Κοίμησε τα παιδιά.
Βγαίνοντας απ’ το παιδικό δωμάτιο,
άφησε μισάνοιχτη την πόρτα.
(κρακ)
Ο άντρας της πετάχτηκε για τα σκουπίδια.
Θα έκανε κι ένα τσιγάρο στα κρυφά,
μια τζούρα παράνομης ευτυχίας.
Αυτή τον κρατούσε άλλωστε
κοντά της.
(κρακ)
Σκέπασε το φαγητό που περίσσεψε,
έπλυνε τα πιάτα,
έβαλε νερό στο καναρίνι
κι άφησε αναμμένο το φως.
(κρακ)
Στο έρημο χωλ ακροπατούσε,
τα σανίδια του παρκέ τρίζανε,
η βρύση στο μπάνιο έσταζε,
έκανε θόρυβο τελικέ η σιωπή.
(κρακ)
Ξεντύθηκε το κοστούμι της στοργικής
όλα στη ζωη ρόλος…
Έμεινε γυμνή,
εκτεθειμένη στο χλωμό φως του μπουντουάρ της
(κρακ)
Ένα πλάσμα εύθραυστο,
γυναίκα από γυαλί.
Φόρεσε στα χείλη κόκκινο κραγιόν
(κρακ)
Ύστερα ψηλάφισε τα ραγίσματα
γύρω απ’ τον λαιμό της.
(ΚΡΑΚ)
Αφέθηκε,
το κεφάλι γλίστρησε μέχρι την εξώπορτα.
Εκεί θα το έβρισκε ο άντρας της,
όταν θα γύριζε, πάντα γύριζε,
και θα πάλευε όλη νύχτα
να το ξανακολλήσει.
Γυναίκα από γυαλί
Γιάννης Ζαραμπούκας, Οι άνθρωποι στις κορνίζες, εκδ. Συρτάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου