Από επουσιώδεις
παραλήψεις του αθώου
απόμεινα μια
σκιά στο κάτεργο αρρωστημένων
φώτων,
στο μάγμα
ενός υπόκωφου δαπέδου.
Θα
με σκοτώσω το
καταμεσήμερο
ψιθύρισα στον
χάλκινο καθρέφτη του
Ηφαίστου.
Κι
ήταν μια σκέψη
ανησυχητικά καθησυχαστική,
σαν να
χαμογελούσαν χείμαρρους οι
παγετώνες στο ποτήρι.
Μα
η τοξοβόλος βότκα
στην αδιόρατη πλευρά
του τρόμου
αρματωμένη με
τη λήθη, τίναζε
αλκοόλη στα βαριά
τριχώματα του ξεγραμμένου
Και οι
θαμώνες του Copacabana
μπαρ, που μάτωνε
ιχώρ στο κόρφο
του Καΐρου,
κούρνιαζαν στους
λειμώνες παραδείσων αλεξανδρινών
κοιτάζοντας τα
φίδια, τους μηρούς
της Αρσινόης,
να
σεργιανάνε στη κοιλάδα
των παπύρων.
Είμαι η ερωμένη σου,
μου ψέλλισε το
πουθενά
κι η
νύχτα μέσα μου
λουλούδισε αστέρια πεθαμένα.
Παρανυχίδες του
Θεού, τα στάχυα
στο λιβάδι,
χρύσιζαν τις
ανάσες των κορυδαλλών
για ν’
ασελγήσει το βρασμένο
στάρι,
σ’
αυτή τη γεύση
του νοτιά που έστελνε
ο Άδης στα
τζιτζίκια.
Και ο
ωκεανός στην άλλη
άκρη ενός ορίζοντα
χαμού
ξέβραζε ένα
διηνεκές, δελφίνι χάος
σε πληθυντικούς γιαλούς,
που εύχονταν
να ανταμώσει στ’
ανοιχτά τα χερουβείμ
να φτερουγίζουν
μέσα στους
πυρωμένους ήλιους του
απείρου.
Μα
εγώ από επουσιώδη
σφάλματα του τρυγητή
των μεταρσιωμένων σκιάχτρων
αγάπησα της
σκόνης το νανούρισμα
στη λεωφόρο αυτού
του νόστου.
Ο
ύπνος χαίρεται κάτω
από τα νοτισμένα
βλέφαρά μου
ζυμώνοντας σφαγές
απ’ τα υγρά
φιλιά ενός Ιούδα
με
λόγια λίθινα αιχμηρά
που απουσίαζαν από
το στόμα,
γιατί τα
έχτισε η σιωπή
όταν θεμελίωναν τις
πυραμίδες των νεκρών
θεών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου