλει.
Εδώ αυτό το ποίημα θα πεθάνει.
Έχω από καιρό πια συνηθίσει να βαδίζω μοναχός.
Έχω από καιρό πια πάψει να θυμάμαι.
Όταν χαθώ ίσως το τίποτα να με γιατρέψει.
Δεν ξέρω αν ποτέ σε είπα αγάπη…
Δικός μου
Στη πυρακτωμένη εστία των συναισθημάτων
τα εδέσματα του απροσδιόριστου, γλυκόπικρες αγάπες, ξαναζεσταμένες αντοχές,
ψάρι ψημένο σε χείλη, με των πλανταγμάτων στα κλάματα, ταγκό λάδι
σώματα που σου καταθέσαν σ' ένα βιβλιάριο τραπέζης
σκοτάδια της ματιάς σου αποβράσματα και χαραυγές του ήλιου γοερές κραυγές.
Βάλε άλλη μια κουβέρτα στο αστέρι στο σαλόνι
είναι ακόμα παγωμένο και κρυώνει.
Ο γιατρός διέταξε ζέστη και τριαντάφυλλα, πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα.
Είδες τι έκανε στο πρόσωπο μου το σκυλολόι των ρυτίδων;
Χθες βράδυ βρέθηκε στο δρόμο μου μία αγέλη από δαύτες,
μου ρίχτηκαν αυταπάτης και επάρσεως γωνία.
Είμαι διάφανος τους είπα δε φοβάμαι
γλιστράω μέσα από τις σκιές , διαπερνώ τα σώματα των ανθρώπων,
κρύβομαι στις ρωγμές των τοίχων,ακροβατώ στους φλοίσβους των δακρύων,
ακροπατώ στο άρωμα των γιασεμιών ,των νυχτολούλουδων που εποφθαλμιούν τα ερεβώδη χάη.
Είμαι δικός μου.
Στο μοναχικό εικονοστάσι του χειμώνα
με μια μετάνοια βαθιά μέτρησα την απόσταση που με χωρίζει από το χώμα,
με μια ματιά ψηλά μέτρησα τα αστέρια που σπαράζονταν απ' την σκιά σου.
Στων ποιημάτων τα προπύργια δεν υπάρχουν στρατιώτες ,
μονάχα οι φωλιές των αναφιλητών, των σπουργιτιών τα τιτιβίσματα
και στα διάστιχα τους , της σιωπής οι ψίθυροι,
που συλλαβίζουν ιστορίες τρέλας , για έρωτες που πεθαίνουν και θεούς που ανασταίνονται.
Στην πυρακτωμένη εστία των συναισθημάτων καλύτερα το χέρι σου μην ακουμπήσεις.
Ρωτάς για μένα;
Καθένας έχει ένα μαύρο παραμύθι στη καρδιά του,
ένα ίσκιο να σκοτώνει το ηλιόφως και τα ουράνια τόξα του,
ένα βουβό λυγμό στο βλέμμα σα δακρύζει στα κρυφά από μοναξιά.
Όχι εγώ.
Εγώ είμαι δικός μου.
Δρόμος
Στους δρόμους της φωτιάς
περπάτησα ξυπόλυτος πάνω στα χνάρια ενός παιδιού
μ’ ένα αγκάθι πεταμένο προς το μέρος της καρδιάς.
Δε θα μιλήσω για περίστροφα βραχνά και για αλλότρια όνειρα
άκουσα το κενό να τρίβεται στην καλησπέρα τους.
Στίχοι αυτοπυρποληθέντες στις ταράτσες,
τις στάχτες τους που πλάνεψε ο άνεμος.
Λόγια κόκαλα γυμνά
ξασπρίζουν στα μέρη που ανθίζει η σιωπή.
Στα χείλη μου οι ξυραφιές των χθεσινών μου προσευχών
στα μάτια μου οι αναλαμπές του παραδείσου
και ένας διαμαντένιος ουρανός να μη χωράει
ένα σαράκι που εγώ χώρεσα σ ένα στίχο και σ΄ ένα κορμί.
δακρύζουν τώρα οι παλιές φωτογραφίες νεκρές στιγμές και λησμονιά
στα στόματα των συρταριών
κι εσύ να με ρωτάς ποια φρίκη ξεδιπλώνουν με την ομορφιά τους,
μιας πεταλούδας τα φτερά κι αυτές οι λέξεις.
Στο συρματόπλεγμα της νύχτας μου, σκάλωσαν οι αστερισμοί του νότου
και τα φεγγάρια ξεσκόνισαν τα ασημιά φορέματα τους στην αυλή μου.
Τώρα πια περπατάω πάνω στα δικά μου χνάρια
μπορώ να κλαίω να χαμογελώ για μένα.
Άγριε καιρέ γλυκέ μου φίλε τα όνειρα ποτέ δεν ήταν αρκετά
μα εγώ τίποτα άλλο δε θα μαρτυρήσω.
Σε λίγο έρχονται οι μέρες της περισυλλογής των μαργαριταριών.
Χθες βράδυ έφεραν δυο παπαρούνες που αιμορραγούσαν στα επείγοντα.
Σε λίγο ξημερώνει…
Τριαντάφυλλα
Αν το σκεφτείς καλά μικρή μου όλα είναι τριαντάφυλλα.
Μια φούχτα χάος, μία έναστρη κατάρα κλειδωμένη
στο συρτάρι του γραφείου μου.
Tο κλάμα των ηλιακών ανέμων, τα αναφιλητά των αστεροειδών
που τραγουδούν για το αφιόνι μίας λέξης
την ξυραφιά μιας πρότασης.
Εκείνο το άδειο βλέμμα που ματώνει
τα κρίνα και τις άνυδρες καρδιές,
τα χάδια και τα χρωστικά στη μοίρα που δεν έχεις να πληρώσεις.
Μια μελωδία από πεφταστέρια του χειμώνα
ένα έγκλειστο νανούρισμα του διηνεκούς, στις κατακόμβες της σιωπής
κοιτάγματα του τίποτα στον ανθισμένο κήπο μιας παιδικής ψυχής.
Δυο βιαστικά φιλιά που ξεχαστήκανε σε ένα νοτισμένο μάγουλο
και ένα άρωμα βαρύ σα θλίψη που αποκοιμιέται σε μια μαρμαρένια πλάκα.
Αν το σκεφτείς καλά μικρή μου όλα είναι τριαντάφυλλα.
Ένα «..σ’ αγάπησα πολύ..» και μια μεγάλη καληνύχτα.
Μια δαχτυλιά σκοτάδι σ’ ένα νυφικό κατάλευκο σεντόνι.
Ένα τέλος στα γέλια και τα δάκρυα.
Όλα οσμή από αντίο και σπασμένα ρόδα.
Τραβάς γραμμή σε μια ζωή, με μια αγκαλιά, μ' ένα χαμόγελο, μ' ένα λυγμό
κι αυτή γίνεται τριαντάφυλλο,
αν το σκεφτείς καλά μικρή μου...
γιατί για λίγο άσπιλο λευκό ξεπούλαγαν στους χονδρέμπορους των αυγερινών, την ευωδιά του στιγμιαίου,
την αφροσύνη του άπιαστου , την κατολίσθηση των καστανών μαλλιών της στις χαράδρες του γυμνού λαιμού.
. Μία αυτόφωτη στιγμή, στης αθανασίας βουτηγμένη το γλυκό κυδώνι
έγλειψε ένας ποιητής από το δάκτυλο του κι ένιωσε την πίκρα του αέναου,
σα βόλτα με ποδήλατο, στην ακροθαλασσιά του πάντοτε, με τo πορτραίτο του σαν του Ντόριαν Γκρέι να γερνά,
κερνώντας με αψέντι και ασκήμιες τις χρονιές , που αλαλάζανε τα κύμβαλα για αγάπη.
Όταν φιλιούνται οι πεταλούδες νιώθω να αναριγά το πουθενά
ν’ ασφυκτιούνε οι φεγγαραχτίδες αηδιασμένες απ’ τα νάζια των βασιλικών,
νιώθω το άστρο του νοτιά από ευγνωμοσύνη, με το κοίταγμα μητέρας σα γυρνάς από μακριά, να μ’ αντικρίζει.
Θυμάσαι όταν το ταγκό του τριαντάφυλλου χορεύαμε στα σύνορα της ουτοπίας
γυμνοί στο αστεροσκοπείο σφιχταγκαλιασμένοι ανασαίναμε τα πάλσαρς ,
ενώ η φωτιά που κλέψαμε από την Κασσιόπη χιλιάδες χρόνια φως μακριά
τρεφότανε με μαργαριτάρια και επουλωμένο πόνο.
Κοιμάσαι πάνω σε ασήμι, δεν το ξέρεις ;
Τα πεφταστέρια στάζουνε στα σεντόνια σου σκόνη από τα αργυρά επιθανάτια τους ουρλιαχτά.
Δεν ξέρω πως να το τελειώσω αυτό το ποίημα.
Όταν στερεύουνε τα ψεύδη και τα δάκρυα εκείνοι που φιλάνε το αιώνιο στα χέρια
στέλνουν μια καταχνιά στον ουρανό, τη Χιροσίμα απ’ τα δάκρυα χελιδονιών που σ’ αποχαιρετούν,
τη δροσερή ανάφλεξη ενός χειροκροτήματος του τέλους , για θεατρίνους και υποβολείς
κι όσους κρυφάκουσαν τις μοίρες να διηγούνται ξαναμμένες πόσο εντυπωσιάζει το μαόνι πεινασμένους λάκκους.
Νοέμβρη μήνα την εξαγνιστική νεροποντή σου περιμένω.
Μέσα της , το σπάραγμα του καλοκαιριού, την γαλάζια αχλύ του ορίζοντα με τους σωρείτες αγαπητικούς ,
ευλαβικά να παραδώσεις στης λάσπης τα χαμαιτυπεία.
Όνειρο ενός κεριού ,που λιώνεις ήσυχα σιωπές στις ερημιές της νύχτας , μαράζια φωτοτύπησε στων ανέμων τ’ αναφιλητά.
Κοντά μου ήρθε ο βροχοποιός με τρυπημένες τις παλάμες
και με των αστραπών τις ραγισματιές στο βλέμμα μου έδωσε τα αντικλείδια που ανοίγουνε χαμόγελα.
Συγνώμη του ψιθύρισα , δεν έχω ιμάτια να μου τα διαμοιράσουν.
Θέλω μονάχα σα θα βγει το ουράνιο τόξο να μου μάθεις να μιλάω με τα χρώματα.
Ποιητές
Είμαστε σφάγια φαντασμάτων, του τίποτα αποβράσματα ,
παιχνίδια να έχει να χαλά το πουθενά
παιχνίδια να έχει να χαλά το πουθενά
σκιές που διαφθείρουν το ημίφως
ξόρκια της πεινασμένης νύχτας, αύρες ονείρων που χαϊδεύουν πρόσωπα λεπρών, ,
οι ουραγοί της κόλασης που σερβίρουν τις εφηβείες σαν να είναι μπάρες φυλακής
σε δίσκους βινυλίου με βερμούτ και σκόνη.
Μονάχα ο χρόνος θα το πει ως πότε θα κρατήσει ετούτη η αλκοολική μας μασκαράτα,
ως πότε τα κουρέλια των καρδιών μας ο Σιρόκος ταξιδέψει
ως τις χώρες με τις σιωπηλές κραυγές.
Γκριμάτσες είμαστε σε λασπωμένα κάτοπτρα, στρόβιλοι λυγμών στην έπαρση του χάους,
οι μετανάστες στις χρυσαφιές βέρες των μαργαριτών,
στης τσίχλας το φτερούγισμα που κάνει τα πορτοκαλιά φεγγάρια του Τοξότη
να τρυπιούνται με χυμό από σταφύλια του Αυγούστου και θαλασσινό νερό.
Είμαστε των λέξεων οι πόρνοι, της προστυχιάς οι τροβαδούροι
οι φορτοεκφορτωτές των συναισθημάτων
πληρώνουμε στην τρέλα προστασία, οπλοφορούμε παγερές ψυχές,
είμαστε οι ακροβολιστές της λήθης.
Οι ελπίδες μας σουγιάδες σε χαμαιτυπεία λευκών χαρτιών
με ενέσεις ευφορίας και φτηνό μελάνι διαρρηγνύομε τα εγώ μας,
με την ανοησία των πεφταστεριών,
με το λευκό μανδύα της αθανασίας.
Είμαστε αναφιλητά , λυτά μαλλιά πάνω σε μαρμαρένιες πλάκες.
Είμαστε η σιγή της απουσίας.
Ένας φονιάς κυκλοφορεί ελεύθερος στα σωθικά
της νύχτας
της νύχτας
κι η μουσική ενός μετεωρίτη από ανασκολοπισμένες
μνήμες
μνήμες
που εισέρχεται εξοργισμένος σε μια στρατόσφαιρα
ρυτίδων
ρυτίδων
και εξουδετερώνει τους εναπομείναντες στη πίστα με τα
μακιγιαρισμένα
κόκκινα φεγγάρια
μακιγιαρισμένα
κόκκινα φεγγάρια
που ξεφλουδίζανε αβύσσους και λυκανθρωπίες στοργικών
προσώπων
προσώπων
μιας χαραυγής που αύτανδρη θα βυθιστεί μέσα
στο ίδιο της το αίμα,
στο ίδιο της το αίμα,
για να ξεσκεπαστεί εκείνη η γηραιά κυρία το ξεθυμασμένο παρελθόν
και να ζητήσει τον ανατέλλων ήλιο σ’ ένα στερνό χορό.
Ώρα θανάτου εφτά και τριάντα το πρωί, έγραψε ο εφημερεύων ιατρός.
Ένας φονιάς κυκλοφορεί ελεύθερος στα σωθικά της νύχτας
η ξυραφιά απ’ τα φτερά μιας νυχτοπεταλούδας ,που νόμισε πως
γνώρισε
γνώρισε
το βλέμμα του Θεού στη γύμνια ενός γλόμπου που κρέμεται
από τα σύννεφα
από τα σύννεφα
του φθινοπώρου που επωάζεται στην οροφή του δωματίου
κάποιου εργένη.
κάποιου εργένη.
Ένα χαπάκι που με συρματόπλεγμα φιμώνει τα ουρλιαχτά,
ο ίσκιος μιας αγάπης που μέσα του δροσίζεται ένα παιδί
από την Ανδρομέδα, που τρέφεται με παραισθησιογόνα
αστέρια και ανθρώπινες πληγές.
αστέρια και ανθρώπινες πληγές.
Ένα κορίτσι που χόρευε ταγκό μέσα στις αμμοθύελλες
ενώ το έψαχνε ένας
ερωτευμένος ποιητής
ενώ το έψαχνε ένας
ερωτευμένος ποιητής
στο κέντρο ενός παγωμένου ζαφειριού ,
τα μάκρη ενός ορίζοντα
που λιώνει στα διάκενα των στίχων για να μπορεί
το τίποτα να ομοιοκαταληκτεί
με την οδύνη.
το τίποτα να ομοιοκαταληκτεί
με την οδύνη.
Ένας φονιάς κυκλοφορεί ελεύθερος
μέσα στα σωθικά μου.
μέσα στα σωθικά μου.
Απόψε στους αμμόλοφους θα έρθει
να με κομματιάσει με ακριβό αλκοόλ
και φλουοξετίνη.
να με κομματιάσει με ακριβό αλκοόλ
και φλουοξετίνη.
Έλα κι εσύ αν θες, θέλω τα δάκρυα μου
να μετρήσεις.
να μετρήσεις.
Αν σε ρωτήσουν πόσα έχυσα πες τους.
Κανένα.
Ολιγωρία
Σ’ αυτό το μαυσωλείο μόνο το ημίφως
να τραγουδά το θάνατο του χρόνου,
κόκκοι της σκόνης να προδίδουν το αψεγάδιαστο
των σφιχταγκαλιασμένων μορίων του μαρμάρου.
Οι επιτάφιοι της θλίψης να εκμυστηρεύονται στη σιγαλιά
πράξεις ανομολόγητης λαγνείας.
Τ’ ολάνθιστο κοντσέρτο μιας ανεμοθύελλας
να γαβγίζει στα κάστρα της Ταγγέρης τριανταφυλλιές βρισιές,
ν’ αναθυμάται το σπασμένο ρόδο της ερήμου το άρωμα
των ανάγλυφου
δαρμού,
των ανάγλυφου
δαρμού,
που χάραξαν οι εισπνοές των αστεριών
σε βλεννογόνους ρινικούς του διηνεκούς ,στο λάρυγγα του πουθενά ,
να τις ψηλαφίζει το χαιρέκακο σκοτάδι μειδιώντας τα ανείπωτα.
Βροχές κραυγών άηχα να ψιχαλίζει το ταβάνι
σαν το βουβό λυγμό ενός παιδιού που γνώρισε την πείνα,
σαν ένα αρσιβαρίστα που δεν άντεξε το βάρος μίας λέξης,
σαν το άρωμα ενός ξένου που προσπερνάει τους ανέμους,
σαν ένας μύθος που πεθαίνει μ’ αναφιλητά μπροστά σ’ ένα καθρέπτη.
Σ’ αυτό το μαυσωλείο η μοίρα κέντησε στο δέρμα μου
του κεραυνού το στίγμα, την χαρακιά των εθισμένων στα ακάνθινα στεφάνια.
Εδώ αφήστε με λοιπόν μαζί με το ημίφως
να τραγουδά ετούτη την ολιγωρία, τον άσπιλο μου θάνατο.
Όλα σπαράγματα του χάους κι άδεια βλέμματα ήταν τελικά
για να ματώνουν οι καρδιές των σκύλων,
το μάταιο να απεκδύεται στροβιλιζόμενο τα πέπλα του
εκλιπαρώντας το φαΐ ενός πιάτου από ποιήματα
με λίγους τόνους και πολλά αποσιωπητικά…
Καρφί
Ενός καρφιού ο ελικοειδής λυγμός
σ’ ένα αχνά μακιγιαρισμένο πελαγίσιο τοίχο,
η βιδωτή διείσδυση στη παγωμένη ανταρκτική μιας οροφής τόσο αποστειρωμένης
όπως σου λέει η νοσοκόμα πριν σε τρυπήσει με τη σύριγγα , πάρε βαθιά ανάσα
για να συλήσεις τη σελήνη που κοιμάται πάνω στη ταράτσα ,
η να γίνεις ο ίδιος τυμβωρύχος των ονείρων του ύπνου που ησυχάζει στη μεγάλη πυραμίδα.
Ύστερα να ρουφιανέψεις τον λουλουδιασμένο κάμπο σε μία πεταλούδα πως θα ζήσει μία μέρα μόνο
κι εκείνη τρελαμένη από θλίψη να πέσει μοναχή της στο δίχτυ της αράχνης
κι ας είναι η μέρα που ο κυρ Μανόλης θα κάνει πάλι τη κυρά του μαύρη στο ξύλο
και κείνο το απορρυπαντικό ας κάνει κάτασπρα τα ρούχα,
ενώ το άλλο πως το λεν , αόρατα τα τζάμια και των παπαρούνων του οπίου τα οράματα αόμματα
κι ας παίζει το τρανζίστορ τ’ αμερικάνικα
και ας τον λένε Γιώργο κι ας ποτέ μην τραγουδάει για της αγάπης τον γλυκόπικρο καημό
για να ξεροσταλιάζει η γκόμενα με το αβυσσαλέο ντεκολτέ στο διπλανό τραπέζι
αποζητώντας την ανία μερικού προγαμιαίου σεξ.
Ας μη το παρακάνομε ή μάλλον γιατί όχι.
Κι όπως θα τη κοιτώ εκείνη να νομίζει ότι τη φλερτάρω ,
ενώ εγώ θα εύχομαι στα δύο να έσκιζα ένα τυφώνα
το μένος ενός καταρράκτη σε μία εξωτική γαλήνη να γκρεμίζω αντίστρόφα ψηλά στο επουράνιο
και τα φίδια θα ακροβατούν στα δέντρα στη κόψη μιας απεργίας του λυκόφωτος
τότε που οι σκιές των βρόχινων παιδιών θα προσκυνούν τη λάσπη
κι ο θάνατος του πεπρωμένου η κληρωτίδα, θα ξεσπάσει σε κροκοδείλιους λυγμούς
θα έρθει ένα μαύρο χάδι που θα κρύψει πρόσωπα και προσωπεία,
ουλές κι αναστολές και θα αυτοσυστηθεί λέγοντας , εγώ είμαι το σκοτάδι.
Ενός καρφιού ο ελικοειδής λυγμός.
Ενός ζεϊμπέκικου η βιδωτή διείσδυση δυο ποδιών στο πάτωμα.
Οι πετρωμένοι βασιλιάδες μιας επαρχίας που μελαγχολεί λεπίδες και πιστόλια.
Ο πιλότος του διαστημόπλοιου Νοστρόμο, ο τελευταίος επιζών, ο τελευταίος αδερφοποιτός της τρέλας,
φυσώντας φρίκες τριανταφυλλιές από ενός τσιγάρου την αιωνιότητα ,
που όπως είπαν, πορφυρογέννητα νεφελώματα έστριψαν τον καπνό του
μαζί με συριγμούς από ρακένδυτους προφήτες ,
έβαλε τον αυτόματο πιλότο το σκάφος να βουτήξει ίσια
στο πύρινο τραγούδι ενός ήλιου που θα αποτέφρωνε
τις φλύκταινες της θύμησης ,
τις φλύκταινες της θύμησης ,
τη θυμωμένη δυσωδία του τετελεσμένου μίας αγάπης που το άπειρο
σφυροκοπούσε με σμαράγδια.
σφυροκοπούσε με σμαράγδια.
Λέξεις φαλτσέτες δώσαμε ασελγώντας γραφικά, με φραστικές παλινδρομήσεις
στο εκκωφαντικό μηδέν ενός μικρόφωνου γεμάτο με γδαρμένους στίχους
τις καντηλήθρες που τις άναβαν οι άγγελοι με τα λευκά φτερά τους
να θροΐζουν αφθαρσία.
να θροΐζουν αφθαρσία.
Ένιωσα κάτι από την εφορία των συνδαιτυμόνων της αράχνης
μοναχός μου στην ακτή του χρυσαφιού να κατατρώγω το ηλιόφως
το θρόισμα του χρόνου σαν εισπνέει τους χειμωνανθούς
περιμένοντας να έρθει να μου πει πως το μελτέμι έβγαλε τα σωθικά του
απ’ το χθεσινό μεθύσι
απ’ το χθεσινό μεθύσι
με τα υπερωκεάνια του θέρους που αρμένιζαν
για τους τροπικούς της Τερψιχόρης
για τους τροπικούς της Τερψιχόρης
μέσα από του Σουέζ το πιεστήριο των νερών της θαλασσινής φυλλάδας ,
που έγραφε για πνιγμούς και χελιδόνια που απαρνήθηκαν
το ανάερο και μεταμορφώθηκαν σε ψάρια.
το ανάερο και μεταμορφώθηκαν σε ψάρια.
Κι όπως η θέρμη του πύρινου δίσκου έλιωνε το πιλοτήριο
κι η λάμψη σφούγγιζε τον ιδρώτα από τα μέτωπα των παραφροσυνών
εκείνος κρέμαγε απ’ τις ζεματιστές του βλεφαρίδες
τις μπουγάδες των λυγμών
τις μπουγάδες των λυγμών
και χάθηκε , μια φωτιά του Αι Γιάννη σε μίας κοπελιάς
τα έναστρα σκοτάδια
τα έναστρα σκοτάδια
σε δυο χείλη τα απατηλά αποτυπώματα φιλιών από στάχτη
και από μωρουδιακά μαλάματα.
και από μωρουδιακά μαλάματα.
Το τίποτα έλεγε για τα γοτθικά οικόσημα στα μέτωπα του Λίβα
σ΄ ένα κενό που εξασκούσε ξιφασκίες με τα λέπια του φωτός,
σε ένα προσδεθείτε στις εξ’ αρπαγής ζωές σας εφόσον κάθεστε
ενώ εσύ χάρισες τη φωνή σου στο πηγάδι με τις άρρυθμες σιωπές
καθώς από τα ερέβη το σπουργίτι αναδυότανε στη
ξυραφιά λιακάδα και το ράμφος του σφιχτά δεμένο
ξυραφιά λιακάδα και το ράμφος του σφιχτά δεμένο
από την χρυσή αλυσιδίτσα μίας ηλιαχτίδας,
φτεροκοπούσε πάνω από το συλλαλητήριο ενός ασύλληπτου γαλάζιου.
Κι ύστερα θα έρθει αυτή η αιθέρια Κυρία σαν πορφυρή συγκλητική ,
αμέτοχη στα όργια της στάχτης
αμέτοχη στα όργια της στάχτης
των τελευταίων ημερών της Πομπηίας και θα σε ρωτήσει
με μία ξάστερη καρδιά αν θέλετε κάτι κι εσύ θα πεις , ίσως λιγάκι ουρανό.
Δύο μάτια χελιδόνια στις βροχές του χάους και ένα γιατί, κάτι σαν
πλύση στομάχου στα επείγοντα
πλύση στομάχου στα επείγοντα
το βλέμμα μου που δείρανε τ’ αστέρια,
οι λέξεις ποζιτρόνια που τύφλωσαν τ’ αηδόνια.
Φλας πυγολαμπίδων αναβόσβηναν στον αυτοκινητόδρομο
με τους Νέρωνες της λύπης
με τους Νέρωνες της λύπης
στις νύχτες με το φίλντισι της τρέλας και τη νερωμένη λήθη
με τα γιώτα των στίχων σαν βρωμερά σκουλήκια επιτίμια του τρόμου.
Στις χαίνουσες πληγές του ήλιου ,
τα τεμαχισμένα προξενιά του ηλιόφωτος με τα δρεπανηφόρα σύννεφα ενός θρασύ χειμώνα,
οι σμαραγδένιοι ποταμοί του άπειρου
σαν νηπενθή βοτάνια με φωνή γάβγιζαν το ξόρκι μιας ανάνηψης .
Κι όπως τα ξάρτια των ονείρων αρμενίζανε γύρω
από τους γαλάζιους νάνους
από τους γαλάζιους νάνους
εμείς στην πολυθρόνα καθισμένοι γέροι πια, ερείπια ερειπίων
θα αφεθούμε στο λυκόφως των Θεών
ραβδάκια με σπινθήρες σ’ ένα σερβιρισμένο παγετώνα στο ποτήρι
θα λάμψουν όσο διαρκεί το χάδι μιας δακρυσμένης προσευχής
στους αστραγάλους της Μαρίας.
ένα φιλί στα χείλη του κενού
στον κήπο που οργίαζαν οι λέξεις και κείτονταν νεκρές οι αγκαλιές,
στις φυλλωσιές των παρενθέσεων,
του ενταφιασμού τους περιμένοντας να πάρουν
το διακριτικό των αποσιωπητικών λουλουδισμένο μονοπάτι.
Πισθάγκωνα δεμένος απ’ τη σκοτεινιά και υπό την επήρεια
του αρώματος του γιασεμιού
του αρώματος του γιασεμιού
στα ολάνθιστα υψίπεδα της απουσίας, στο προσκεφάλι του ερέβους
έγειρα το λαιμό μου κι ονειρεύτηκα τον ήχο της βροχής.
Τα οράματα των αηδονιών
και το λαχάνιασμα σύννεφων μαραθωνοδρόμων του απέραντου,
τα γέλια των παιδιών στης άνοιξης το δάκρυ,
όλα στιγμές που σ’ ένα τρυφερό λυκόφως θα αρχειοθετήσει η λησμοσύνη.
Θυμάμαι τα περιστέρια έτρωγαν από τα χέρια μας.
Τα περιστέρια μας έτρωγαν τα χέρια.
Στα μάτια μας ευωδίαζε η νιότη, χρύσιζαν του αχανούς οι πάχνες.
Τώρα θα πέσω να πεθάνω κι εσύ ξύπνα με σε δυο ώρες να πάω στη δουλειά.
Ήταν μονάχα ένα αστείο.
Ένα τραγούδι που τις νότες του τις μούσκεψαν του Λυβικού πελάγους οι φοβέρες,
ένας μισότρελος παλιάτσος που με τα πλαντάγματα του
σιγόνταρε των αστερισμών τον οδυρμό
χωρίς κοινό, μόνο το αεράκι της αγάπης ενός Θεού
να έχει να του ανακατεύει τα μαλλιά,
να έχει να του ανακατεύει τα μαλλιά,
ένα χαρτί που του υποσχέθηκαν ένα ισπανικό σονέτο
μα το ξέχασαν λευκό να κιτρινίζει από πίκρα,
ένα σκοτάδι που αποσκίρτησε από τη νύχτα κι ήρθε μεσημεριάτικα
να πιει καφέ με τη μαυρίλα της καρδιάς σου
όμως στο δρόμο το μαχαίρωσαν πισώπλατα του ήλιου οι φωτιές.
Ήταν μονάχα ένα αστείο.
Μετά
Μετά από χίλιες καταχνιές τι θα έχουν άραγε απογίνει τα γραφτά μου,
πούδρες αυτάρεσκων κενών,
στοιχειά ονείρων, που διακινούν τη λήθη στο απροσμέτρητο,
των λέξεων η δικτατορία στην επικράτεια του τίποτα.
Όχι δεν είχα ανάγκη την ένδεια αέρα χαλασμένου από αλάτι πλάι σε κάποια ακροθαλασσιά
ούτε απαίτησα, για τις βρισιές ετούτης της αστροφεγγιάς, εκδίκηση
να πάρεις μεσ’ του κόσμου τις αρένες.
να πάρεις μεσ’ του κόσμου τις αρένες.
Τώρα που οι καθρέφτες άρχισαν να προεικάζουν το αληθές,
πικρά χαμόγελα στάλαξαν οι βροχές στα χνάρια που θα ακροπατούσαν τα παιδιά,
μα εμείς πήραμε παραμάσχαλα το δικό μας εφιάλτη
και κόψαμε την χαραυγή με την ψαλιδωτή ουρά της χελιδόνας.
Κι απόμεινε μονάχα ένα κάτισχνο λυκόφως να ξεχειλίζει την υδρορροή των οριζόντων
ν’ αναστενάζει ένα πορφυρό ετοιμοθάνατο, στων ρόδων την αναπηρία,
στη φούχτα να κρατάς ενός ερωτηματικού την αγκυλωτή λαγνεία , προσάναμμα του αναπάντητου,
σαν μια αυτοχειρία ζωγραφισμένη σ’ ένα τοίχο με κραγιόνια θαλασσιά
σαν ένα άρωμα που δε φόρεσες γιατί είχες πεθάνει.
Μετά από χίλιες καταχνιές τα χάη θα γελάσουν τελευταία
καθώς οι στίχοι μας φορώντας αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας
θα κεραστούν μέσα στις ηλιαχτίδες ηδύποτα καδμίου και χρυσάφι.
Αν θες να μάθεις τι θα πει αναφιλητό , πρέπει να ακολουθήσεις τις φυρονεριές
στους κόλπους με τις ασημιές αρρυθμίες της σελήνης και τα κλινήρη πέλαγα
που σπαν το κύμα της ανήθικης τους μαγγανείας στη λευκή της άμμου παραλιακή καλλιγραφία.
Πρέπει να ξεγεννήσεις τους καθρέφτες που έζεχναν τις τρίλιες του κοκκινολαίμη
που έκλαιγαν ξεφυλλίσματα από την άχνα των εκζεμάτων των εραστών της μαργαρίτας.
Μέσα στα σωθικά σου νιώσε τα μοβ νεογνά του αμέθυστου
πυρηνικές συντήξεις πεταλούδων εγκλεισμένων στο μεταξωτό κουτί ενός ψιλοβροχιού
οξυζενέ μελαγχολίες που στόλισαν τα μαλλιά σου
οι παρφουμαρισμένοι χωματίλα κομμωτές των ορυχείων και των τρυπανιών
οι αυτουργοί της τρέλας και των σκουριασμένων τρένων
κλαίγοντας με δάκρυα γλυφά ,
έκαναν βλέπεις την μεταπτυχιακή τους στις βροχές,
που βίαζαν τη ορατότητα νταλικών αρωματισμένων από βρασμένο στάρι.
Κι όταν φουσκώσουν με αέριο νεύρων οι κουδουνίστρες τ’ ουρανού, ε τότε είσαι ο βασιλιάς του χάους.
Ο σαλτιμπάγκος των αερόστατων που μίσησαν τα ουράνια τόξα.
Μα-χαίρια έχω, χέρια όμως όχι και είναι αυτό το μα,
που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο χάδι και στο θάνατο.
Η τελευταία μου απόπειρα ήταν μια παρωδία.
Ήπια ένα μπουκάλι βότκα , μια πορφυρή ανατολή κι ένα παιδί κυματοθραύστη
σ’ ένα ναυάγιο μακριά στο νότιο σέλας ,
που αρμένιζε αμέριμνο με φουσκωτά πανιά για του Ωρίωνα το Δέλτα.
Όλοι γυρέψατε κάτι από μένα.
Χαίρομαι.
Το λέω ξανά, χαίρομαι.
Που δε σας έδωσα τίποτα.
Σύντομο βιογραφικό.
Ο Αντώνης Πυροβολάκης γεννήθηκε στα Χανιά της Κρητηςστις 15/8/1967.
Έχει διακρίθει σε διαγωνισμούς στην Κρήτη με πολλούς επαίνους πρώτα και δεύτερα βραβεία. Επίσης έχει κερδίσει το πρώτο βραβείο στο πανελλήνιο φεστιβάλ ποίησης στη Λάρισα και πρώτο βραβείο στην κατηγορία μεγάλης ποιητικής συλλογής στο καφενείο των ιδεών. Έχει διακριθεί με δύο δεύτερα πανελλήνια βραβεία, ένα στους ΣΤ’ πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες τ ου πολιτιστικού οργανισμού του Δήμου Λευκκιμαίων στη Κέρκυρα και το άλλο στους Δελφικούς αγώνες ποίησηςτο 2011 .
Έπαινοι του απονεμήθηκαν και σε άλλους πανελλήνιους διαγωνισμούς. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο: το χρώμα της βροχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου